ΜΕ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΜΕ ΠΡΟΫΠΟΛΟΓΙΣΜΟ 900.000 ΕΥΡΩ ΥΛΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΤΟ ΕΡΓΟ «ΣΤΕΡΕΩΣΗ – ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΥ ΤΕΙΧΟΥΣ ΟΧΥΡΩΣΗΣ ΔΡΑΜΑΣ»

ΡΕΠΟΡΤΑΖ

ΣΠΥΡΟΣ ΛΑΤΣΑΣ

 

Σε αντίθεση με άλλες πόλεις της Ελλάδας, στη Δράμα δεν διασώζεται κάποια κάστρο, όμως η σύνδεση με το παρελθόν έρχεται από τα υπολείμματα των βυζαντινών τειχών της πόλης, τα οποία βρίσκονται σε αρκετά σημεία της πόλης, κυρίως γύρω από τον Ιερό Ναό της Αγίας Σοφίας. Βέβαια υπάρχουν και άλλα τμήματα, διασκορπισμένα σχεδόν σε όλη την πόλη, ακόμη και σε αυλές σπιτιών ή σε ακάλυπτους χώρους, χρησιμεύοντας κατά περιπτώσεις ακόμη και για την οριοθέτηση ιδιοκτησιών. Αυτά τα ευρήματα στον ιστό της σημερινής πόλης ουσιαστικά επιβεβαιώνουν την ύπαρξη ενός αρχαίου οικισμού στην περιοχή, ακόμη από τους ιστορικούς χρόνους, χωρίς όμως να έχει προσδιοριστεί ο χαρακτήρας και η έκτασή του, καθώς ελάχιστα στοιχεία είναι διαθέσιμα για την παλαιοχριστιανική περίοδο.

Για πολλά χρόνια τα τείχη της Δράμας ήταν παραμελημένα, αφημένα στη φθορά του χρόνου, χωρίς να τύχουν της ανάλογης προσοχής. Ήδη πάντως από το 1962, με απόφαση της Πολιτείας τα Βυζαντινά τείχη της Δράμας είχαν χαρακτηριστεί ως «ιστορικό διατηρητέο μνημείο», όμως έπρεπε να περάσουν αρκετές δεκαετίες για να πραγματοποιηθούν σημαντικές εργασίες συντήρησης.

Καθοριστική συμβολή στην προστασία και διατήρηση της ιστορικής κληρονομιάς της Δράμας διαδραμάτισε η Πολιτική Συνοχή της Ε.Ε., μέσω των πόρων και των δυνατοτήτων που παρέχει. Έτσι, στις 26 Νοεμβρίου 2010 υπογράφηκε η ένταξη της πράξης «Στερέωση – αποκατάσταση ανατολικού τείχους οχύρωσης Δράμας» στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Μακεδονία – Θράκη». Ο προϋπολογισμός του έργου ήταν 900.000 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α., και φορέας υλοποίησης η 12η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων του τότε Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού. Το έργο υλοποιήθηκε μέσω του ΕΣΠΑ 2007-2013, με πόρους από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ένταξη του έργου πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο που η Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης ήταν ακόμη κρατική και η διοίκησή της γινόταν από Γενικό Γραμματέα. Έτσι, η συγκεκριμένη απόφαση ένταξης για το έργο του ανατολικού τείχους της Δράμας είχε υπογραφεί από την τότε Γενική Γραμματέα της Περιφέρειας, την αείμνηστη Θεοδώρα Κόκλα.

Το αντικείμενο της πράξης «Στερέωση – αποκατάσταση ανατολικού τείχους οχύρωσης Δράμας» αφορούσε εργασίες στερέωσης και αποκατάστασης στο ανατολικό σκέλος του τείχους της Δράμας. Συγκεκριμένα πραγματοποιήθηκαν καθαιρέσεις σύγχρονων κτισμάτων (από την περίοδο 1930-1960) που εφάπτονταν του τείχους, αποψιλώσεις – αποχωματώσεις, διερευνητικές ανασκαφικές εργασίες, αρμολογήματα, τοπικές συμπληρώσεις και στερεώσεις, ανακτήσεις λιθοδομών σε εσοχή λίγων εκατοστών, εργαστηριακές αναλύσεις κονιαμάτων και τοποθέτηση ηλεκτροφωτισμού.

Τα τείχη της Δράμας αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του ιστορικού χαρακτήρα της περιοχής, ακόμη κι αν είναι άγνωστος ο αρχικός χρόνος κατασκευής τους. Εκτιμάται πάντως πως τα σωζόμενα τείχη αποτελούν πολλαπλών επεμβάσεων από την αρχαιότητα μέχρι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας.

Φαίνεται πάντως πως τα σωζόμενα τείχη της Δράμας είναι εξ ολοκλήρου Βυζαντινής προέλευσης, καθώς δεν έχουν βρεθεί ενδείξεις της ρωμαϊκής οχύρωσης.

Σύμφωνα με τα ιστορικά στοιχεία, η Δράμα, κατά τη μεσοβυζαντινή εποχή, οπότε εμφανίζεται και το σημερινό όνομα, αποκτά πιο έντονα τα στοιχεία οργανωμένου οικισμού και εξελίσσεται σε μικρό στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο της περιοχής. Τα όρια της Δράμας στη Βυζαντινή εποχή δεν ξεπερνούσαν εκείνα της φυσικής οχύρωσης της πόλης. Το υψίπεδο πάνω στο οποίο είναι χτισμένο το ιστορικό κέντρο της Δράμας, οριοθετείται από ένα μεγάλο χείμαρρο, στη Βόρεια και Ανατολική πλευρά, από τα νερά της Αγ. Βαρβάρας στα νότια, και από μια ισχυρή βάθυνση του εδάφους στη Βόρεια πλευρά, όπου καταλήγουν τα νερά βορειότερων περιοχών.

Ο οχυρωματικός περίβολος που περικλείει τον ιστορικό πυρήνα της πόλης αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της. Ουσιαστικά σώζονται δύο μεγάλα τμήματα: το βόρειο σχεδόν σε όλο το μήκος του, χωρίς τη βορειοδυτική γωνία και το ανατολικό στο μεγαλύτερο μέρος του. Με βάση τα σωζόμενα τμήματα, η περίμετρος υπολογίζεται σε 850 μ., περικλείοντας έκταση 40 στρεμμάτων. Το συνολικό ύψος ως τις επάλξεις υπολογίζεται στα 14 μ. Το πάχος ποικίλλει από 1,70 μ. έως 3,30 μ. ανάλογα αν είναι μονό ή διπλό. Κάθε 60 έως 80 μ. υπολογίζεται ότι έφερε πύργους από τους οποίους σώζονται συνολικά έξι: τέσσερις στην ανατολική πλευρά, ένας στη βόρεια και ένας στη ΒΑ γωνία. Στις γραπτές πηγές αναφέρονται δύο κύριες πύλες: μία στην ανατολική πλευρά και η άλλη στη δυτική. Η ανατολική πύλη τοποθετείται με σχετική ασφάλεια στο σημείο που το τείχος τέμνεται από τη σημερινή οδό Βενιζέλου, ενώ η δυτική στο σημείο που η ίδια οδός τέμνει τη δυτική πλευρά. Ίχνη επάλξεων δεν διατηρούνται. Δυο κλιμακοστάσια, ένα στη ΝΑ γωνία σε επαφή με το ναό των Ταξιαρχών και ένα στη ΒΑ γωνία πιθανολογούνται με βάση τα σωζόμενα στοιχεία.

Όσον αφορά την ιστορία της περιοχής, σύμφωνα με τα στοιχεία, στη μεσοβυζαντινή εποχή (9ος – αρχές 13ου αι.) η Δράμα αναπτύσσεται σε ισχυρό κάστρο με στρατηγική σημασία και ζωηρό εμπορικό ενδιαφέρον, ενώ υπάγεται στους Φιλίππους από διοικητική και εκκλησιαστική άποψη. Είναι περιτειχισμένη περιοχή σε οχυρό υψίπεδο με έκταση γύρω στα σαράντα στρέμματα και πληθυσμό 1.500-2.000 κατοίκους. Από το τέλος της περιόδου σώζονται σε γραπτές πηγές οι ονομασίες «Darma» (1172) και «Dramme» (1206), που συνδέονται με πιθανή αρχαία ονομασία.

Σε όλη την υστεροβυζαντινή περίοδο (αρχές 13ου αι. – 1453) η Δράμα αλλάζει συνεχώς κυρίαρχους, όπως όλες οι βυζαντινές επαρχίες. Το 1204 περνά στα χέρια των Λατίνων, το 1223-1224 καταλαμβάνεται από τον Θεόδωρο Α’ Κομνηνό Δούκα, αυτοκράτορα της Θεσσαλονίκης, το 1230 καταλαμβάνεται από τον τσάρο της Βουλγαρίας Ιωάννη Ασέν Β’, ενώ τα έτη 1242-1243 και το 1246 επανήλθε στους Βυζαντινούς, όταν ο Ιωάννης Βατάτζης ανακατέλαβε την ανατολική Μακεδονία.

Στο πρώτο μισό του 14ου αι. υφίσταται τις ταραχές και τις συγκρούσεις των βυζαντινών εμφυλίων πολέμων, μεταξύ των δύο Ανδρονίκων Β’ και Γ’ των Παλαιολόγων (1321-1328) και κατόπιν μεταξύ του Ιωάννη Καντακουζηνού με μέλη της δυναστείας των Παλαιολόγων (1341-1347). Στα χρόνια αυτά η Δράμα υπήρξε τόπος παραμονής και αναψυχής της αυτοκράτειρας Ειρήνης Μομφερρατικής, συζύγου του Ανδρόνικου Β’, η οποία πέθανε και ενταφιάστηκε στην περιοχή την πρώτη εικοσαετία του 14ου αι.

Κατά τα έτη 1344-1345 η Δράμα κατακτήθηκε από τον Σέρβο κράλη Στέφανο Δουσάν. Ανακαταλαμβάνεται το έτος 1371 από τον Μανουήλ Παλαιολόγο και παραμένει στη βυζαντινή αυτοκρατορία μέχρι την οθωμανική κατάκτηση το 1383.

Μετά την κατάληψη της Δράμας από τους Οθωμανούς το 1383 η πόλη εξακολουθεί να αποτελεί ένα μικρό κάστρο στην επικράτεια του σουλτάνου, αποκομμένο τόσο από την Κωνσταντινούπολη, μέχρι την Άλωση του 1453, όσο και από τη Θεσσαλονίκη, μέχρι την κατάληψή της το 1430.