ΠΑΥΛΟΣ

Ἐλέῳ Θεοῦ Ἐπίσκοπος καί Μητροπολίτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας,

πρός

τόν εὐαγῆ Ἱερόν Κλῆρον καί τούς εὐσεβεῖς καί εὐλογημένους Χριστιανούς τῆς μαρτυρικῆς Ἐπαρχίας ταύτης, εὐχήν καί εὐλογίαν καί παρά τοῦ σταυρωθέντος Δεσπότου Χριστοῦ συγχώρησιν.

 

«Ὁ δέ Ἰησοῦς πάλιν κράξας φωνῇ μεγάλῃ ἀφῆκε τό πνεῦμα» (Ματθ. 27,50)

Ἕνα ἀπό τά παράδοξα σημεῖα πού συνετελέσθησαν κατά τήν ὥρα τῆς σταυρώσεως εἶναι καί τό ὅτι ὁ Κύριος προτοῦ νά παραδώσει τήν ψυχή του, φώναξε δυνατά. Τρεῖς ὧρες μετά τήν σταύρωσή του, ἐνῶ ἡ φωνή του ἔπρεπε νά σβήνει ἀπό τήν ἐξάντληση, εἶχε τήν δύναμη νά φωνάξει δυνατά: «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί μέ ἐγκατέλειψες;». Ἡ κραυγή αὐτή εἶναι καί ἡ ἀρχή τοῦ μεσσιακοῦ 21ου ψαλμοῦ.

Συνήθως οἱ ψυχορραγοῦντες ἀκούονται μέ δυσκολία. Ἡ φωνή τοῦ Κυρίου μαρτυρεῖ ὅτι δέν ἐξέπνευσε ἀπό τήν ἐξάντληση, ἀλλά παρέδωσε οἰκειοθελῶς τό πνεῦμα του. Γι᾿ αὐτό καί οἱ εὐαγγελιστές τό ἀναφέρουν. Ἦταν κραυγή ἀπελευθερώσεως ἀπό τά δεσμά μέ τά ὁποῖα ὁ διάβολος ἔδεσε τό ἀνθρώπινο γένος. Ἦταν κραυγή ἐπιβεβαιωτική τοῦ αὐτεξουσίου, ὅπως ἄλλωστε εἶχε πεῖ: «Κανείς δέν ἀφαιρεῖ τήν ζωή μου, ἀλλ’ ἐγώ θυσιάζω αὐτήν» (Ἰωάν. 10,18).

Δέος, ἀπορία, ἔκπληξη καταλαμβάνει τούς ἑρμηνευτές τῶν γραφῶν, καί κάνει τά πνεύματα τῶν θεολόγων νά ἰλιγγιοῦν. Τήν ἱερή αὐτή καί μεγάλη ἡμέρα τοῦ πάθους τοῦ Κυρίου μας ἄς σταθοῦμε μέ δέος μπροστά σ’ αὐτήν τήν κραυγή. Ὁ Θεός ἐγκατέλειψε τόν Υἱό του τήν στιγμή τῆς ὀργῆς. Ἡ ἀπόκρυψη τοῦ προσώπου του γίνεται ὄχι σέ κάποιον ἀχρεῖο, ἐγκληματία, ἀπατεῶνα, ἀλλά στόν ἁγνό, ἅγιο, ἀναμάρτητο, ἀγαπημένο Υἱό, πού ποτέ δέν τόν ἐγκατέλειψε. «Ἐγώ καί ὁ Πατήρ μου ἕν ἐσμεν». Καί ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ποτέ δέν ἀποχωρίσθηκε ἀπό τό θέλημα τοῦ Πατέρα του, ἐνῶ ἐπέδειξε ὑπακοή σέ ὅλα ἀπέναντί του, ἐνῶ ἐργάσθηκε γιά τήν ἐφαρμογή τοῦ θελήματός του στόν κόσμο, ἐνῶ ἡ ὑπακοή αὐτή τόν ὁδήγησε μέχρι τόν σταυρό, ἐκεῖ, τήν ὥρα τῆς ὑπέρτατης ὀδύνης, γιά μιά στιγμή ἔμελλε ὁ Θεός νά τόν ἐγκαταλείψει.

Ἔτσι ἔχουμε μπροστά μας ἕναν κατάδικο, ἕναν ἀδύναμο ἄνθρωπο πού πεθαίνει σάν κακοῦργος ἀνάμεσα σέ ἄλλους κακούργους, μέσα σέ πλήρη ἐγκατάλειψη ἀπό τούς ἀνθρώπους καί ἀπό τόν Θεό τόν ἴδιο. Φαντασθεῖτε τήν ἀπογοήτευση τῶν ἀνθρώπων πού πίστεψαν σ’ αὐτόν. Μέσα σέ μιά στιγμή γκρεμίσθηκε ἡ εἰκόνα πού εἶχαν μέσα τους γι’ αὐτόν.

Αὐτό ἰσχύει μέχρι καί σήμερα. Πολλοί ἄνθρωποι ἀναζητοῦν ἕναν θεό κατά παραγγελία στά μέτρα τους. Ἔχουν ἐκ τῶν προτέρων σκεφθεῖ καί ἀποφασίσει τί θέλουν νά κάνει καί πῶς νά τό κάνει. Μόνο μέ τίς προϋποθέσεις αὐτές τόν ἀποδέχονται καί τόν «διορίζουν» στόν νοῦ τους. Αὐτό παθαίνουν ὅσοι θεωροῦν προβλέψιμο τόν Θεό. Βλέποντας οἱ ἄνθρωποι νά ἐκπληρώνονται οἱ προφητεῖες στό πρόσωπό του ἔλεγαν «ὁρίστε, αὐτό ἀκριβῶς περιμέναμε νά συμβεῖ». Ὅμως ὁ τρόπος ἐκπληρώσεώς τους ἦταν ἀπρόσμενα σοκαριστικός καί δυσπροσπέλαστος, εἰδικά γιά ὅσα συνέβησαν τήν Μεγάλη Παρασκευή. Ὁ Ἰησοῦς ἀποτυγχάνει, καταδικάζεται σέ θάνατο, καί οἱ ἄνθρωποι σκέφτονται «αὐτό δέν περιμέναμε νά συμβεῖ». Μέχρι καί οἱ μαθητές ἔτσι ἀντιμετώπισαν τό γεγονός. Γι’ αὐτό καί κατά τήν συμπόρευση στούς Ἐμμαούς τούς εἶπε: «Οὐχί ταῦτα ἔδει παθεῖν τόν Χριστόν καί εἰσελθεῖν εἰς τήν δόξαν αὐτοῦ;» (Λουκ. 24,26).

Ἡ Ἐκκλησία μᾶς καλεῖ νά προσπαθήσουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό ἕναν «κατά παραγγελία» Θεό, πού ἁπλῶς λύνει τά προβλήματά μας καί ἐκπληρώνει τίς ἐπιθυμίες καί τά «θέλω» μας. Ἡ πορεία μας κατά τήν Σαρακοστή πού διανύσαμε εἶναι μιά πορεία πρός τήν ἀλήθεια καί τόν πραγματικό Θεό. Αὐτή ἡ πορεία περιλαμβάνει τήν ἐγκατάλειψη πολλῶν ἄρρωστων ἀντιλήψεων, καθώς καί τήν θραύση πολλῶν εἰκόνων καί φαντασιώσεων πού τρέφουμε, καί πού δυστυχῶς ἐκτρέφονται ἀπό ψευδοπροφῆτες, καί νά πλησιάσουμε τήν ἀλήθεια. Ἡ νηστεία ἀπό τίς τροφές δέν ἀρκεῖ, ἐάν δέν ἐγκαταλείψουμε ἀντιλήψεις πού «ἁρμόζουν» στίς δικές μας ἐγωϊστικές καί ἰδιοτελεῖς εἰκόνες καί φιλοδοξίες γιά τόν Θεό.

Ὁ Κύριος ἀπό τόν Σταυρό του οἰκειοθελῶς παραδίδει τό πνεῦμα του, ὥστε ἡ χαρά τοῦ Σταυροῦ νά γεμίσει τόν κόσμο. Κανείς ἀπό τούς Εὐαγγελιστές δέν χρησιμοποιεῖ τήν λέξη «πέθανε». Ὁ Ματθαῖος λέγει «ἀφῆκε τό πνεῦμα». Ὁ Μᾶρκος καί ὁ Λουκᾶς «ἐξέπνευσε», καί ὁ Ἰωάννης «παρέδωσε τό πνεῦμα». Ὁ Κύριος ἑκούσια ἐξῆλθε ἀπό τόν κόσμο αὐτό, ὁ θάνατος δέν εἶχε καμμία ἐξουσία ἐπάνω του, παρά μόνον ἐκείνη πού ὁ Κύριος ἐπέτρεψε. Εἴκοσι αἰῶνες πέρασαν ἀπό τότε πού ἐκραύγασε ὁ Κύριος, καί οἱ ἄνθρωποι πολλαπλασίασαν τούς θορύβους τῶν ὑπάρξεών τους γιά νά μήν τήν ἀκούσουν, ὅπως ὁ Τζοβάνι Παπίνι γράφει: «Μέσα στήν ὁμίχλη καί τόν καπνό τῶν πόλεών μας, μέσα στήν βαθειά νύχτα κατά τήν ὁποία οἱ ἄνθρωποι ἀνάβουν τή φωτιά τῆς ἀθλιότητάς τους, αὐτή ἡ κραυγή τῆς χαρᾶς καί τῆς ἀπελευθερώσεως, πού καλεῖ αἰώνια τόν καθένα ἀπό μᾶς ἀπηχεῖ ἀκόμα στήν ψυχή, ἡ ὁποία δέν ἔμαθε νά λησμονεῖ». Ἔτσι ἔκλινε τήν ἁγία του κεφαλή ἐπί τοῦ Σταυροῦ. Ὁ ἱερός Χρυσόστομος ἑρμηνεύει ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἔκλινε τήν κεφαλή του, ἐπειδή ἐξέπνευσε ὅπως κάνουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά ἔκλινε τήν κεφαλή του καί μετά ἐξέπνευσε δηλώνοντας καί διά τοῦ τρόπου αὐτοῦ ὅτι εἶναι Κύριος τῶν πάντων. Δέν θά ἐσύρετο βίαια στόν ἅδη, ἀλλά κατεβαίνει ἑκούσια μέ τήν συγκατάθεση τοῦ Πατέρα.

Ἀδελφοί μου,

δέν μποροῦμε νά εἰσέλθουμε σέ ὅλο τό βάθος τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ καί τῆς κραυγῆς τοῦ ἐσταυρωμένου λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας. Ὁ Χριστός γιά μᾶς ἔγινε κατάρα, ἁμαρτία, καίτοι προσωπικά ἀναμάρτητος, ἀφοῦ σήκωσε τίς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου, ἔπασχε ὡς ὁ μεγαλύτερος κακοῦργος καί ἁμαρτωλός. Ἄν τήν στιγμή τῆς σπαραξικάρδιας κραυγῆς ἀπαντοῦσε ὁ Θεός, θά ἔλεγε: Σέ ἐγκατέλειψα, γιά νά ὑποστεῖς ὁλόκληρο τό φρικτό μαρτύριο τοῦ Σταυροῦ, ὥστε ἡ Θυσία σου νά εἶναι τελεία καί νά σώζει σέ τέλειο βαθμό. Γιά χάρη ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπινου γένους εἰσῆλθε στήν ἀφάνεια τοῦ Θεοῦ πού ταίριαζε σέ μᾶς λόγῳ τῶν ἁμαρτιῶν μας, ἀναδέχθηκε νά τήν κουβαλήσει, νά τήν ἀπομακρύνει ἀπό πάνω μας. Φώναξε καί ρώτησε τότε, γιά νά μήν φωνάξει καί ρωτήσει κανείς ἀπό μᾶς. Τό ἔκανε ἐφάπαξ ἀντί γιά ὅλους ἐμᾶς. Αὐτή ἡ τρομερή στιγμή ἦταν ἡ μεγάλη αἰώνια σωτήρια στιγμή γιά ὅλους ἐμᾶς. Ἡ πρώτη ἀχτίδα φωτός μέσα στό σκοτάδι τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς πού φανερώθηκε τήν ἡμέρα τοῦ Πάσχα. Ὁ θάνατος τοῦ Ἰησοῦ εἶναι ὁ θρίαμβος κατά τῆς ἁμαρτίας, ἡ ἀρχή τῆς δόξας ὅσων πιστεύουν στό Ὄνομά του καί στήν λυτρωτική θυσία του. Εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ ἐνδόξου καί αἰωνίου ἔργου τῆς Ἐκκλησίας του.

Ἐμεῖς ἄς μείνουμε ἑνωμένοι μαζί του μυσταγωγούμενοι ἀπό τά ἄχραντα πάθη του, ὅπως καί ὁ ἴδιος μᾶς προτρέπει «μείνατε ἐν ἐμοί, ἵνα βότρυν φέρητε· ἐγώ γάρ εἰμί τῆς ζωῆς ἡ ἄμπελος» (Ἰωάν. 15, 1-5). ΑΜΗΝ.

 

Διάπυρος πρός τόν σταυρωθέντα Κύριον

Εὐχέτης πάντων ὑμῶν

Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ

† Ο ΔΡΑΜΑΣ ΠΑΥΛΟΣ