ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

  • Συμβολή στη μελέτη της τοπικής ιστορίας

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Ο Χατζηκυριάκος δεν περιορίζεται μόνο στην πιστή εκτέλεση της εντολής, που έλαβε από τον Οικουμενικό Πατριάρχη, αλλά, αφού εγκατασταθεί στη Θεσσαλονίκη, μετά την ολοκλήρωση του έργου του, προβαίνει στη συγγραφή πονήματος που εκτείνεται σε 241 σελίδες. Επιγράφει στο έργο του «Σκέψεις και Εντυπώσεις εκ Περιοδείας» «μετά τοπογραφικών, ιστορικών και αρχαιολογικών σημειώσεων». Το πόνημα τυπώνεται στην Αθήνα το 1906 στο τυπογραφείο του Ανέστη Κωνσταντινίδη.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι ο τίτλος του πονήματος είναι κολοβός. Πλήρης τίτλος είναι «Σκέψεις και Εντυπώσεις εκ Περιοδείας ανά την Μακεδονίαν μετά τοπογραφικών, ιστορικών και αρχαιολογικών σημειώσεων». Την παράλειψη των λέξεων «Ανά την Μακεδονίαν» διευκρινίζει ο ίδιος ο Συγγραφέας σημειώνοντας ιδιόγραφα πάνω στο εξώφυλλο της έκδοσης του 1906 (ακολούθησε προφανώς και δεύτερη. Ίσως μετά την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τον τουρκικό ζυγό) τα εξής: «Η λέξις Μακεδονία παρελείφθη εκ του κειμένου ως απαγορευομένης υπό της τουρκικής λογοκρισίας».

Αυτό εξάλλου φαίνεται και από τον πρόλογο της πρώτης εκδόσεως, όπου σημειώνει τα ακόλουθα: «Εκ των επαρχιών της Ευρωπαϊκής Τουρκίας, η χώρα, ήτις εγκλείει μεγίστην σπουδαιότητα και είναι άξια επισταμένης μελέτης και προσοχής υπό πάσαν έποψιν είναι η του Μεγάλου Αλεξάνδρου πατρίς». Η αποφυγή της χρήσης του τοπωνυμίου ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ τόσο στον τίτλο του πονήματος, όσο και στον πρόλογό του, αλλά και σε όλο το πόνημα, δείχνει εύγλωττα με πόση προστασία και προσοχή περιέβαλλε η Οθωμανική Αυτοκρατορία τη Μακεδονία από τον κίνδυνο διαφώτισης και υποκίνησής των κατοίκων της για εξέγερση με αποτέλεσμα την απώλειά της. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ισχυρό πλήγμα για την Οθωμανική Αυτοκρατορία εύλογα, και κυρίως, γιατί από τους σιτοβολώνες, τους ορυζώνες και τους οπωρώνες της συντηρούνταν σε μεγάλο βαθμό τα τουρκικά στρατεύματα.

Ο Χατζηκυριάκος ξεκινάει την περιοδεία του από τη Θεσσαλονίκη, που τη θεωρεί μεγάλη και ιστορική ελληνική κοινότητα, για την οποία δεν κρύβει το θαυμασμό του. Δεν διστάζει βέβαια να εξωτερικεύσει «τον υποκάρδιο πόθο» του να γράψει κάποτε ιδιαίτερη μονογραφία για τη Θεσσαλονίκη. Αναφερόμενος σ’ αυτήν κάνει λόγο για τους ναούς της και τα σχολεία της, για την προπαγάνδα των Βουλγάρων Εξαρχικών, τον πληθυσμό της και ό,τι άλλο υποπίπτει στην αντίληψή του. Επισκέπτεται την Πέλλα, τα Γιαννιτσά, την Έδεσσα, τη Βέρροια, τη Νάουσα, την Καστοριά, το Βογατσικό, τη Σιάτιστα, την Κοζάνη, το Μοναστήρι, τη Γευγελή, τη Στρώμνιστα. Αι, αφού περιέλθει την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, δίδοντας χρησιμώτατες πληροφορίες για τον ιστορικό, στρέφεται ανατολικά. Επισκέπτεται τις Σέρρες επιβιβαζόμενος στη σιδηροδρομική άμαξα. Και, αφού περιέλθει την πόλη, κάνοντας χρήση κοινής άμαξας, επιστρέφει στη Δράμα. Οι πληροφορίες που μας παρέχει για τη Δράμα είναι πολύ χρήσιμες για τη συγγραφή της τοπικής ιστορίας. Αναφέρεται στους ναούς της, στο αναγνωστήριο και στη βιβλιοθήκη, στη δράση του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Καλαφάτη, στο Ίδρυμα της Αδελφότητας «Πρόοδος», στην επεξεργασία και την εμπορία του καπνού, ο οποίος ενίσχυε σοβαρά την οικονομία της Ελληνικής Ορθοδόξου Κοινότητος Δράμας.

Έτσι αναφερόμενος στην ύπαρξη ναών στην πόλη της Δράμας σημειώνει για τον Μητροπολιτικό ναό τα ακόλουθα: «Ο Μητροπολιτικός ναός ουχί πολύ ευρύχωρος, αλλά σεμνός, ευπρεπής, διακεκοσμημένος, ανεγερθείς το 1834 υπό Γερμανού (Β’) αρχιερεύς, ως η έξωθεν γεγραμμένη χρονολογία ορίζει εις την θέσιν φαίνεται παλαιοτέρου ναού, ως εμφαίνεται εκ ενεπιγράφου μαρμάρινης πλακός, εντετειχισμένης επί του παρακειμένου Μητροπολιτικού οικήματος και φερούσης την επιγραφήν: “Ανεκαινίσθη ο πάνσεπτος ούτος ναός της αγιωτάτης Μητροπόλεως Δράμας δια συνδρομής του κατά καιρού χρηματίσαντος αρχιερέως, του πανιερωτάτου μητροπολίτου Κου Παρθενίου και εξόδων των ευσεβών χριστιανών εν έτει 1721”».

(συνεχίζεται…)