ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

  • «Μόνοι γαρ τόν τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα, αλλ’ αχρείον νομίζομεν [=Γιατί είμαστε οι μόνοι, που όποιον δεν παίρνει καθόλου μέρος σ’ αυτά (τα πολιτικά πράγματα), τον θεωρούμε άνθρωπο όχι ήσυχο, αλλά άχρηστο] (Θουκυδίδη, Ιστοριών, κεφ. 40,2)

 

Το πιο πάνω κείμενο είναι απόσπασμα από τον επιτάφιο λόγο, τον οποίο εξεφώνησε ο Περικλής κατά την ταφή των πρώτων νεκρών Αθηναίων του πρώτου χρόνου του Πελοποννησιακού πολέμου.

Με την εκφώνηση του λόγου αυτού ο Περικλής (Θουκυδίδης) αποβλέπει στην έξαρση των αιρετών του τελειότερου των πολιτευμάτων, της δημοκρατίας, έργου αποκλειστικά των φωτισμένων πνευματικών ανδρών του ιοστεφούς άστεως, της ζαφειρόπετρας στης γης το δαχτυλίδι, του παιδευτηρίου της Ελλάδος, της Αθήνας.

Παρέθεσα το απόσπασμα σκόπιμα για να προβώ στο σχολιασμό του, επειδή, κατά την άποψή μου, αποτελεί τον ολόγερο πυρήνα μιας ευνομούμενης και ορθά λειτουργούσας οργανωμένης κοινωνίας.

Ασφαλώς με τον όρο πολιτικά πράγματα δεν εννοούμε μόνο την κοινοβουλευτική πολιτική ή την αυτοδιοικητική, αλλά κάθε συμμετοχή σε προσπάθεια, η οποία αποβλέπει στην άρση των προβλημάτων εκείνων, τα οποία λειτουργούν ως τροχοπέδη στην ομαλή κοινωνική συμβίωση, δημιουργώντας αγκυλώσεις, σκόπιμες αδικίες, συνειδητές εκμεταλλεύσεις, ρατσισμό, απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, στέρηση ελευθερίας, αφόρητες καταπιέσεις και γενικά κάθε αρνητικό στοιχείο, που μειώνει και ταπεινώνει το ανθρώπινο κύρος.

Συμμετοχή στα πολιτικά πράγματα θεωρείται ολοφάνερα και η ενασχόληση με δραστηριότητες, εθελοντικής μορφής, όπως σε οργανωμένους και σύννομους φορείς. Η συμμετοχή όμως σε τέτοιες δραστηριότητες δεν πρέπει να καθοδηγείται από υστερόβουλες σκέψεις, δηλαδή να μην αποτελεί αυτή εφαλτήριο για την επιδίωξη κατάληψης κοινοβουλευτικών ή αυτοδιοικητικών αξιωμάτων.

Αλλά και όσοι επιδιώκουν την κατάληψη κοινοβουλευτικών ή αυτοδιοικητικών θώκων πρέπει να ελαύνονται από τον ευριπίδειο θυμόσοφο λόγο «πατρίς εστίν η βόσκουσα ημάς» ή τον σωκρατικό «μητρός τε και πατρός… σεμνότερον και αγιώτερον εστίν η πατρίς».

Ελαυνόμενοι από αυτούς τους θυμόσοφους λόγους, όσοι διαγκωνίζονται για την κατάληψη αξιωμάτων, θα πρέπει να έχουν ως κατευθυντήριο οίακα της ενασχόλησής τους με τα πολιτικά πράγματα αποκλειστικά και μόνο το καλό των συνανθρώπων τους, τους οποίους οικεία βουλήσει καλούνται να υπηρετήσουν.

Ασφαλώς θεωρείται σοβαρότατο αμάρτημα η στόχευση σε πλουτισμό. Θα πρέπει σ’ όλη τη διάρκεια της διατήρησης του θώκου τους να οιστρηλατούνται από τη θουκυδίδεια έκφραση «διαφανώς αδωρότατοι».

Και δεν θα πρέπει να θεωρούνται αφελείς από τους συμπολίτες τους, όταν, μετά το πέρας της άσκησης των καθηκόντων τους, διαπιστώνουν ότι το βαλάντιό τους είναι πενιχρότερο αυτού, που είχαν πριν την από την κατάληψη του θώκου.

Σ’ όλη τη διάρκεια κατοχής του θώκου θα πρέπει να έχουν εναργή την προσοχή τους, ώστε ο ιδρώτας και το αίμα του λαού να μη θυλακώνεται από επίορκους ασκητές της εξουσίας, αλλά να επιδίδονται σ’ έναν ειλικρινή έλεγχο της διαχείρισης του δημοσίου χρήματος και την προστασία και διαφύλαξη της εδαφικής κυριαρχίας και ιστορικής κληρονομιάς τους.

Η κριτική, την οποία πρέπει να ασκούν αμείλικτα σ’ όσους άμεσα ασκούν την εξουσία, θα πρέπει να είναι απαλλαγμένη από την κάρπωση προσωπικής ωφέλειας, και να αποβλέπει αποκλειστικά και μόνο στο ορθό χειρισμό των θεμάτων, που απασχολούν το λαό.

Κριτική, η οποία θα ασκείται κάτω από το σοφιστικό πρίσμα, τη διαστρέβλωση δηλαδή της αλήθειας και τον αποπροσανατολισμό, δεν είναι καθόλου τιμητική, αφού θα βλάψει καταφανώς την ευνομούμενη πολιτεία θέτοντάς την σε σοβαρό κίνδυνο από εκείνους, που επιβουλεύονται όχι μόνο την ακεραιότητά της, αλλά κάποτε και την ίδια την ύπαρξή της, αφού μια τέτοια τακτική οδηγεί μοιραία στην αποδυνάμωσή της και γιατί όχι και στον όλεθρό της.

Ενασχόληση με τα κοινά λοιπόν πάντοτε πρέπει να γίνεται με τον γνώμονα προσφοράς ανιδιοτελούς υπηρεσίας στο λαό. Τότε μόνον θεωρείται ευάρεστη «στο θεό και στους ανθρώπους».