ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

 

ΜΕΛΕΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ

Με τον Άγιο Χρυσόστομο, τον Εθνομάρτυρα, ασχολήθηκα εδώ και χρόνια (Ιστορικά Ανάλεκτα της Εκκλησίας της Δράμας), ενώ με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’ έκανα αναφορά σε αδρές γραμμές στα μέχρι τούδε συγγραφέντα πονήματά μου.

Στο σημερινό μου άρθρο να ασχοληθώ ειδικά με την κορυφή της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, τον Οικουμενικό Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ’.

Πριν όμως δούμε αυτή τη σχέση, θεωρούμε αναγκαίο να αναφερθούμε σε αδρές γραμμές στον βίο του Πατριάρχου Ιωακείμ Γ’.

Ο Ιωακείμ Δεβετζής (1834-1912) γεννήθηκε στο Βαφειοχώρι του Βοσπόρου. Σπούδασε στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη. Υπηρέτησε ως Μητροπολίτης Βάρνης και Θεσσαλονίκης, ενώ εξελέγη Οικουμενικός Πατριάρχης το 1878.

Το 1884 εξαναγκάστηκε σε παραίτηση, επειδή ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ ο Β’ επιχείρησε να περιορίσει τα προνόμια των Ελληνορθόδοξων της αυτοκρατορίας. Έφυγε στη συνέχεια στο Άγιον Όρος, όπου μόνασε για δώδεκα χρόνια. Το 1901 επανεξελέγη Πατριάρχης παραμείνας στον Πατριαρχικό θώκο μέχρι τον θάνατό του.

Διαβάστε επίσης:

Ένας από τους κορυφαίους Πατριάρχες ο Ιωακείμ διέθετε διπλωματική οξύνοια και μεγάλες διοικητικές ικανότητες. Ήταν ήπιων τόνων και οργανωτικός.

Πίστευε ακράδαντα ότι η αφύπνιση του Ελληνισμού θα συντελούταν κυρίως με την παροχή γνήσιας παιδείας.

Παράλληλα ως υποστηρικτής της ορθόδοξης οικουμενικής παράδοσης επιδίωξε καλές σχέσεις με τους ορθόδοξους της Βαλκανικής. Εμφορούμενος από αυτό το πνεύμα ήρθε σε σύγκρουση με την επίσημη πολιτική της Ελλάδος.

Ο νους του όμως ήταν στραμμένος κυρίως στην τύχη του αλύτρωτου βορείου Ελληνισμού, όπου οι Σλάβοι, υποκινούμενοι από την ορθόδοξη Ρωσία, μετήρχοντο κάθε μέσο για τον αφελληνισμό της Μακεδονίας και της Θράκης. Διαπίστωσε γρήγορα ότι ο Ελληνισμός διέτρεχε άμεσο κίνδυνο αφανισμού. Έπρεπε να τον στηρίξει με τρόπο, που δεν θα προκαλούσε την αντίδραση της οθωμανικής αυτοκρατορίας με την οποία, φρονίμως σκεπτόμενος, ήθελε να διατηρεί αγαθές σχέσεις, προκειμένου να διασφαλίζει την ανοχή της για την αντιμετώπιση του εκσλαβισμού των βορείων Ελλήνων.

Για την υλοποίηση αυτού του σωτηρίου σχεδίου του απέστειλε στις μητροπόλεις του βορείου Ελληνισμού νέους στην ηλικία, ψυχωμένους και χωρίς να υπολογίζουν το σαρκίο τους μητροπολίτες όπως: στην Καστοριά τον Γερμανό Καραβαγγέλη, στην Κορυτσά τον Φώτιο Καλπακίδη, στη Λήμνο τον Γεννάδιο Αλεξιάδη, στη Μαρώνεια τον Νικόλαο Σακκόπουλο, στο Νευροκόπι τον Θεοδώρητο Βασματζίδη, στην Ξάνθη τον Ιωακείμ Σγουρό, στην Πελαγονία τον Ιωακείμ Φορόπουλο, στις Σέρρες τον Γρηγόριο Ζερβουδάκη, στο Σισάνιο τον Σεραφείμ Σκαρούλη, στη Στρώμνιτσα τον Γρηγόριο Ωρολογά και στη Δράμα τον Χρυσόστομο Καλαφάτη.

Οι εντολές που έδωσε στους αποσταλέντες μητροπολίτες ήταν να επιδιώξουν την οργάνωση των ελληνικών κοινοτήτων, συντάσσοντας κανονισμούς λειτουργίας, την ίδρυση σχολείων, την ανέγερση διδακτηρίων, ευκτηρίων οίκων, γυμναστηρίων, αναγνωστηρίων, την πρόσληψη ικανών δασκάλων με προτίμηση σ’ εκείνους που διακρίνονταν για τις εκπαιδευτικές ικανότητές του, και ιδιαίτερα σ’ εκείνους, που γνώριζαν βυζαντινή μουσική για να διευκολύνουν το έργο της Εκκλησίας.

Ακόμη να απομακρύνουν τις διχοστασίες ανάμεσα στους ορθοδόξους χριστιανούς, να αποφεύγουν τις συγκρούσεις με τον οθωμανικό πληθυσμό, να τονώσουν το ηθικό των βασανιζομένων ορθοδόξων και να τηρούν τη διαδικασία αναφοράς προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τα δημιουργούμενα προβλήματα, αποφεύγοντας την παράκαμψή του και επικοινωνώντας με τις αρμόδιες τουρκικές Αρχές.

Στις σχέσεις τους για την αντιμετώπιση της δράσης των κομιτατζήδων τους συνιστούσε να είναι προσεκτικοί, το ίδιο και με τους τοποτηρητές των ξένων δυνάμεων (Άγγλων, Γάλλων), οι οποίοι δεν δίσταζαν να εκδηλώνουν τα φιλοτουρκικά και φιλοσλαβικά συναισθήματά τους, φερόμενοι εχθρικά προς τους ορθοδόξους Πατριαρχικούς.

Παρά τις νουθεσίες του και τη γραμμή, που ζητούσε ο Ιωακείμ από τους Ιεράρχες να τηρήσουν, ο Χρυσόστομος δεν δίστασε να παρακάμψει την αναφορά του απευθείας στο Πατριαρχείο, αλλά προς τις τουρκικές αρχές, γεγονός το οποίο προκάλεσε τη δικαιολογημένη αντίδραση του Ιωακείμ.

Η σχέση του Χρυσοστόμου με τον Ιωακείμ τον Γ’ δεν ήταν και η καλύτερη. Ήδη ο Χρυσόστομος ανήκε στην αντιιωακειμική παράταξη αντιπολιτευόμενος τον Ιωακείμ, τον οποίο θεωρούσε αδύναμο για να αντιμετωπίσει δυναμικά τα προβλήματα των ορθοδόξων πατριαρχικών. Αυτό το γνώρισε καλά ο Ιωακείμ παρά ταύτα δεν διετίθετο εχθρικά προς τον Χρυσόστομο. Και σε σύσταση του φίλου του ιατρού Σπυρίδωνος Καμπανάου Λαυριώτη να λάβει μέτρα δυναμικά κατά του Χρυσοστόμου, του απήντησε: «Δεν εξετάζω, ιατρέ μου, τα φρονήματα, εκτιμώ την αξίαν του (Χρυσοστόμου) και τον προς την Εκκλησίας ζήλον του».

Μια άλλη ενέργεια του Χρυσοστόμου η οποία οδήγησε σε ψυχρότητα τη σχέση του Οικουμενικού Πατριάρχη με τον Χρυσόστομο, ήταν η μετάβαση του δευτέρου στην Αθήνα μετά την προσκυνηματική του επίσκεψη στους Αγίους Τόπους.

Γι’ αυτήν τη μετάβασή του στην Αθήνα ο Χρυσόστομος κατηγορήθηκε ότι ήρθε σε επικοινωνία με οργανώσεις των Αθηνών, οι οποίες ενίσχυαν τον Μακεδονικό Αγώνα. Μολονότι ο Χρυσόστομος προσπάθησε να δικαιολογηθεί για αυτή του την επίσκεψη, ο εναντίον του κατατρεγμός Βουλγάρων και Τούρκων ενίσχυσε το εχθρικό κλίμα, αναγκάζοντας τον Πατριάρχη να συναινέσει στην απομάκρυνσή του από τη Δράμα δύο φόρες.

Μολονότι Alter Ego του, ο Θεμιστοκλής Χατζησαύρου, προστάτευσε τον παρορμητικό Χρυσόστομο από τον ανηλεή κατατρεγμό Βουλγάρων και Τούρκων, όμως ο Άγιος Χρυσόστομος δεν απέφυγε τον άδικο χαρακτηρισμό του ως αποσταθεροποιητή της ειρήνης και της γαλήνης στο σαντζάκι της Δράμας ούτε και του υποκινητή συγκρότησης αντάρτικων ομάδων (Μακεδονομάχων).

Δυστυχώς η πολιτική του Ιωακείμ έναντι του Χρυσοστόμου, την οποία σε κάποιο βαθμό διαμόρφωσε και ο εκδότης της Φιλοϊωακειμικής εφημερίδας «ΠΡΟΟΔΟΣ» της Κωνσταντινούπολης Κωνσταντίνος Σπανούδης, αλλά και η αρχή του Ιωακείμ του Γ’ να κρατάει, αναγκαστικά, τις ισορροπίες, επιδείνωσαν τη θέση του Χρυσοστόμου στο σαντζάκι της Δράμας και συνέβαλαν στην απομάκρυνσή του με δυσμενείς επιπτώσεις για τους ορθόδοξους Πατριαρχικούς.

Πάντως ο σπόρος, τον οποίο έσπειρε ο Χρυσόστομος στη Δράμα, κάρπισε γενναιόδωρα. Και οι καρποί φάνηκαν φλογεροί και εύγεστοι με το θρίαμβο των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913). Ως άλλος Ρήγας Βελεστινλής μπορούσε δίκαια να καυχάται: «Αρκετόν σπόρον έσπειρα. Το έθνος θα θερίσει!». Με τη σχέση όμως Ιωακείμ και Χρυσοστόμου δεν τελειώσαμε. Θα συνεχίσουμε.