ΠΑΥΛΟΣ
Ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης
τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας
πρός
τόν Ἱερόν Κλῆρον καί τούς εὐλογημένους χριστιανούς τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως εὐχήν καί εὐλογίαν.
Ἡ ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ μᾶς ἀξίωσε νά χαιρετίσουμε τήν ἔλευση τοῦ νέου ἔτους. Σταθμό στήν ζωή μας ἀποτελεῖ ἡ ἀνατολή κάθε νέου ἔτους. Εἶναι σκοπιά ἀπό τήν ὁποία μποροῦμε νά ἐξετάσουμε τό παρελθόν καί νά κατοπτεύσουμε τό μέλλον.
Ἡ ἱστορία μαρτυρεῖ, ἀλλά καί τά τραγικά γεγονότα πού βιώνουμε πιστοποιοῦν, ὅτι χωρίς τήν πίστη στόν Θεό, χωρίς τό ἀσφαλές αὐτό θεμέλιο, οὔτε ἄνθρωπος εὐτυχισμένος εἶναι δυνατόν νά ὑπάρξει, οὔτε κοινωνία εὐημεροῦσα νά σταθεῖ. Σύντριμμα καί ταλαιπωρία εἶναι ἡ ζωή ἐκείνων πού ἀπομακρύνονται ἀπό τόν Θεό. Ὁ ἄνθρωπος, παρά τίς μεγάλες ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις, παρά τήν πρόοδο σέ ὅλους τούς τομεῖς, χωρίς τήν πίστη στόν Θεό καί στήν προστασία του, εἶναι τό ἀσθενέστερο καί δυστυχέστερο πλάσμα.
Ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος παρασύρθηκε ἀπό τά ὑλικά του ἐπιτεύγματα, δηλητηριάσθηκε ἀπό τήν ὑπερηφάνεια, καί ὁδηγεῖται στήν φθορά καί τήν ἀποσύνθεση. Ἔχει χάσει τόν προορισμό του, καί ὅπως εὔστοχα λέχθηκε, «ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος ζεῖ, λές καί δέν ὑπάρχει θάνατος, καί πεθαίνει, λές καί δέν ἔχει ζήσει». Ἔχει χάσει τό νόημα τῆς ζωῆς.
Ὁ σύγχρονος φιλελευθερισμός ὁδηγεῖ στόν γνωστικιστικό ὑλισμό, πού εἶναι στήν πραγματικότητα ἡ θρησκεία τοῦ φιλελευθερισμοῦ, καί μάλιστα φοβική, πού ἀντιμάχεται τόν χριστιανισμό. Ἡ νέα αὐτή θρησκεία θέλει τόν ἄνθρωπο νά παίρνει τήν θέση τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἐλέγχει τίς φυσικές διαδικασίες πού προέρχονται ἀπό τόν Θεό. Θεωρεῖται φυσικό νά παρουσιάζεται ὁ ἔλεγχος αὐτός ὡς θέμα ἐπιλογῆς. Καί τό δικαίωμα αὐτό κρύβεται κάτω ἀπό τό προσωπεῖο τῆς προόδου πού ἀντιτίθεται ὅμως στήν φύση καί στά ὅρια πού ἔθεσε ὁ Δημιουργός. Δημιουργεῖται «ψευδής συνείδηση»1 καί τεχνητή ἀνθρώπινη ταυτότητα.
Γεγονός εἶναι ὅτι ἡ μακρά «κρίση» πού μαστίζει τήν οἰκουμένη καί τήν φιλτάτη πατρίδα μας, τήν Ἑλλάδα, εἶναι τρισυπόστατη, κοινωνικο-οἰκονομικοῦ-πνευματικοῦ χαρακτῆρα, μέ ταυτόσημες ἐπιδράσεις καί ἀποτελέσματα.
Μή ἀποκνοῦντες πρός τήν ἔρευνα γιά τίς αἰτίες πού τήν προκάλεσαν, «ἐπειδή δυσθήρατος ἡ ἀλήθεια, πανταχόθεν ἡμῖν ἐξιχνευτέα»2 κατά τόν Μέγα Βασίλειο, ὁδηγούμεθα στήν πηγή της πού εἶναι ἡ ἑωσφορική ὑπέρβαση τῆς ἀπό τόν Ἀριστοτέλη τόν Σταγειρίτη ὁρισθείσας μεσότητας, καί τῆς ὁποίας ἡ ὑπέρβαση εἶναι φθαρτική μεταβολή τῶν ἀρετῶν πού ὁδηγεῖ στήν διαφθορά.
Ὁ πολύς Ἀριστοτέλης διέγνωσε ὅτι ἡ διαφθορά εἶναι ἡ μητέρα τῆς πλεονεξίας. Ὁρίζει τό «διαφθαρτικόν» ὡς «θανατηφόρον» «κακόν» πού ἐκτρέφεται ἀπό τήν πλεονεξία, ἡ ὁποία διακινεῖται εἰς βάρος τῶν κοινῶν μέσῳ δωροδοκίας.
Ἡ φθαρτική μεταβολή καί ἔκπτωση τῶν ἀρετῶν, σύμφωνα μέ τούς ἀρχαίους Ἕλληνες φιλοσόφους, ἀλλά καί τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, περιδονεῖται γύρω ἀπό δύο κέντρα: τήν ἔφεση γιά ἀπόκτηση πλούτου «δι᾿ ἥν οὐδέν δοκεῖ πέρας εἶναι πλούτου καί κτήσεως»3 κατά Ἀριστοτέλην, καί τήν ἀνάγκη πολιτικῆς εὐταξίας καί κοινωνικῆς δικαιοσύνης.
Ἐδῶ στό δεύτερο σκέλος συναντᾶται ἡ ἀναμορφωτική καί συντακτική τῆς Ἐκκλησίας δύναμη καί παρουσία. Ὁ Δ’ μ.Χ. αἰῶνας δέν ἐσήμανε μόνο τήν ἀναγέννηση ἤ ἀνάπλαση μιᾶς νέας αὐτοκρατορίας, ἀλλά κυρίως τήν ἀλλαγή τῆς πολιτικῆς νοοτροπίας ἀπό ἕναν μέγιστο ἡγέτη τόν Ἰσαπόστολο Μεγάλο Κωνσταντῖνο. Ἡ πολιτεία διέκρινε τήν ἀναμορφωτική τοῦ χριστιανισμοῦ δύναμη, καί τήν χρησιμοποίησε ὡς ὄργανο ἀνυψώσεως τῆς κοινωνίας. Αὐτό στήν μακρά ἱστορική διαδρομή τῶν σχέσεων τῶν δύο θεσμῶν δέν ἐλειτούργησε πάντοτε ἐπιτυχῶς. Γιά τήν Ἐκκλησία ὑπῆρξε διαφθαρτικό σέ βαθμό πού ὁ ἱερός Χρυσόστομος νά ἀναφέρει ὅτι στήν ἐποχή του ἡ διαφθορά στούς χριστιανούς ὑπερέβη καί αὐτήν τῶν Ἰουδαίων καί τῶν ἐθνικῶν.
Παρά ταῦτα τό ἐκπεμπόμενο μήνυμα τῆς Ἐκκλησίας παραμένει διαχρονικό καί ἐπίκαιρο, εἰδικά κατά τίς ἡμέρες μας. Ὁ ἄνθρωπος ὡς ἰδιοκτήτης μέσων παραγωγῆς ὀφείλει ἐντίμως νά διαχειρίζεται τόν πλοῦτο οἰκονομικῶς καί ὄχι ἀπολαυστικῶς: «οἰκονομικήν τοῦ πλούτου χρῆσιν, ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολαυστικήν τούς σωφρόνως λογιζομένους νομίζειν προσῆκε»4. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι μόνον «ζῶον οἰκονομικόν»5, ἀλλά κυρίως πολιτικόν, κοινωνικόν καί συνδυαστικόν κατά τόν Ἀριστοτέλη. Συνδυαστικόν, διότι ἔχει τήν πνευματική δύναμη νά ρυθμίσει τήν συμπεριφορά του ἀνάλογα μέ τήν αἴσθηση τοῦ δικαίου καί τοῦ ἀδίκου6.
Αὐτό πραγματώνεται μέσα στήν Ἐκκλησία ὡς πρόσκληση πέριξ τοῦ μυστηρίου τῆς Εὐχαριστίας γιά βίωση τῆς ἀγάπης πρός τόν πλησίον, γιά σύσφιγξη τῆς πνευματικῆς συγγενείας μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀφοῦ «εἰς μίαν Δεσποτείαν Θεότητος τά ἔθνη ἐπίστευσαν, καί ἐπεγράφημεν οἱ πιστοί ὀνόματι θεότητος»7. Καθώς δέ λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος στήν συναναστροφή μεταξύ τῶν ἀνθρώπων εἶναι ἀπαραίτητο τό εὐμετάδοτον, ἡ βοήθεια πρός ἐκείνους πού ἔχουν ἀνάγκη.
Κατά τά χρόνια μας, ὁπότε ἡ οἰκονομική κρίση ἔβαλε σέ μεγάλη δοκιμασία τήν πατρίδα μας, καί ἀναβίωσαν μέ νέα μορφή φόροι πού θυμίζουν τόν κεφαλικό φόρο, ἐμφανίστηκαν πολλοί κοινωνικοί ἐργάτες.
Ἀποδεχόμενοι οἱ παντός εἴδους διάκονοι τῶν κοινῶν τόν ὁρισμό τῶν «οἰκονομικῶν ἀνδρῶν»8 τοῦ Ξενοφῶντα θά πρέπει ὁπωσδήποτε νά διακονοῦν «φρονίμως» καί «ἐγκαίρως», χωρίς νά θεωροῦν ὅτι ἡ διακονία εἶναι πρός πορισμόν, ἀλλά διαχειριστές ὄντες δημοσίων πραγμάτων νά λειτουργοῦν ὡς οἰκονομικοί ἄνδρες, κατά τήν Ἀριστοτέλεια διατύπωση, οἰκοδομοῦντες πρός κοινήν ὠφέλειαν. Στό ἐρώτημα τοῦ Ἐπικτήτου πρός τούς μαθητές του: «μέχρι πότε θά ἀναβάλλωμε νά γίνωμε σώφρονες;»9 ἀπαντᾶ ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ Μεγάλου Βασιλείου: «Ἀγαθοῦ Θεοῦ γέγονας ὑπηρέτης, οἰκονόμος τῶν ὁμοδούλων». Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς προσφορά στήν κοινωνία δέν ἐκλαμβάνει μόνον τήν διακονία τῶν τραπεζῶν, ἀλλά κυρίως τήν προσφορά τοῦ ἀναζωογονητικοῦ γιά τόν ἄνθρωπο Εὐαγγελικοῦ μηνύματος.
Ὁ ἑβραϊκῆς καταγωγῆς κορυφαῖος θεωρητικός τῆς λογοτεχνίας Τζώρτζ Στάϊνερ (1929 – 2020) εἶχε τήν τόλμη νά διακηρύξει: «Ἡ ὑπόσχεση τοῦ Διαφωτισμοῦ (νά ἐξανθρωπίσει τόν κόσμο) δέν τηρήθηκε. Οἱ βιβλιοθῆκες, τά μουσεῖα, τά θέατρα, τά πανεπιστήμια μπόρεσαν μιά χαρά νά εὐδοκιμοῦν στή σκιά τῶν στρατοπέδων συγκέντρωσης»! Δικαιολογημένα λοιπόν κάποια μέρα μιά ἄριστη φοιτήτριά του στό Κέμπριτζ τοῦ εἶπε: «Νιώθω φρίκη γιά ὅλα αὐτά πού μᾶς διδάξατε. Δέν θέλω ποτέ πιά νά ἀκούσω νά μιλᾶνε γιά κουλτούρα. Φεύγω καί πάω νά δουλέψω σάν ξυπόλυτη γιατρός στήν Κίνα». Τό εἶπε καί τό ἔκανε! Καί ὁ Στάϊνερ… καμάρωσε σχολιάζοντας: «Νομίζω ὅτι αὐτή ἦταν ἴσως ἡ μόνη μου ἐπιτυχία»!10
Τό μήνυμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τήν κοινωνία εἶναι διαχρονικό, καί τό ἐκφράζει παραστατικώτατα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, αὐτάδελφος τοῦ Μ. Βασιλείου, ὡς ἑξῆς:
«Ὁ βίος τῶν φίλων τῆς ἀρετῆς, ἀνθρώπων πού προτίμησαν νά ζήσουν ἔλλογα, εἶναι κανονισμένος μέ νόμους εὐεργετικούς καί προστάγματα, ὅπου διακρίνεται ἡ γνώμη τοῦ νομοθέτη πού τείνει σέ δύο σκοπούς γενικά: ὁ ἕνας ἀφορᾶ τά ἀπαγορευμένα, καί ὁ ἄλλος ἐπιβάλλει τήν ἐνέργεια τῶν ὠφελίμων. Διότι δέν εἶναι δυνατόν νά κατορθωθεῖ ἀλλιῶς βίος κόσμιος καί φρόνιμος, ἄν δέν ἀποφύγει κάποιος μέ ὅση δύναμη ἔχει τήν κακία καί ἀκολουθήσει τήν ἀρετή, ὅπως ὁ γιός τήν μητέρα του».11
Ἡ ἁμαρτία, τά πάθη μέ τά θέλγητρά τους ἀσκοῦν μία ἰδιαίτερη γοητεία στόν ἄνθρωπο. Ἄν κυριαρχήσουν στήν καρδιά του, ἀσκοῦν μέσα του δυναστική ἐξουσία δεσμεύοντας τήν ἐλεύθερη βούλησή του σέ τέτοιο βαθμό, πού νά μήν μπορεῖ νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό αὐτά. Γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος εἶπε: «πᾶς ὁ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλός ἐστί τῆς ἁμαρτίας».12 Ἀντίθετα ἡ γνώση τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ, ἡ προσοικείωσή της σέ ὅλα τά ἐπίπεδα ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου τόν καθιστᾶ ἐλεύθερο ἀπό πλάνες καί προκαταλήψεις, ἀπό ἰδέες πού ὑποδουλώνουν τήν ψυχή. Τόν ἐλευθερώνει ἀπό τήν κυριαρχία τῶν παθῶν. Ὁ σκοτισμένος ἀνθρώπινος νοῦς, ὅταν δεχθεῖ τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ ἐλευθερώνεται πραγματικά, ἀφοῦ ἡ ψυχή ἀποκτᾷ τήν αὐτοκυριαρχία της καί βρίσκεται κάτω ἀπό τήν ἐπίδραση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. «Οὗ δέ τό Πνεῦμα Κυρίου, ἐκεῖ ἐλευθερία».13
Εὔχομαι, ἀδελφοί μου, ὅπως ὁ πανάγαθος Θεός χαρίσει πλούσια τά ἐλέη του κατά τό νέον ἔτος, εὐλογήσει δέ τούς ἀγῶνας ὅλων διά πνευματικήν καρποφορίαν καί προκοπήν. ΑΜΗΝ.
Διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ
† Ο ΔΡΑΜΑΣ ΠΑΥΛΟΣ
Παραπομπές
1. Ζάζα Σατιρισβίλι, Γεωργιανός φιλόσοφος-φιλόλογος
2. Μπαλόγλου Χρῆστος, «Οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες καί ἡ Οἰκουμενική κρίσις» Πλάτων, περιοδικό Ἑλλήνων φιλολόγων, τόμος 11, σ. 57
3. Ἀριστοτέλους Πολιτικά Α΄8,1257d
4. Μ. Βασιλείου Πρός πλουτοῦντας 3, PG 31
5. Ἀριστοτέλους Ἠθικά Εὐδήμεια Η΄ 10, 1242d 22
6. Ἀριστοτέλους Πολιτικά Α΄1242d 26
7. Δοξαστικόν Ἑσπερινοῦ Χριστουγέννων
8. Ξενοφῶντος Ἀπομνημονεύματα Γ΄ IV 12
9. Ἐπικτήτου Ἐγχειρίδιον κεφ. ΝΑ΄ ΙΙ 1
10. Καθημερινή, 14. 1. 2001
11. Γρηγορίου Νύσσης Κατά τοκιζόντων, ΒΕΠΕΣ τόμ. 69, σ. 169
12. Ἰωάννου 8, 34
13. Β΄ Κορ. 3, 17