Τον κώδωνα του κινδύνου για τον πολυανθεκτικό μύκητα Candida Auris, που «σαρώνει» στα ελληνικά νοσοκομεία, κρούουν οι επιστήμονες.
Ο Candida Auris είναι ενδονοσοκομειακό μικρόβιο, που αντιστέκεται στα αντιβιοτικά και προκαλεί σοβαρές επιπλοκές αλλά και θανάτους σε ασθενείς που βρίσκονται σε μακροχρόνια νοσηλεία στα νοσοκομεία.
Σύμφωνα με τα συμπεράσματα της αποκαλυπτικής μεγάλης μελέτης που πραγματοποίησε ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), στο πλαίσιο έρευνας του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου Λοιμώξεων (ECDC) για τις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, ο αριθμός των ελληνικών νοσοκομείων όπου καταγράφονται περιστατικά μεγαλώνει συνεχώς, εντός κι εκτός νομού Αττικής.
Το θέμα είχε αποκαλύψει τον περασμένο Απρίλιο στο iatropedia.gr, o Καθηγητής Παθολογίας Λοιμωξιολογίας του ΕΚΠΑ, Νίκος Σύψας, ο οποίος είχε επισημάνει πως οι 6 στους 10 ασθενείς που είχαν προσβληθεί στα νοσοκομεία της Αττικής, κατέληξαν στον θάνατο.
Στην μελέτη που δημοσιοποίησε ο ΕΟΔΥ την προηγούμενη εβδομάδα αναφέρεται, πως από τον Νοέμβριο του 2019 έως τον Δεκέμβριο του 2022, καταγράφηκαν συνολικά στην Ελλάδα 122 θάνατοι (28,4%), εκ των οποίων οι 40 (34,8%) αφορούσαν σε διεισδυτική (πολύ σοβαρή) λοίμωξη.
Επίσης, κατά το ίδιο διάστημα των τριών χρόνων επιβεβαιώθηκαν εργαστηριακά 429 περιστατικά C. auris, από 45 δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία της χώρας, εκ των οποίων τα 27 (60,0%) εντός του νομού Αττικής.
87 θάνατοι μέσα στο 2022
Μόνο μέσα στον τελευταίο χρόνο, δηλαδή εντός του 2022, καταγράφηκαν συνολικά 87 θανατηφόρα περιστατικά (24,4%), εκ των οποίων τα 24 (27,6%) αφορούσαν διεισδυτική λοίμωξη.
Η διάμεση ηλικία των ασθενών ήταν τα 67 έτη, (ηλικιακό εύρος: 17 – 93 έτη), ενώ το 68,5% των περιστατικών αφορούσε σε άνδρες ασθενείς.
Ο διάμεσος χρόνος νοσηλείας από τη διάγνωση έως την έκβαση του θανάτου ήταν 7 ημέρες, ενώ στην περίπτωση διεισδυτικών λοιμώξεων ήταν, επίσης, 7 ημέρες.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η παρατηρούμενη θνητότητα στην Ελλάδα από C. auris αγγίζει το 28,4% (34,8% για τις καντινταιμίες) ποσοστό που συνάδει με τα διεθνή δεδομένα.
Επίσης, το 2022 καταγράφηκαν 356 κρούσματα C. auris, από 36 δημόσια νοσοκομεία της χώρας, εκ των οποίων:
-τα 86 (24,2%) αφορούσαν σε καντινταιμία (σ.σ. συχνό αίτιο νοσοκομειακής σηψαιμίας σε ανοσοκατασταλμένους και ανοσοεπαρκείς ασθενείς με υψηλή θνητότητα)
-τα 270 (75,8%) σε αποικισμούς δέρματος (ο C. Auris είναι γνωστό ότι αποικίζει το δέρμα ασθενών και προσωπικού, καθώς και το άψυχο περιβάλλον).
Ο διάμεσος χρόνος νοσηλείας από την εισαγωγή στο νοσοκομείο έως την διάγνωση της C. auris ήταν 24 ημέρες, ενώ στην περίπτωση διεισδυτικών λοιμώξεων 30 ημέρες αντίστοιχα.
Στα συμπεράσματα της μελέτης o ΕΟΔΥ, ωστόσο, επισημαίνει πως τα καταγεγραμμένα περιστατικά δεν είναι αντιπροσωπευτικά για το σύνολο των χώρων παροχής φροντίδας υγείας στην Ελλάδα και στην πραγματικότητα είναι πολύ περισσότερα.
Αυτό συμβαίνει γιατί ο C. auris δεν ανήκει στα υποχρεωτικώς επιτηρούμενα παθογόνα και η δήλωση των περιστατικών παραμένει σε εθελοντική βάση.
Ποιοι ασθενείς κινδυνεύουν
Σύμφωνα με τους λοιμωξιολόγους του ΕΟΔΥ, από C. auris προσβάλλονται ασθενείς όλων των ηλικιών ανεξαρτήτως φύλου, αλλά κυρίως βαρέως πάσχοντες με μακροχρόνιες νοσηλείες και παρουσία ενδοαγγειακών καθετήρων.
Το μεγαλύτερο ποσοστό περιστατικών, ωστόσο, αφορά σε δερματικούς αποικισμούς.
Μεταξύ των παραγόντων κινδύνου στην περίπτωση διεισδυτικών λοιμώξεων, συγκαταλέγονται:
-η παρουσία ενδοαγγεικών καθετήρων (82,3%),
-η συλλοίμωξη από πολυανθεκτικά βακτήρια (66,3%),
-η νοσηλεία σε μονάδα εντατικής θεραπείας (59,3%),
-η ύπαρξη συν-νοσηροτήτων (57,0%), μεταξύ των οποίων: ανεπάρκεια καρδιαγγειακού συστήματος (40,8%), νευρολογικές διαταραχές (16,3%), κακοήθεια (12,2%), αναπνευστική ανεπάρκεια (10,2%), COVID-19 λοίμωξη (8,2%), νεφρική ανεπάρκεια (6,1%) και σακχαρώδης διαβήτης (6,1%).
-η προηγούμενη νοσηλεία εντός εξαμήνου σε χώρο παροχής φροντίδας υγείας (50,0%)
Αντοχή στα αντιβιοτικά
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα δεδομένα, τα απομονωμένα στελέχη παρουσιάζουν υψηλή αντοχή στο αντιμυκητιασικό «φλουκοναζόλη», ενώ η αντοχή στην αμφοτερικίνη Β παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Αναλυτικότερα, δεδομένα αντοχής σε αντιμυκητιασικά φάρμακα ήταν διαθέσιμα για 183 απομονωθέντα στελέχη. Όλα τα στελέχη αποδείχθηκαν ανθεκτικά στη φλουκοναζόλη (100%).
Αντοχή στην αμφοτερικίνη Β παρατηρήθηκε μόνο σε ένα στέλεχος (1%).
Από τα διαθέσιμα δεδομένα φαίνεται στη χώρα μας να κυκλοφορεί μόνο ένας κλάδος του μύκητα C. auris, ο φυλογενετικός κλάδος της Νότιας Ασίας (South Asian Clade I).
Ο ζυμομύκητας Candida auris (C. auris) απομονώθηκε πρώτη φορά το 2009 στην Ιαπωνία από το αυτί ασθενούς (auris = αυτί στα λατινικά).
Στην Ελλάδα, η πρώτη απομόνωση του μύκητα ήταν το 2019. Το περιστατικό θεωρήθηκε ως σποραδικό, καθώς η διερεύνηση που πραγματοποιήθηκε δεν οδήγησε στην ανεύρεση άλλων θετικών δειγμάτων.
Έκτοτε, παρατηρείται αυξανόμενη συχνότητα απομόνωσης στελεχών C. auris σε χώρους παροχής φροντίδας υγείας, τόσο από διεισδυτικές λοιμώξεις (καντινταιμίες) σε βαρέως πάσχοντες ασθενείς όλων των ηλικιών με μακροχρόνιες νοσηλείες και παρουσία ενδοαγγειακών καθετήρων, όσο από δείγματα αποικισμού ασθενών και προσωπικού.
Στη μελέτη του ΕΟΔΥ αποδείχθηκε τέλος, ότι ο μύκητας έχει απομονωθεί από περιβαλλοντικά δείγματα από επιφάνειες, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εργαστηρίου Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, όπου αποστέλλονται δείγματα από νοσοκομεία όλης της χώρας για ταυτοποίηση και έλεγχο ευαισθησίας.
Πηγή: newsit.gr