ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
ΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ
- «Τι θα ήταν η Ευρώπη χωρίς της Ελλάδα;» (Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ, Πρύτανις των Γαλλικών Πανεπιστήμιων)
Κυρίως μετά την άλωση της Πόλης από τους Τούρκους το 1453 αρχίζει μια έντονη κίνηση των Ευρωπαίων προς τις χώρες της Ανατολής. Ταξιδεύουν στην Ανατολή κληρικοί, ευγενείς, ιππότες, έμποροι, αρχαιολάτρες όχι μόνο να γνωρίσουν νέους τόπους, αλλά και για να εντοπίσουν νέα φυτά, να συλλέξουν αρχαία νομίσματα, επιγραφές, χειρόγραφα, αγάλματα καθώς και για να ερευνήσουν αγορές για διάθεση προϊόντων.
Και δεν αρκούντα μόνο στην πραγματοποίηση ταξιδιών, αλλά προχωρούν και στη σύνταξη εγχειριδίων περιηγήσεων για να διευκολύνουν τους νέους ταξιδιώτες.
Ανάμεσα στους περιηγητές αναφέρονται οι: Felix Faber, Γερμανός μοναχός, Carlier de Pinon, Γάλλος, William Wey, Άγγλος κληρικός, Santo Brasca, ευγενής από το Μιλάνο της Ιταλίας, Noe Bianco, Ιταλός κληρικός, Boudelto de Dairval, Γάλλος, Henri Omont, Γάλλος, Zuallardo Giovani, Ιταλός ιππότης, Paul Lucas κ.ά.
Οι περιηγήσεις στις χώρες της Ανατολής κορυφώνονται τον ΙΖ’ αιώνα. Βέβαια η φρενήρης επίσκεψη αρχίζει μετά την άλωση της Βασιλίδος των πόλεων, της Κωνσταντινούπολης. Η επίσκεψη στην πόλη, πέραν των άλλων, αποβλέπει στη συγκέντρωση χειρογράφων, έργο των μοναχών του βυζαντινού κράτους, με το οποίο διέσωσαν πολλούς θησαυρούς της αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Ιταλού συλλέκτη Ιωάννη Αουρίστα, ο οποίος πούλησε στην Κωνσταντινούπολη κι αυτά ακόμη τα ενδύματα για να αγοράσει 250 ελληνικούς κώδικες.
Τις περιηγητικές αποστολές για λεηλασία αρχαιοτήτων και άλλων πολιτιστικών αγαθών τις οργανώνουν οι βασιλείς. Αναφέρεται ότι ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ο ΙΔ’, ο Μέγας, ο επονομαζόμενος Ήλιος, και μετά το θάνατό του ο διάδοχος του Λουδοβίκος ο ΙΕ’ είχαν αναγάγει τα ληστρικά ταξίδια σε κυρίαρχο μέλημά τους ενισχύοντας πλουσιοπάροχα τους περιηγητές – συλλέκτες με σκοπό να εμπλουτίσουν τα ανάκτορά τους με αλλότριους πολιτικούς θησαυρούς υψίστης αξίας και σημασίας.
Αρκούσε μια αίτηση στην Οθωμανική Πύλη για να πάρουν «κάποιες πέτρες», όπως αποκαλούσαν τις αρχαιότητες οι περιηγητές και η αίτηση γινόταν αμέσως αποδεκτή, αφού μεσολαβούσε και το μπαξίσι. Εξάλλου συνέφερε στους Οθωμανούς να αφανίζονται οι ελληνικές αρχαιότητες, ώστε η αφομοίωση των Ελλήνων να γίνεται ευκολότερα.
Λήσταρχος των ελληνικών αρχαιοτήτων ήταν ο Paul Lucas, ο οποίος λειτουργούσε αφανώς μεν με την εντολή του Γάλλου βασιλιά Λουδοβίκου ΙΔ’, εμφανώς δεν με την προτροπή και καθοδήγηση του Γάλλου υπουργού Pont Chartrain, ο οποίος διευκόλυνε το έργο του Paul Lucas γράφοντας σχετικά στον Γάλλο πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη Ferriolva να του παρέχει τις διευκολύνσεις που χρειάζεται.
Αναφερόμενος στον P. Lucas ο Γάλλος περιηγητής La Motray, γράφει: «Ο P. Lucas είναι κοσμηματοπώλης, κυνηγός μετάλλων και αρχαίων αργυρών νομισμάτων, γιατρός, ειδικός απεσταλμένος της Γαλλικής Αυλής για αναζήτηση αρχαιοτήτων».
Ασφαλώς ο P. Lucas δεν ήταν γιατρός στην πραγματικότητα. Έκανε όμως το γιατρό. Και όπως ο ίδιος καυχιέται επισκεπτόταν για εξέταση μόνο τις όμορφες γυναίκες για θεραπεία και έπαιρνε την αμοιβή του σε αργυρά νομίσματα. Λέγεται μάλιστα ότι κατάφερε να εξετάσει και γυναίκες του σεραγιού.
Την αντιποίηση του επαγγέλματος του γιατρού από τον P. Lucas την αντιγράψανε και άλλοι περιηγητές. Έτσι όταν οι Τούρκοι έβλεπαν κάποιον περιηγητή, τον θεωρούσαν ως γιατρό ή έμπορο.
Ο P. Lucas πέρασε και από τη Δράμα το 1705. Γράφει λοιπόν για την επίσκεψή του στη Δράμα: «Στη Δράμα το 1705 υπήρχε μια μονάχα εκκλησία. Πήγα να τη δω. Μέσα στο μισοχαλασμένο ναό βρήκα την προτομή ενός Ηρακλή, εξαιρετικής ομορφιάς, από άσπρο μάρμαρο. Χρησιμοποιείται για βάθρο μιας ξύλινης κολώνας, που υποστηρίζει το γυναικωνίτη. Η μισή ήταν θαμμένη στο χώμα. Θα την αγόραζα, αν βρισκόταν στη Δράμα ο Μητροπολίτης (σ.σ. Αυτή την εποχή Μητροπολίτης Δράμας είναι ο Άνθιμος, 1701-1710). Ας είναι, θα την πάρω σ’ ένα άλλο ταξίδι (σ.σ. πράγματι ο P. Lucas έκανε και δεύτερο ταξίδι στην Ελλάδα)».
(συνεχίζεται…)