Η έννοια της ελευθερίας στις μέρες μας έχει καταντήσει καραμέλα αναγλειφόμενη από στόμα σε στόμα.
Παρελαύνει με τη φουστανέλα της μπροστά από “επισήμους” του ανήθικου βίου, της επιπολαιότητας, του ψέμματος, της λεκτικής και σωματικής βίας- σε μια παρέλαση που στήσαμε οι ίδιοι, για να γιορτάσουμε την δήθεν εξιδανικευμένη της απόδοση στους καιρούς μας, συγκριτικά με το παρελθόν.
Κι ολοένα οι “επίσημοι” απαρτίζονται από ανθρώπους…καθημερινούς, από τους ίδιους εμάς.

Αντιλαμβάνομαι, ότι περισσότερο από ποτέ διατυμπανίζουμε την ευχέρειά μας να ζούμε ελεύθεροι -ίσως, γιατί περισσότερο από ποτέ τη στερούμαστε.
Και δεν αναφέρομαι στην ελευθερία που απορρέει από την ανυπαρξία των δεσμών του σώματος.
Αναφέρομαι στην άλλη, εκείνη που συνεπάγεται από την ανυπαρξία των δεσμών του μέσα μας.
Η δεύτερη έρχεται πρώτη και η πρώτη είναι φυσικό επακόλουθο της δεύτερης.
Οι δυνατότητες της εποχής είναι πράγματι απεριόριστες, οι ευκαιρίες όσο και να κατοπτρίζονται με τη μορφή της τείνουσας ελαχιστοποίησης, ενυπάρχουν σε πλήθος εκφάνσεων στους επαγγελματικούς, κοινωνικούς και διαπροσωπικούς τομείς της ζωής μας και όλο αυτό καθιστά την εποχή μας -αναμφίβολα, συγκριτικά με όλες τις εποχές που χρονολογικά προηγήθηκαν της δικής μας- ως την πλέον ιδανική ενσάρκωση της ελευθερίας για τον άνθρωπο.
Εν ολίγοις, ποτέ άλλοτε δεν ήμασταν τόσο (δυνητικά) ελεύθεροι.

Για ποια ελευθερία, όμως, γιορτάζουμε;
Ποιαν ελευθερία πραγματευόμαστε;

Βαθμηδόν, ξεπροβάλλουν μία προς μία, οι χειροπιαστές εκφράσεις της μη ελευθερίας μας.
Ο ορυμαγδός των πληροφοριών που σχετίζονται με τη μεταξύ ημών βία, αποτελεί πλέον συνήθη καθημερινή είδηση στ’ αφτιά μας.
Αρχίζουμε σταδιακά, να συνηθίζουμε το φρικιαστικό. Ολοένα και λιγότεροι σαστίζουμε στην είδησή του. Ολοένα και λιγότερο διαρκεί το σάστισμά μας. Συγχρόνως, ο φόβος μας πολλαπλασιάζεται- ο φόβος που αυτομάτως μας απομονώνει από το πλήθος και εστιάζει στην ατομικιστική ανάγκη για ευημερία.
Συνηθίζουμε το φρικιαστικό, γιατί αρχίζουμε και του μοιάζουμε.

Συνάμα, η καταπίεση που δεχόμαστε και που ασκούμε, αλλά και η αξεδίψαστη χρεία μας να δομούμε πολλές από τις μεταξύ μας συνυπάρξεις πάνω στην ευτελή υπόσταση του ψέματος, μας καθιστούν προοδευτικά ανελεύθερους (κατά τον Αλμπέρ Καμύ, ελεύθερος είναι εκείνος που μπορεί να ζει χωρίς να λέει ψέματα).
Κι αν αμφιβάλλουμε για την επιρροή που οι μικρές αυτές καθημερινές μας επιλογές ασκούν στην ολότητα της ελευθερίας μας, τότε ας αφιερώσουμε λίγο χρόνο με τον εαυτό, ώστε ν’ αναλογιστούμε και ν’ αντιλήφθουμε πόσο ουσιωδώς ελεύθεροι αισθανόμαστε με αυτού του είδους την προσωπική μας αποτύπωση στην καθημερινότητα και τους γύρω μας.

Το ψέμα δεν είναι ελευθερία. Η καταπίεση δεν είναι ελευθερία. Η βία δεν είναι ελευθερία.
Και τα παραπάνω αφορούν τον δημιουργό και όχι τον αποδέκτη.
Την ελευθερία, πρωτίστως τη στερείται αυτός που τη στερεί.
Κι είναι ο μόνος που έχει τη δυνατότητα, εκπροσωπώντας την,
να καταστήσει ελεύθερους τον εαυτό του και των άλλων, με την απαλλαγή όσων εκδηλώσεων του χαρακτήρα του, του τη στερούν.

Δεν αφορά ειδήμονες και “επισήμους”, κι ούτε είναι απόρροια δική τους η κατάντια μας.
Στο τέλος εμείς είμαστε που επιλέγουμε πώς θέλουμε να ζήσουμε και τι αντίκτυπο επιθυμούμε να προσδώσουμε γύρω μας και μέσα μας.
Τα πραγματικά δεσμά στο νου μας ασφαλίζονται- εμείς έχουμε το λουκέτο, εμείς και τα κλειδιά τους.

Κι αν δεν είμαι ειδική να μιλώ για θέματα που καθολικά βιώνουμε,
τότε δε βρίσκω νόημα να μιλήσω για εκείνα που μεμονωμένα αντιλαμβανόμαστε.