ΑΡΘΡΟ

Της Σωτηρίας Γιαννακοπούλου

Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

 

 

 

Οι ενδοκομματικές εντάσεις καθιστούν ένα σύνηθες φαινόμενο στον χώρο της πολιτικής. Οι ηττημένοι τείνουν να εξετάζουν την ήττα τους, όντας αναλωμένοι σε ένα συνεχές παιχνίδι απόδοσης ευθυνών, στο οποίο η πλειοψηφία είθισται να έχει τον τελευταίο λόγο, άλλοτε καταδικάζοντας τους υπαίτιους και άλλοτε επευφημώντας τις προειδοποιητικές φωνές, που επισήμαναν τον κίνδυνο. Ασφαλώς, μία ιδιαίτερη προσωπικότητα, όπως η περίπτωση Trump, δεν θα μπορούσε παρά να αλλάξει τα δεδομένα και στις εν λόγω σταθερές, ανατρέποντας την πορεία του κομματικού αναβρασμού, που χαρακτηρίζει κάθε ηττημένο πολιτικό στρατόπεδο. Εκτός από τη «δυσκολοχώνευτη» ήττα, που καλούνται να διαχειριστούν οι Ρεπουμπλικάνοι, οι πρωτοφανείς εικόνες της εισβολής στο Καπιτώλιο σε συνδυασμό με τις κατηγορίες έναντι του επικεφαλής τους ως κύριου παρακινητή των τραμπουκισμών, που σπίλωσαν την εικόνα των Η.Π.Α. διεθνώς, φαίνεται να δοκιμάζουν τις αντοχές τους, θέτοντάς τους προ των ευθυνών τους σχετικά με το μέλλον του κόμματος.

Η διάσπαση εντός των εσωκομματικών κύκλων είναι εμφανής, ενώ εκδηλώθηκε έντονα, και κατά τη διάρκεια της δίκης στη Γερουσία, που το σώμα, παρά την επικράτηση των ψήφων υπέρ της καταδίκης του Trump για τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει την πολυπόθητη πλειοψηφία των 2/3, αθωώνοντας έμμεσα τον πρώην Πρόεδρο και απαλλάσσοντάς τον από τις κατηγορίες. Πρόσωπο-κλειδί στην όλη διαδικασία αποτέλεσε ο επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών McConnell, ο οποίος, παρά την αρχική του τοποθέτηση επί του ζητήματος μέσω της ψήφου του υπέρ της απαλλαγής Trump, στον λόγο του στη Γερουσία, έπειτα από την ανακοίνωση του αποτελέσματος, τον κατήγγειλε δημόσια ως ηθικό αυτουργό των γεγονότων στο Καπιτώλιο, τονίζοντας ότι οι άνθρωποι που εισέβαλαν στο κτήριο ενεργούσαν ακολουθώντας τις οδηγίες και επιθυμίες του πρώην Προέδρου. Μάλιστα, συνέχισε τις κατηγορίες, επισημαίνοντας τη συστηματική καλλιέργεια και διάδοση θεωριών συνωμοσίας από πλευράς του, υπογραμμίζοντας ότι ήταν αποφασισμένος να ακυρώσει με κάθε μέσο την έκβαση της κάλπης, ακόμη κι αν αυτό θα σήμανε την ανατροπή των θεσμών.

Αναμφίβολα, δεν θα περιμέναμε ότι ένας τόσο επικριτικός λόγος κατά του πρώην Προέδρου θα μπορούσε να εκστομιστεί από έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει τοποθετηθεί βάσει της ψήφου του υπέρ του. Την έντονη αυτή αντίφαση στα λόγια και την ψήφο του έσπευσε ο ίδιος να δικαιολογήσει, επικαλούμενος το επιχείρημα, ότι όντας πλέον πολίτης, είναι αντισυνταγματικό να καταδικαστεί για τα έργα του ως Πρόεδρος, ωστόσο εξακολουθεί να είναι υπόλογος για όλα όσα έκανε κατά τη διάρκεια της θητείας του ως Πρόεδρος, αλλά και ως απλός πολίτης. Η θέση αυτή του επικεφαλής των Ρεπουμπλικάνων στη Γερουσία σχολιάστηκε αρνητικά τόσο από τους Δημοκρατικούς, όσο και από τους εσωκομματικούς κύκλους των Ρεπουμπλικάνων. Η Nancy Pelosi, Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, κατηγόρησε τον McConnell, λέγοντας, ότι, ενώ η δίκη ήταν προγραμματισμένη να πραγματοποιηθεί

πριν την ορκωμοσία Biden, ο ίδιος φρόντισε να αναβληθεί, δεδομένου ότι με δική του απόφαση η Γερουσία αρνήθηκε να ξεκινήσει τη δίκη πριν από την αλλαγή στην προεδρία του Λευκού Οίκου. Εκτός, βέβαια, από τις καταγγελίες εναντίον του από πλευράς των Δημοκρατικών, σημαντική ήταν και η στάση των Ρεπουμπλικάνων γερουσιαστών, ένα μέρος των οποίων ψήφισε υπέρ των καταγγελιών εναντίον του πρώην Προέδρου, καταδικάζοντας την αυθαιρεσία και την αλαζονεία που υπέδειξε έναντι των θεσμών. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο γερουσιαστής της Λουϊζιάνας Bill Cassidy και ο γερουσιαστής της Βόρειας Καρολίνας Richard Burr, οι οποίοι προσυπέγραψαν μέσω των ψήφων τους την ενοχή Trump, αγνοώντας τις συνέπειες που θα επέφερε αυτή τους η απόφαση για τη θέση τους εντός του κόμματος, δεδομένου ότι κατηγορήθηκαν από τους Ρεπουμπλικάνους για την τελική ψήφο τους.

Η δισυπόστατη αυτή στάση McConnell αποτελεί ένδειξη της σύγχυσης που επικρατεί εντός των Ρεπουμπλικάνων, όσον αφορά τον Πρόεδρο Trump και το μέλλον του στο κόμμα. Αυτή τη στιγμή, εντοπίζονται τρεις τάσεις εντός των Ρεπουμπλικάνων. Η πρώτη περιλαμβάνει τους υποστηρικτές του Trump, οι οποίοι υποστηρίζουν τις θέσεις του, δικαιολογώντας την όποια παρεκτροπή του, και καταδικάζουν τη στάση McConnell, τονίζοντας ότι ο λόγος του ήταν εξαιρετικά επιβαρυντικός για την πορεία του κόμματος, επηρεάζοντας αρνητικά τον αμερικανικό λαό, δίνοντας, παράλληλα, τροφή στους αντιπάλους τους. Οι εκπρόσωποι αυτής της μερίδας των Ρεπουμπλικάνων υποστηρίζουν, ότι το κόμμα έχει ανάγκη το Trump-plus, τονίζοντας ότι ο πρώην Πρόεδρος παραμένει το πιο ισχυρό πρόσωπο εντός του κόμματος και συνεπώς το κόμμα τον έχει ανάγκη, τονίζοντας ότι το κίνημα Trump εξακολουθεί να είναι ενεργό και ισχυρό.

Οι εν λόγω φωνές, ωστόσο, καλούνται να αντιμετωπίσουν τις ενστάσεις των στελεχών, που καταδικάζουν τις κινήσεις Trump. Η μερίδα αυτή υπογραμμίζει την επιζήμια συσχέτιση του πρώην Προέδρου με το κόμμα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την αποξένωση των κεντρώων Αμερικανών, στρέφοντάς τους προς τους Δημοκρατικούς. Επιπλέον, τα στελέχη αυτά επισημαίνουν την ανάγκη επαναπροσδιορισμού του κόμματος σε μία μετά-Trump εποχή, επαναφέροντας την εικόνα του ως ένα ισχυρό αντίβαρο έναντι των Δημοκρατικών, το οποίο είναι πλήρως ανταγωνιστικό και ικανό να κερδίσει εκ νέου την ψήφο των πολιτών. Τέλος, όπως παρατηρείται, ένα σημαντικό ποσοστό των παραδοσιακών Ρεπουμπλικάνων ψηφοφόρων φαίνεται ότι, μετά τα γεγονότα στο Καπιτώλιο, είναι κατηγορηματικά αντίθετο του Trump και απειλεί να κλείσει οριστικά την πόρτα στο κόμμα, αν δεν αποδεσμευτεί από την τοξική φιγούρα του πρώην Προέδρου.

Η ταύτιση του Trump με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα μοιάζει δίκοπο μαχαίρι για την πορεία του τελευταίου στην πολιτική αμερικανική σκηνή. Από την μία, οι υποστηριχτές του εξακολουθούν να αποτελούν μία σημαντική μερίδα των ψηφοφόρων, με τα ποσοστά τους να χαρακτηρίζονται κάθε άλλο παρά αμελητέα για τους Ρεπουμπλικάνους, ειδικά αν αναλογιστούμε το κοινό στο οποίο κατά βάση απευθύνονται. Ωστόσο, η σύμπλευσή τους με τον πρώην Πρόεδρο θα μπορούσε όχι μόνο να μετακινήσει σημαντικά την ιδεολογία τους έτι περισσότερο προς τον συντηρητισμό, αλλά και να τους συνδέσει με αντιδημοκρατικά φαινόμενα, τα οποία θα σπιλώσουν όχι μόνο την εικόνα, αλλά και την ιστορία του κόμματος, ταυτίζοντάς τους με μη δημοκρατικές πρακτικές, δεδομένων των γεγονότων της 6ης Ιανουαρίου και της εισβολής στο Καπιτώλιο. Η απόφασή τους, συνεπώς, πρόκειται να ξεπεράσει τα όρια της μελλοντικής πορείας του κόμματος, καθορίζοντας εκ νέου την ταυτότητά του.

 

*Το άρθρο της κ. Γιαννακοπούλου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.offlinepost.gr