Ἀδελφοί μου,

ἀξιωνόμαστε κι ἐφέτος νά ἑορτάσουμε τήν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μας. Οἱ ἱερεῖς θά ἀνοίξουν σέ λίγο τήν Ὡραία Πύλη καί θά διαλαλήσουν: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός», δηλαδή «Ἐλᾶτε νά λάβετε ὄχι τό φυσικό φῶς τῆς λαμπάδας ἀλλά ἀπό τό θεϊκό φῶς τοῦ Χριστοῦ».

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός περιγράφει τήν ἐμπειρία τῆς Ἀναστάσεως ὡς ἐξῆς: «Τώρα ὅλα γέμισαν ἀπό τό θεῖο φῶς, ὁ οὐρανός, ἡ γῆ καί ὁ κάτω κόσμος. Φωτολουσμένη εἶσαι Ἐκκλησία γιατί ἀνέτειλε πάνω σου ἡ λαμπρή χάρη τοῦ Κυρίου».

Στό εὐαγγέλιο τῆς Θείας Λειτουργίας, θά ἀκούσουμε πῶς θεολογεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης, ἐπ’ εὐκαιρίᾳ τῆς Ἀναστάσεως, γιά τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ: «Αὐτός εἶναι ἡ Ζωή καί τό Φῶς γιά τούς ἀνθρώπους. Τό φῶς αὐτό ἔλαμψε μέσα στόν κόσμο καί ἡ σκοτεινιά δέν μπορεῖ νά τό σβήσει ποτέ».

Τό φῶς, λοιπόν, τοῦ Ἀναστάντος Χριστοῦ ἔχει ἀπόψε κεντρική θέση! Ἄς προσπαθήσουμε νά ἀντιληφθοῦμε τή σημασία του γιά μᾶς. Τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως δέν μοιάζει μέ τά φῶτα τῶν προβολέων, τή λάμψη τοῦ ἥλιου καί τῶν ἀστεριῶν, τούς γαλαξίες καί τό βόρειο σέλλας.

Τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως εἶναι ἡ βιωματική ἐμπειρία τῆς παρουσίας τοῦ ἀπρόσιτου Θεοῦ στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου. «Τό Φῶς τοῦ κόσμου» εἶναι ὁ Χριστός. Καί, ὅταν Τόν ἐπιζητοῦμε ἀληθινά, καθαρίζεται ἡ ψυχή μας ἀπό ὅλη τή μαυρίλα τῆς ζωῆς. Καί λαμπρύνονται ἡ συνείδησή μας, οἱ σκέψεις μας, οἱ διαθέσεις καί τά αἰσθήματά μας.

Ἀπό τήν ἄλλη, τό «σκότος» σημαίνει τήν αἰχμαλωσία στά ψυχικά, τά σωματικά καί τά διανοητικά πάθη. Σ’ αὐτό βυθιζόμαστε ἄν ἡ ψυχή ἐπιμένει σέ ἀλλότριες ἰδέες, σέ ἁμαρτωλές ἀποφάσεις καί σέ πονηρά ἔργα.

Οἱ ἡγέτες τῶν Ἰουδαίων, κι ὅταν πληροφορήθηκαν ἀπό τούς στρατιῶτες γιά τόν ἀποκυλισμένο λίθο καί τόν ἄδειο τάφο, ὅταν ἔλαβαν τό μήνυμα ὅτι ὁ Χριστός ἀναστήθηκε, παρέμειναν «πιστοί στήν ἀπιστία τους». Νά τί εἶναι τό σκοτάδι τῶν συνειδήσεων!

Γιά νά ζήσουμε, λοιπόν, τό μέγιστο τῶν θαυμάτων, πού εἶναι ἡ Ἀνάσταση, δέν φτάνει ἡ ὕπαρξη καί ἡ προσφορά τοῦ Θείου Φωτός, ἄλλα ἀπαιτεῖται καί ἡ δική μας συμμετοχή, ἡ ἀνταπόκριση τῆς ἀνθρώπινης θέλησης.

Ἄν κυριαρχούμαστε ἀπό τά πάθη καί τήν ἁμαρτία, ἀκόμα κι ἄν ἔχουμε ἔλθει στόν ναό νά γιορτάσουμε μέ ἐνθουσιασμό καί εἰλικρίνεια, ἀκόμα κι ἄν πάρουμε τό Θεῖο Φῶς στό σπίτι μας γιά ν’ ἀνάψουμε τό καντήλι μας, ἡ ζωή μας δέν θά φωτιστεῖ. Διότι, γιά νά δεχτοῦμε τό φῶς τῆς Ἀνάστασης πρέπει ἡ λαχτάρα μας καί ἡ ἀγάπη μας γιά τόν Χριστό νά εἶναι μεγάλες καί ἡ καρδιά μας ἕτοιμη καί ἀπόλυτα δεκτική.

Δυστυχῶς, στίς μέρες μας τά στοιχεῖα πού κυριαρχοῦν στήν καθημερινή ζωή, αὐτά πού χρησιμοποιοῦμε γιά νά ἐξασφαλίσουμε τήν ἐπιτυχία, τόν πλοῦτο καί τή δόξα, εἶναι ἡ ἀσυδοσία, ἡ πονηριά, ὁ ἐγωϊσμός, ὁ δικαιωματισμός καί ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ καί ἀγάπης πρός τούς ἄλλους.

Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς συμβουλεύει: «Ἄς πετάξουμε ἀπό πάνω μας τά ἔργα τοῦ σκότους καί ἄς φορέσουμε τήν πανοπλία τοῦ φωτός». Ἄς μιμηθοῦμε τή στάση τῶν μαθητριῶν τοῦ Χριστοῦ, τῶν Μυροφόρων. Πολύ πρωΐ ἐκεῖνες ἔφθασαν στόν ἄδειο Τάφο τοῦ Κυρίου, εἶδαν τούς Ἀγγέλους, εἶδαν καί τόν ἀναστημένο Κύριο. Ἀξιώθηκαν πρῶτες νά Τόν δοῦν, γιατί ἡ καρδιά τους ἦταν γεμάτη ἀγάπη γι’ Αὐτόν.

Τά σκοτάδια τόσων ἄλλων ἀνθρωπίνων διαθέσεων, πού κυριαρχοῦν προσωρινά, κατανικήθηκαν στίς συνειδήσεις τῶν πιστῶν. «Τό φῶς ὑπερισχύει τοῦ σκοταδιοῦ, τό σκοτάδι δέν μπορεῖ νά ἐξαφανίσει τό φῶς!». Αὐτό ἀποδείχθηκε μέ τό ἔργο τῶν Ἀποστόλων, μέ τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.

Τό ὁμολογεῖ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «τά μάτια τῆς ψυχῆς, μᾶς λέει, μποροῦν νά φωτιστοῦν, ὥστε νά γευθοῦμε ὅ,τι ἐλπίζουμε, τή Χάρη τοῦ Κυρίου».

Μέ τήν αἴσθηση αὐτῆς τῆς ἐλπίδας ἀπευθύνουμε κι ἐμεῖς τό ἴδιο κάλεσμα μέ τά λόγια τοῦ ὑμνῳδοῦ: «Ἄς καθαρίσουμε τίς αἰσθήσεις μας καί θά δοῦμε τά θεῖα μυστήρια, μέ τήν εὐλογία τοῦ ἀπρόσιτου φωτός τῆς Ἀναστάσεως».

 

Χριστός Ἀνέστη, ἀδελφοί μου!

Με πατρικές εὐχές ὁ Μητροπολίτης σας

ὁ Δράμας Δωρόθεος