ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

ΠΟΝΕΜΕΝΕΣ ΕΙΚΟΝΕΣ

 

Το σαπιοκάραβο του τούρκου Αχμέτ, μισθωμένο μ’ ένα ολόγιομο με χρυσές λίρες πουγγί αναχωρούσε με ασέληνη νύχτα και μανιασμένη τη Μαύρη Θάλασσα από το λιμάνι της Αμισού.

Κατάφορτο από ψυχούλες κάθε ηλικίας, που στο πρόσωπό τους ήταν έντονα αποτυπωμένη η φρίκη του θανάτου, έβαλε πλώρη για τη μητέρα πατρίδα. Ανάμεσα στο φορτιό του με τα ανθρώπινα ράκη ήταν και μια ομάδα από κάτισχνα και με κουρελιασμένα ρούχα παιδόπουλα, τα πιο πολλά ασυνόδευτα. Το άλικο αίμα των γονιών, των αδελφών και των παππούδων τους είχε χρωματίσει έντονα τα ορμητικά ποτάμια, που βιάζονταν να ξεβράσουν το ανοσιούργημα των αδίστακτων δολοφόνων στα μανιασμένα κύματα του Ευξείνου Πόντου. Το σαπιοκάραβο πάλευε σκληρά με τα κύματα του Αιγαίου, έτοιμο να στείλει στον βυθό ψυχούλες, που σε κάθε κλυδωνισμό επικαλούνταν την προστασία της Παναγιάς της Σουμελιώτισσας. Κι εκείνη άκουγε με βαθύ πόνο ψυχής τις αγωνιώδεις προσευχές τους και κρατούσε αβύθιστο το σαπιοκάραβο μέχρι που άραξε στο λιμάνι του Πειραιά ύστερα από ταξίδι μερικών ημερών.

Ρακένδυτο και ημιθανές το φορτιό του αποβιβάστηκε με έναν πρόχειρο σάκκο στη στεριά του Πειραιά και άρχισε να περιφέρεται στις χωμάτινες στράτες του απλώνοντας το χέρι για ένα ξεροκόμματο. Άλλοι τους το προσέφεραν με αγάπη και άλλοι τους αναθεμάτιζαν γι’ αυτήν τους την ενόχληση, που τη θεωρούσαν βάρος ανεπιθύμητο με τον φόβο μην τους πάρουν το ψωμί τους.

Ανάμεσα στα σκελετωμένα ασυνόδευτα παιδιά, ήταν και ο Αρίστος με το εντυπωσιακό βλέμμα των ματιών του, που μόλις διακρίνονταν οι κόρες τους στις βαθουλωμένες κόγχες. Δεν βρέθηκε κανείς να τον πιάσει από το λιπόσαρκο χέρι. Μόνος του άρχισε να κόβει βόλτες στην προκυμαία, όπου μια ομάδα ηλικιωμένων ερασιτεχνών ψαράδων υπομονετικά προσπαθούσε με καθόλου ελκυστικά δολώματα να εξασφαλίσει τον επιούσιο με λίγα κεφαλόπουλα.

Την ώρα που ο Αρίστος παρακολουθούσε μετέχοντας στην αγωνία έναν υπέργηρο ερασιτέχνη ψαρά με την αχτένιστη και ακούρευτη κόμη, διάβηκε από εκεί με βλέμμα ερευνητικό κάποιος μεσόκοπος υποφερτά ντυμένος. Έκανε στάση και το βλέμμα του έπεσε πιότερο στο παιδόπουλο και λιγότερο στον ατημέλητο ψαρά. Το κοίταξε με όση προσοχή μπορούσε από πάνω μέχρι κάτω και το βλέμμα του βυθίστηκε στα εντυπωσιακά τσακίρικα μάτια του. Η ψυχή του ταρακουνήθηκε. Συγκλονίσθηκε. Κάτι του θύμιζαν εκείνες οι τσακίρικες κόρες. Πήρε διακριτικά και με αγωνία παράμερα το παιδόπουλο και ξανακάρφωσε το βλέμμα του στα μάτια του. Δεν έπεφτε έξω. Του ήταν γνώριμα τέτοια μάτια. Ήταν μάτια από δικό του αίμα. Ήταν ολόιδια με τα μάτια ενός εξαδέλφου του, του Πάντζου, που ένα βόλι του Τοπάλ Οσμάν του στέρησε το φως της ζωής.

Όταν πια βεβαιώθηκε για την ταυτότητα του πεντάρφανου παιδόπουλου, που είχε την ατυχία η μανούλα του και πατέρας του να κατακρεουργηθούν από τους τσέτες, το αγκάλιασε σφιχτά σαν να αγκάλιαζε το δικό του βλαστάρι. Το πήρε μαζί του και τράβηξαν για το Δουργούρτι με τις λαμαρινόσκεπες στέγες, όπου τους περίμενε μια μεσόκοπη οικοδέσποινα.

Ο Αρίστος ο πεντάρφανος έγινε σύντομα ο θετός τους γιος. Πήρε τη θέση του μονάκριβου παιδιού τους, που το χάσανε μέσα σ’ εκείνο τον πανάδικο χαλασμό μεγάλο κατόρθωμα «των απάνθρωπων συμφερόντων των Δυνατών της Ευρώπης».

Τον είχαν τον Αρίστο μη βρέξει και μη στάξει. Τον μόρφωσαν, παρά τη φτώχεια τους. Μα κι εκείνος, όταν έλεγε τις λέξεις πατέρα και μητέρα ήταν σαν να έσταζε μέλι από το στόμα του.

Τους γηροκόμησε όσο μπορούσε καλύτερα. Τους ξεπροβόδισε στο αιώνιο ταξίδι τους. Ήταν σαν να ξεπροβόδιζε τους φυσικούς του γονείς, που τους στερήθηκε τόσο άδικα, άταφους και αλειτούργητους στα μυρωμένα και αγιασμένα χώματα της Ανατολής.