ΑΡΘΡΟ

Της Σωτηρίας Γιαννακοπούλου

Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

 

Οι Αμερικανικές εκλογές είναι πλέον γεγονός. Ο αμερικανικός λαός έχει στη διάθεσή του λιγότερο από ένα μήνα, προκειμένου να λάβει τις αποφάσεις του, γράφοντας ένα από τα κομβικότερα κεφάλαια της αμερικανικής ιστορίας. Οι επιλογές είναι γνωστές! Donald Trump και Joe Biden θα διασταυρώσουν τα ξίφη τους σε μία μάχη, που θα διεξαχθεί με φόντο τα φαινόμενα βίας, ρατσισμού, αλλά και μίας πρωτοφανών διαστάσεων πανδημίας, με κύριο θύμα, όσο και αν ο νυν Πρόεδρος αρνείται να το παραδεχτεί, τις Η.Π.Α., η παντοδυναμία των οποίων έχει αποδομηθεί στους διεθνείς διπλωματικούς κύκλους, αλλά, κυρίως, στη συνείδηση του μέσου πολίτη.

Η διαδικασία των εκλογών αποτελεί τον πυρήνα κάθε δημοκρατικού πολιτεύματος, ενώ, εξ ορισμού, τα αποτελέσματά της είναι σεβαστά από το σύνολο των πολιτών, ακόμη και αν η έκβασή της δεν ικανοποιεί τη μειοψηφία. Ωστόσο, το τελευταίο διάστημα, το ένα εκ των δύο στρατοπέδων έχει καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των εκλογών, σε περίπτωση ήττας του, κάνοντας λόγο για φαινόμενα νοθείας, πριν ακόμη δοθεί το σήμα για άνοιγμα των κάλπεων, γεγονός που εύλογα προκαλεί προβληματισμό και καχυποψία γύρω από τις προθέσεις του, θίγοντας ευθέως τη διαύγεια των δημοκρατικών διαδικασιών. Οι δημοκρατικές αξίες, βέβαια, δεν αφορούν μόνο τις εκλογικές διαδικασίες, αλλά πηγάζουν από την αξία της ισότητας, πάνω στην οποία δομείται η δημοκρατική κοινωνία.

Οι παραδοχές αυτές, ωστόσο, αγνοούνται τελευταία από τους Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι, ακολουθώντας την πολιτική του στρουθοκαμηλισμού έναντι της έξαρσης των ρατσιστικών φαινομένων και της κοινωνικής κατακραυγής κατά της αστυνομικής βίας, τροφοδοτούν τις φωνές που ανέκαθεν τους κατηγορούσαν για υιοθέτηση μη δημοκρατικών τακτικών και ιδεών. Παρά τις καταγγελίες εναντίον τους, όχι μόνο δεν αρνούνται τα όσα τους προσάπτονται, αλλά εξακολουθούν να ρίχνουν λάδι στη φωτιά, αμφισβητώντας δημόσια πλέον τη δημοκρατία. Τόσο η γενικότερη στάση τους, όσον αφορά τα φαινόμενα συστηματικής βίας και ρατσισμού έναντι των μειονοτήτων, όσο και η απαξίωση των δημοκρατικών διαδικασιών, έχουν επαναφέρει στην επιφάνεια ένα ζήτημα, το οποίο τίθεται συχνά στο τραπέζι των συζητήσεων γύρω από την αμερικανική πολιτική σκηνή. Ποια η σχέση των Ρεπουμπλικανών με τη δημοκρατία;

Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Κατά τη διάρκεια του debate των υποψήφιων Αντιπροέδρων, ένα από τα βασικά σημεία διαξιφισμού μεταξύ Pence και Harris ήταν τα φαινόμενα της βίας και του ρατσισμού έναντι των Αφροαμερικανών. Η θέση του Ρεπουμπλικάνου υποψηφίου σχετικά με το ζήτημα ήταν ότι δεν τίθεται θέμα περί συστηματικών ρατσιστικών επιθέσεων, επιδιώκοντας, μέσω της στάσης του, την υπονόμευση, όχι μόνο των γεγονότων, αλλά και του κινήματος Black Lives Matter, που αναδείχθηκε έπειτα από τη δολοφονία του George Floyd, ενώ είχε ήδη τοποθετηθεί και εκφράσει την συμπαράστασή του στις αστυνομικές δυνάμεις, αναγνωρίζοντας το «έργο» τους όλο αυτό το διάστημα.

Η στάση του Αντιπροέδρου περί του ζητήματος δεν μας κάνει εντύπωση. Ο Mike Pence, αυτοαποκαλούμενος ως «χριστιανός, συντηρητικός και Ρεπουμπλικανός», είναι γνωστός για τις συντηρητικές απόψεις του και για την έλλειψη ευαισθησίας του έναντι των κοινωνικών μειονοτήτων. Και ασφαλώς η ακτίνα των συντηρητικών του απόψεων δεν καλύπτει μόνο τον φυλετικό πλουραλισμό των Η.Π.Α., αλλά και την LGBT κοινότητα, ενώ και οι θέσεις του περί της απαγόρευσης των αμβλώσεων είναι κάθετες και αδιάλλακτες. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να διευκρινίσουμε ότι η ιδεολογία του Pence συνάδει απολύτως με τη γραμμή του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και του Προέδρου Trump και δεν αποτελεί απλώς μια «συντηρητική παραφωνία» εντός του κόμματος. Όπως διαπιστώνουμε, η αρχή της ισότητας δεν θα λέγαμε ότι διέπει τη φιλοσοφία και πολιτική των Ρεπουμπλικανών, εγείροντας ερωτηματικά γύρω από τη δημοκρατική φύση της ρεπουμπλικανικής ιδεολογίας.

Τα ερωτηματικά αυτά έλαβαν τέλος, την περασμένη Τετάρτη, κατά τη διάρκεια του debate, όταν έσκασε σαν βόμβα στο Twitter η ανάρτηση του Ρεπουμπλικανού γερουσιαστή της Utah Mike Lee, ο οποίος σχολιάζοντάς το δήλωσε, αναφερόμενος στις Η.Π.Α., ότι «Δεν είμαστε δημοκρατία», προκαλώντας κύμα σφοδρών αντιδράσεων εντός και εκτός social media. Λίγες ώρες αργότερα, θέλοντας να διευκρινίσει τα λεγόμενά του, υπογράμμισε ότι η λέξη «democracy» δεν εμφανίζεται πουθενά στο αμερικανικό σύνταγμα, επισημαίνοντας ότι η μορφή του πολιτεύματος που αναγράφεται είναι «constitutional republic», ενώ, σε ανάρτησή του, δήλωσε ότι «Η δημοκρατία δεν είναι ο στόχος. Η ελευθερία, η ειρήνη και η ευημερία είναι! Στόχος μας πρέπει να είναι η ανάπτυξη του ανθρώπου. Η δημοκρατία της κατάταξης μπορεί να την αποτρέψει». Οι παραπάνω δηλώσεις αποκωδικοποιήθηκαν ως μια απροκάλυπτη επίθεση κατά της δημοκρατίας, η οποία ασφαλώς ανέδειξε το ποιόν, αλλά και τις προθέσεις των Ρεπουμπλικανών, ενθαρρύνοντας τη δημιουργία ενός νέου κύκλου θεωριών συνωμοσίας περί κρυφών βλέψεων των Ρεπουμπλικανών για κατάλυση της δημοκρατίας.

Είναι γεγονός ότι αυτά τα σενάρια δεν εμπίπτουν στην πραγματικότητα, ωστόσο οι δηλώσεις αυτές αποτελούν μία εξαιρετική αφορμή για τη μελέτη της θεωρίας του ρεπουμπλικανισμού και των διαφορών του με τη δημοκρατία. Η βασική διαφορά των δύο ιδεολογιών είναι ότι η δημοκρατία έχει ως στόχο την διασφάλιση της ισότητας των πολιτών, σε αντίθεση με τον Ρεπουμπλικανισμό για τον οποίο στόχος καθίσταται η αποτελεσματική εξυπηρέτηση των δημοσίων θεμάτων και αναγκών. Ασφαλώς, οι πρότυποι αυτοί ορισμοί έχουν τροποποιηθεί ανά τους αιώνες, διατηρώντας ωστόσο τις κεντρικές γραμμές τους. Η αμερικανική δεξιά που έχει διαμορφωθεί εντός των κόλπων του ρεπουμπλικανικού κόμματος θέτει την αξία της ελευθερίας ως κυρίαρχης έναντι της δημοκρατίας, ενώ η ελευθερία μεταφράζεται ως το δικαίωμα στην ιδιοκτησία, το οποίο αποκλείει την αναδιανομή. Επομένως, το κράτος πρόνοιας και η κλιμακούμενη φορολογία αποτελούν έναν καταπιεστικό κλοιό για τους Ρεπουμπλικανούς. Το μοντέλο αυτής της ιδεολογίας ανέπτυξε κατά την προεδρική του θητεία ο Donald Trump, συρρικνώνοντας το κοινωνικό κράτος, επιδιώκοντας παράλληλα την ενίσχυση των μεγάλων επιχειρήσεων, αδιαφορώντας φυσικά για τις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις, με την παρεμπόδιση της υγειονομικής περίθαλψης για τα άτομα με χαμηλό εισόδημα.

Το ερώτημα έγκειται στο γιατί το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αποφάσισε, το τελευταίο διάστημα, να προβάλλει τις ενστάσεις του έναντι του υπάρχοντος δημοκρατικού μοντέλου. Οι λόγοι είναι δύο. Αφενός, σε κλίμα διχασμού και κοινωνικών εντάσεων, η πόλωση και οι αντιδημοκρατικές πρακτικές βρίσκουν πιο εύκολα πρόσφορο έδαφος στη συνείδηση των πολιτών, δεδομένου ότι οι αντοχές τους δοκιμάζονται έντονα, γεγονός που ευνοεί τα άκρα. Ωστόσο, η δεύτερη ερμηνεία μοιάζει, μάλλον, πιο κατατοπιστική. Οι Ρεπουμπλικανοί, γνωρίζοντας, λίγες ημέρες πριν από τις εκλογές, ότι οι πιθανότητες για τη νίκη δεν είναι υπέρ τους, επιδιώκουν να απαξιώσουν τις δημοκρατικές διαδικασίες, προκειμένου να «προλάβουν» και να δικαιολογήσουν την ήττα τους. Αυτός είναι και ο λόγος που αναφέρονται συνεχώς σε νοθεία και στημένες εκλογές. Άλλωστε, γνωρίζουν ότι η ψήφος του κόσμου, στις εκλογές του 2016, δεν ήταν ούτε τότε υπέρ τους, καθώς στη λαϊκή ψήφο η Hillary Clinton έλαβε πάνω από 2 εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από τον Πρόεδρο Trump, ο οποίος συγκέντρωσε την πλειοψηφία των εκλεκτόρων.

Οι καταγγελίες, επομένως, των Ρεπουμπλικανών αποτελούν απόρροια του φόβου τους για την επερχόμενη ήττα τους στις εκλογές, καθρεφτίζοντας την ανησυχία τους για την παράδοση της εξουσίας στους μπλε αντιπάλους τους. Αυτό που μένει τώρα είναι η ψήφος του αμερικανικού λαού να επισφραγίσει την αξία των δημοκρατικών θεσμών, απαλλάσσοντας τη χώρα από την τουλάχιστον ανεπαρκή κυβέρνηση Trump, αποδεικνύοντας τη δύναμή τους.

 

*Το άρθρο της κ. Γιαννακοπούλου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.offlinepost.gr