Ομιλία της Χαράς Κεφαλίδου, βουλευτού Δράμας και υπεύθυνης Τομέα Παιδείας και Θρησκευμάτων του ΠΑΣΟΚ – Κινήματος Αλλαγής, στην πρώτη συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων για την επεξεργασία και εξέταση του σχεδίου νόμου του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων «Ζούμε Αρμονικά Μαζί – Σπάμε τη Σιωπή»: Ρυθμίσεις για την πρόληψη και αντιμετώπιση της βίας και του εκφοβισμού στα σχολεία και άλλες διατάξεις».

Το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας στο φινάλε της κυβερνητικής θητείας, με τον τίτλο «Ζούμε Αρμονικά Μαζί – Σπάμε τη Σιωπή» για την πρόληψη και αντιμετώπιση της σχολικής βίας και του εκφοβισμού, παρά τη σημαντικότητα του, αφού αγγίζει τον πυρήνα της ελληνικής οικογένειας, στις προτεραιότητες της ηγεσίας του Υπουργείου Παιδείας είχε την τελευταία θέση. Για το Υπουργείο, έπεται για παράδειγμα της ανάγκης για ένα καινούργιο μοντέλο διοίκησης των πανεπιστημίων, πώς θα μπορέσουμε να κάνουμε τον πρύτανη παντοδύναμο, ανεξέλεγκτο και τη διοίκηση του πανεπιστημίου απολύτως εξαρτημένη από τον ίδιο.

Παρεμπιπτόντως, κυρία Υπουργέ, φέρατε σε νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης τροπολογία, γιατί ήταν τόσο πρόχειρος ο νόμος με τον οποίον ψηφίστηκε ο τρόπος με τον οποίο θα γίνεται η εκλογή του πρύτανη, ώστε βρεθήκατε σε αδιέξοδο μέσα σε έξι μόλις μήνες. Τρία πανεπιστήμια δεν μπορούν να εκλέξουν τις πρυτανικές αρχές, γιατί να υπάρχει συμβούλιο με ζυγό αριθμό μελών δεν έχει γίνει πουθενά. Έξι εσωτερικά μέλη με ποιον τρόπο θα μπορέσουν να αποφύγουν την ισοψηφία και να προχωρήσουν στις διαδικασίες; Τροπολογία λοιπόν, που παρατείνει την θητεία των πρυτανικών αρχών, μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε, να πάει παρακάτω βλέποντας και κάνοντας. Χωρίς άλλα σχόλια όμως, θέλω να πω αυτό που με τον πιο γλαφυρό τρόπο λέει ο λαός μας «κάλλιο αργά παρά ποτέ. Αν και δεν αρκεί.

Εδώ και πολύ καιρό χρειαζόμασταν και πλέον νομίζω ότι επείγει, τη ρύθμιση μιας κατάστασης γενικευμένης, υφέρπουσας ή εμφανούς βίας μεταξύ ανηλίκων, που ευδοκιμεί στο σχολικό περιβάλλον ανάμεσα σε παιδιά προεφηβικής και εφηβικής ηλικίας, βίας κάθε είδους, σωματικής, ψυχολογικής, λεκτικής.

Η αναγκαιότητα νομοθετικής παρέμβασης, έγινε σχεδόν εξόφθαλμη με την επιστροφή σε ρυθμούς νέας κανονικότητας, μετά το παρατεταμένο «λοκντάουν», λόγω της πανδημίας και όλων των μέτρων, αντιμετώπισής της. Τα περιστατικά που βλέπουν το φως της δημοσιότητας, δεν λείπουν από τα καθημερινά δελτία ειδήσεων και όλοι ξέρουμε, ότι είναι μόνο η κορυφή του παγόβουνου.

Ακόμη και έτσι και παρά τη σοβαρότητα του θέματος, η νομοθετική ρύθμιση για τον σχολικό εκφοβισμό, δεν έρχεται μόνη. Στα δέκα περίπου άρθρα που αφορούν τον τίτλο του νομοσχεδίου, έχει συσσωρευτεί πλήθος τροποποιούμενων και καταργούμενων διατάξεων, ελλείψει θεσμικού διαλόγου, λόγω βιασύνης και προχειρότητας, άλλο ένα δείγμα της έγνοιας που έχει το Υπουργείο Παιδείας. Φυσικά, δεν νομίζω να πιστεύετε ότι αυτό μπορεί να θεωρηθεί, δείγμα καλής νομοθέτησης, εντυπώσεις και διευθετήσεις της τελευταίας στιγμής, να έχουμε να λέμε, στις προεκλογικές φιέστες της τοξικότητας.

Κυρίες και κύριοι, το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας, ενώ αρχικά δείχνει να έχει γίνει αντιληπτή, η έκταση και το βάθος του προβλήματος του σχολικού εκφοβισμού και μοιάζει να λαμβάνει μέτρα, να παίρνει θέση και πρωτοβουλίες, για την αντιμετώπιση της βίας, στην πραγματικότητα, είναι άλλο ένα νομοσχέδιο, τίτλων και επικεφαλίδων. Δεν προβαίνει ουσιαστικά, στην υλοποίηση μέτρων, που θα αντιμετωπίσουν στιβαρά το πρόβλημα.

Οι βασικές μας παρατηρήσεις και ανησυχίες για την αποτελεσματικότητα του νομοσχεδίου, αφορούν σε αδρές γραμμές: Πρώτον, τον περιορισμό και την εξάντληση του θέματος, στην καταγραφή φαινομένων και περιστατικών βίας, χωρίς την αντίστοιχη μέριμνα για την αντιμετώπισή τους. Ασφαλώς, σε ένα περιβάλλον διάχυτου φόβου των πολλών θυμάτων που παραμένουν με σφραγισμένα στόματα, είναι σημαντικό, να προωθήσουμε και να ενισχύσουμε, τη δυνατότητα καταγγελίας. Αυτό, είναι, όμως, μόνο το πρώτο βήμα, που θα αποδειχθεί ανώφελο, όσο δεν υπάρχουν εχέγγυα, έγκαιρης παρέμβασης και αποτελεσματικής επίλυσης. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα θύματα παραμένουν βουβά και δεν προχωρούν σε δημοσιοποίηση, ακριβώς, γιατί φοβούνται, τι θα τους συμβεί μετά. Αυτό το βασανιστικό μετά.

Για να έχει αποτέλεσμα η προτροπή και η διευκόλυνση δημοσιοποίησης και καταγγελίας τέτοιων περιστατικών, πρέπει τα θύματα να αισθανθούν σιγουριά, να αισθανθούν ότι η ζωή τους θα γίνει ευκολότερη, ότι θα επιστρέψει στην κανονικότητά της, ότι το ίδιο το σχολικό περιβάλλον, θα τα αγκαλιάσει και θα τους προσφέρει ουσιαστική προστασία.

Δεύτερον. Οι αρμόδιες ομάδες δράσης που λειτουργούν σε επίπεδο Διευθύνσεων Εκπαίδευσης, είναι μακριά από εκεί που συμβαίνει το πρόβλημα, με αποτέλεσμα, να μειώνεται η αξία της επέμβασής τους. Η συνεχής παρουσία εξειδικευμένων επιστημόνων, ψυχολόγων και συμβούλων σε επίπεδο σχολικής μονάδας, είναι εντελώς απαραίτητη και παρόλα αυτά, παραμένει εντελώς ανεπαρκής.

Ο αριθμός των ειδικών ψυχολόγων, παραμένει μικρός, ακόμη και μετά τις προσλήψεις που μας ενημερώσατε ότι έχουν γίνει, με αποτέλεσμα να υπάρχει αδυναμία άμεσης παρέμβασης σε κάθε περιστατικό στη σχολική μονάδα, λαμβάνοντας υπόψη και τον όγκο των περιστατικών που καλείται κάθε σχολείο να διαχειριστεί. Και φυσικά, η έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από τις χρήσιμες μεν, αλλά εντελώς ανεπαρκείς επιμορφώσεις εξπρές εκπαιδευτικών, για την αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών.

Τρίτον. Το βάρος της διαχείρισης των πολλών περιστατικών βίας στο σχολείο και την ευθύνη των επιλογών – παρεμβάσεων, σύμφωνα με το νομοσχέδιο που συζητάμε, την επωμίζονται, οι εκπαιδευτικοί.

Στην πραγματικότητα η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας, ακολουθεί την ίδια τακτική που ακολούθησε και την περίοδο της πανδημίας, δηλαδή, μεταφέρει την ευθύνη υλοποίησης στους εκπαιδευτικούς και στους διευθυντές των σχολικών μονάδων, χωρίς όμως να τους προσφέρει και τα απαραίτητα εργαλεία.

Τέταρτον. Το νομοσχέδιο αφήνει εκτός διαδικασίας εξαιρετικής σημασίας παράγοντες, όπως τις μαθητικές κοινότητες, τους γονείς, την τοπική κοινωνία. Όμως όλοι ξέρουμε, πόσο καταλυτική είναι η σημασία και η επιρροή του οικογενειακού περιβάλλοντος στη συμπεριφορά των παιδιών μας, ακόμα και όταν οι γονείς εργάζονται νύχτα-μέρα και έχουν ελάχιστο χρόνο για να μπορέσουν να συζητήσουν με τα παιδιά τους.

Συνεπώς, η παράλειψη του παράγοντα οικογένεια -όχι ως φόβητρου ή ως τιμωρού- αλλά ως ενεργού παράγοντα και η αποστέρηση της εμπλοκής της στην αντιμετώπιση περιστατικών βίας φοβάμαι ότι καθιστά το όλο εγχείρημα αντιμετώπισης αλυσιτελές. Με την προτεινόμενη από το νομοσχέδιο διαδικασία εμπλέκεται ο θύτης και το θύμα στην καλύτερη των περιπτώσεων και η υπόλοιπη μαθητική κοινότητα παραμένει ουδέτερη απέναντι σε γεγονότα που την αφορούν και επηρεάζουν την καθημερινότητά της.

Δηλαδή, για εξηγήστε μου τι ακριβώς διδάσκει το σχολείο στους αυριανούς πολίτες;

Ότι δεν ασχολούμαστε με όσα συμβαίνουν δίπλα μας μέχρι το κακό να χτυπήσει τη δική μας πόρτα;

Η ανοχή στη βία δεν είναι συνενοχή;

Πέμπτο, το νομοσχέδιο δεν ακουμπά τα εξαιρετικά διαδεδομένα φαινόμενα διαδικτυακής βίας και απειλής, που νομίζω ότι ανθίζουν στις εφηβικές ηλικίες. Όλοι ξέρουμε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό φαινομένων βίας στα σχολεία ξεκινά δυστυχώς από τα κοινωνικά δίκτυα.

Τέλος, είναι κοινή παραδοχή ότι η βία στα σχολεία σε πολλές περιπτώσεις είναι εισαγόμενη ή ακόμη ακόμα και ενισχυόμενη από εξωσχολικούς και από το περιβάλλον της γειτονιάς. Παρ’ όλα αυτά στο νομοσχέδιο δεν υπάρχει καμία σχετική πρόβλεψη.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ο σχολικός εκφοβισμός δεν είναι ούτε εύκολο, αλλά προφανώς δεν είναι και απλό θέμα, είναι πολυπαραγοντικό και σύνθετο. Μπερδεμένοι σε ένα κουβάρι θύτης και θύμα όπου όλα είναι θέμα κυριαρχίας. Υποτιμητικοί χαρακτηρισμοί, κοροϊδίες, απειλές, προσβολές για να πληγωθεί όποιος διαφέρει, όποιος ξεφεύγει από τα συνηθισμένα ή απλά δεν αρέσει, μαγκιά και παραβατικότητα που επιβραβεύονται σιωπηρά από όσους ως θεατές παρακολουθούν παθητικά όσες αγριότητες συμβαίνουν γύρω τους και δυστυχώς αυτές οι παραβατικές συμπεριφορές ρυθμίζουν πλέον και τις σχέσεις μας. Όσες γραμμές βοήθειας, όσες ημέρες κατά της βίας, όσες διαδικτυακές πλατφόρμες για επώνυμες ή ανώνυμες καταγγελίες και αν φτιάξουμε δεν αρκούν από μόνες τους. Από το 2019 νομίζω ότι θα έπρεπε να είναι αυτή η εμβληματική πρώτη προσπάθεια νομοθέτησης από την Κυβέρνησή σας -να υπάρξει ένα τέτοιο νομοσχέδιο- και σίγουρα μόλις φάνηκαν οι τραγικές επιπτώσεις της πανδημίας στον ψυχισμό των νέων και των εφήβων.

Αυτό το νομοσχέδιο παρά τους διακηρυγμένους στόχους, παρά την πρόληψη, παρά την εκπαιδευτική προσέγγιση, παρά την αντιμετώπιση και προστασία παιδιών και εφήβων από κάθε μορφής βίας του σχολικού εκφοβισμού αλλά και τη δημιουργία ασφαλούς σχολικού περιβάλλοντος για όλους τους μαθητές αντιμετωπίζει αυτό το δαιδαλώδες ζήτημα του σχολικού εκφοβισμού νομίζω εκ των ενόντων.

Φτάνει, όμως, η πρόχειρη έως προσχηματική επιμόρφωση των εκπαιδευτικών;

Στην πραγματικότητα καλούνται να τα βγάλουν πέρα μόνοι τους αποκτώντας με προσωπική τους μέριμνα εξειδικευμένες γνώσεις – δεξιότητες που ανήκουν σε άλλους επιστημονικούς κλάδους όπως αυτή του διαμεσολαβητή, όπως αυτού που ασχολείται με την ασφάλεια στον κυβερνοχώρο, τη λειτουργική υποστήριξη θυμάτων.

Όσο και αν είναι σημαντικά θέματα ο εντοπισμός, η ανίχνευση ή η υποστήριξη καταγγελιών τέτοιων περιστατικών σχολικού εκφοβισμού σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον θεωρείτε ότι φτάνει;

Εμείς πιστεύουμε ότι δεν φτάνει.

Νομίζω ότι το παρόν νομοσχέδιο είναι μόνο μια αρχή για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Θα θέλαμε να μην αρκείται στους τίτλους και στις εντυπώσεις. Θα θέλαμε να υπάρχει πρόβλεψη ενός ολοκληρωμένου σχεδίου που θα εστιάζει στην πρακτική εφαρμογή συντονισμένης δράσης όλων των υποστηρικτικών φορέων με τις αρμόδιες επιτροπές και τις ομάδες δράσης για το σκοπό αυτό. Η βία στα σχολεία δεν θα καμφθεί με θεωρίες, κηρύγματα, διακηρύξεις και μισόλογα. Ζούμε σε ένα βίαιο κόσμο και μόνο όταν εκπαιδευτικοί, μαθητές, γονείς και ολόκληρη η κοινωνία αποφασίσει ότι δεν είναι μια χαμένη μάχη και εμπλακεί μπορεί να υπάρξει προοπτική και ίσως να μπορέσει να κρατήσει τη βία και τον εκφοβισμό έξω από τα σχολεία και ίσως και έξω από τις ζωές των ίδιων των παιδιών μας. Δεν το κάνει όμως.

Στις Επιτροπές αυτές που προτείνουμε θέλουμε να εμπλέκονται: γονείς, μαθητική κοινότητα, τοπική κοινωνία με όλα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μπορεί να έχει.

Παρόλα αυτά, επειδή, δεν μου αρέσει να μηδενίζει την προσπάθεια που είναι σημαντική κάνει μια αρχή και αφήνει μία παρακαταθήκη για την επόμενη ηγεσία που δεν θα αρκεστεί στην ιχνηλάτηση των περιστατικών αλλά θα το αντιμετωπίσει κιόλας. Ξέρετε, και στο παρελθόν, έχουν γίνει πάρα πολλές προσπάθειες επιτροπές, υποεπιτροπές. Πραγματικά; Υπάρχει κάποιο συμπέρασμα από όλη αυτή τη δουλειά που έχει γίνει μέχρι σήμερα; Καλό θα ήταν να το ακούσουμε και να μην ξεκινάμε κάθε φορά από μηδενική βάση και τελειώνουμε όλη την προσπάθεια με την καταγραφή, χωρίς να προχωράμε σε τολμηρές και γενναίες προτάσεις.

Πέρα από το κεντρικό θέμα, επιτρέψτε μου να πω, ότι στο σύνολο αυτών των καταργούμενων και τροποποιούμενων διατάξεων υπάρχουν και κάποιες διατάξεις που αφορούν την καθιέρωση συστήματος αξιολόγησης του έργου Διευθυντών, Υποδιευθυντών και Εκπαιδευτικών Επαγγελματικής Κατάρτισης των Δημοσίων Ινστιτούτων Επαγγελματικής Κατάρτισης, που είναι αρμοδιότητας του Υπουργείου Παιδείας και με την ευκαιρία αυτή θέλω λίγο να πω κάποια πράγματα σε σχέση με την αξιολόγηση. Προβλέπεται η συμμετοχή όλων των εμπλεκομένων στις διαδικασίες αξιολόγησης με βασική παράμετρο του νέου συστήματος την συμμετοχή των καταρτιζόμενων στην αξιολόγηση Διευθυντών, Υποδιευθυντών και Εκπαιδευτικών.

Από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, οι πολιτικές ηγεσίες του Υπουργείου Παιδείας έχουν επανειλημμένα νομοθετήσει διαδικασίες αξιολόγησης των συντελεστών της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Παρόλα αυτά, μόνο δύο νομοθετήματα κατάφεραν να εφαρμοστούν έστω και περιορισμένα έστω και καταργούμενα στον αμέσως επόμενο χρόνο. Αυτά που αφορούσαν την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών Πρότυπων και Πειραματικών Σχολείων και των Σχολικών Συμβούλων και Διευθυντών Εκπαίδευσης.

Η τελευταία προσπάθεια νομοθέτησης με το ν. 4823/2021 δεν έχει εφαρμοστεί στην πράξη μέχρι σήμερα. Είναι προφανές ότι οι αντιστάσεις στην καθιέρωση σχετικής κουλτούρας αξιολόγησης έχουν βρει και βρίσκουν ισχυρές αντιστάσεις από την κοινωνία. Σκοπός και στόχος κάθε ηγεσίας οφείλει να είναι ένα καλύτερο σχολείο, που σημαίνει, να υπάρχει δυνατότητα μέτρησης του συνολικού έργου της σχολικής μονάδας, εντοπισμού των αδυναμιών, αναζήτηση περιθωρίων βελτίωσης του εκπαιδευτικού έργου όλων των συντελεστών που συμμετέχουν σε αυτό που λέμε εκπαιδευτική διαδικασία.

Μέχρι σήμερα, στο βωμό της πολιτικής αντιπαράθεσης δεν έχουμε καταφέρει να εφαρμόσουμε σταθερές και επιμορφωτικές δομές και θεσμούς ευρείας αποδοχής, ώστε να μπορούν να καθοδηγήσουν, να συμβουλεύσουν και να αξιολογήσουν το εκπαιδευτικό έργο με στόχο τη βελτίωση του αλλά και τη βελτίωση των συντελεστών του. Παρόλα αυτά, με την παραδοχή ότι ο εκπαιδευτικός αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα στην εκπαιδευτική διαδικασία και την ποιότητά της, η αναγκαιότητα αξιολόγησης του έργου του δεν μπορεί να αναβάλλεται διαρκώς στο άδηλο μέλλον για οποιαδήποτε αιτία, δικαιολογία ή αφορμή. Με αυτό το σκεπτικό ακόμη και μια ελλιπής, ανεπαρκώς σχεδιασμένη διαδικασία αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου είναι προτιμότερη από την πλήρη απουσία της.

Για τα υπόλοιπα που είναι και πάρα πολλά επιτρέψτε μου να τα πούμε στην πορεία στην επί των άρθρων συζήτησης. Εμείς ως ΠΑΣΟΚ- Κίνημα Αλλαγής, ψηφίζουμε «ναι» επί της αρχής στο νομοσχέδιο.

Σας ευχαριστώ.