Όπως είναι γνωστό, για τους θανάτους μετά τις 13-5-2016, όσον αφορά τις συντάξεις χηρείας, η ρύθμιση προβλέπει ότι ο επιζών σύζυγος καθίσταται κατ’ αρχήν δικαιούχος της σύνταξης, λαμβάνοντας το 70% της σύνταξης του θανόντος. Προβλέπει επίσης ότι μετά την πάροδο τριετίας από τον θάνατο, αν ο επιζών εργάζεται ή συνταξιοδοτείται, η σύνταξη χηρείας περιορίζεται στο μισό (δηλαδή στο 35% της σύνταξης του θανόντος), το οποίο δεν μπορεί να υπολείπεται των 360 ευρώ.
Με βάση λοιπόν αυτή τη νομοθετική ρύθμιση, πρόσφατα ο ΕΦΚΑ απέστειλε έγγραφα σε συνταξιούχους χηρείας με τα οποία τους ενημερώνει ότι από τον Οκτώβριο θα ξεκινήσουν οι περικοπές αυτές, οι οποίες δεν έγιναν κατά τη συμπλήρωση της τριετίας λόγω του ότι δεν υπήρχε το κατάλληλο λογισμικό. Η εφαρμογή της νομοθετικής ρύθμισης αυτής αναδεικνύει δύο περιπτώσεις συντάξεων χηρείας που κατά την άποψή μου πρέπει να επανεξετασθούν, τόσο από τον ΕΦΚΑ όσο και από το αρμόδιο υπουργείο.
Η πρώτη αφορά τους συνταξιούχους χηρείας που δεν λαμβάνουν σύνταξη άλλη από ίδιο δικαίωμα, αλλά λαμβάνουν δύο συντάξεις χηρείας. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν ο νομοθέτης ήθελε και στην περίπτωση αυτή περικοπή της μίας εκ των δύο και σε καταφατική περίπτωση, ποιας εκ των δύο. Η νομική μου άποψη για το θέμα αυτό είναι ότι στις περιπτώσεις αυτές δεν θα πρέπει να χωρεί περικοπή καμίας σύνταξης. Και αυτό γιατί μετά τον νόμο Κατρούγκαλου, ακόμη και αν υπάρχουν δύο συντάξεις του θανόντος, πλέον απονέμεται στην ουσία μία σύνταξη, η οποία αποτελείται από ένα τμήμα εθνικής σύνταξης και δύο τμήματα ανταποδοτικής σύνταξης. Έτσι λοιπόν στις περιπτώσεις αυτές δεν θα πρέπει να τίθεται ζήτημα περικοπής καμίας εκ των δύο.
Η δεύτερη περίπτωση αφορά συνταξιούχους που λαμβάνουν σύνταξη από ίδιο δικαίωμα από τον ΟΓΑ και καθίστανται και συνταξιούχοι χηρείας. Εν προκειμένω ισχύει το εξής. Αφ’ ης στιγμής δικαιωθούν σύνταξη χηρείας, η σύνταξη του ΟΓΑ περικόπτεται υπέρμετρα, αφού παύει να καταβάλλεται το προνοιακό τμήμα της (πρόσθετη) και συνεχίζει να καταβάλλεται μόνο το ανταποδοτικό (κύρια), που στις περισσότερες περιπτώσεις δεν υπερβαίνει τα 100 ευρώ. Επειδή όμως καταβάλλεται αυτό, όταν συμπληρωθεί τριετία, η σύνταξη χηρείας μειώνεται κατά το ήμισυ. Στις περιπτώσεις αυτές, μετά την πάροδο της τριετίας η πλειονότητα των συνταξιούχων καταλήγει να λαμβάνει από το άθροισμα των δύο συντάξεων λιγότερα από αυτό που θα ελάμβανε αν είχε μόνον τη μία από τις δύο συντάξεις. Εδώ βεβαίως δεν τίθεται ζήτημα εσφαλμένης εφαρμογής των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων, δεδομένου ότι αυτό δυστυχώς προβλέπεται. Αναμφίβολα όμως τίθεται ζήτημα επανεξέτασης του θέματος και τροποποίησης των σχετικών ρυθμίσεων.
Πηγή: imerisia.gr