ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

τ. Λυκειάρχη

«Εύροις δ’ αν επιών πόλεις ατειχίστους, αγραμμάτους, αβασιλεύτους, νομίσματος μη δεομένας. Ανιέρου δε πόλεως και αθέου ουδείς έστιν, ουδ’ έσται θεατής» (Πλουτάρχου Ηθικά, VI, 2, 173, Προς Κωλώτην). (= Θα συναντήσεις στην περιήγησή σου και πόλεις χωρίς τείχη, χωρίς εκπαίδευση, χωρίς βασιλιά και χωρίς να έχουν ανάγκη από χρήματα. Πόλη όμως χωρίς ιερά και θεούς δεν είδε ούτε θα δει ποτέ κανείς).

Αυτό το απόσπασμα της επιστολής του Χαιρωνέα Φιλοσόφου Πλουτάρχου προς τον μαθητή του Κωλώτη ήρθε στο νου μου διαβάζοντας το βιβλίο «Από μένα αυτά…» της πρυτάνεως των Γαλλικών Πανεπιστημίων Ελένης Γλύκατζη – Αρβελέρ, η οποία στη σελίδα 70 του πιο πάνω βιβλίου της δηλώνει κατηγορηματικά: «Προσωπικά δεν πιστεύω στον Θεό, αλλά τον φοβάμαι. Όμως ακόμα κι αν υπάρχει, οπωσδήποτε δεν είναι “φιλάνθρωπος” και εννοώ ότι δεν ασχολείται ούτε με εμένα ούτε με τίποτε επίγειο». Και στην επόμενη σελίδα (71) σημειώνει: «Ο Δημιουργός του Θεού είναι ο άνθρωπος». Περίεργη, μα την αλήθεια, άποψη. Αλλά και κάτι ακόμη. Αφού δεν πιστεύει στην ύπαρξη του Θεού, γιατί τον φοβάται; Αυτό θυμίζει τη λαϊκή πίστη για ύπαρξη αοράτων δυνάμεων – φαντασμάτων, τα οποία, ενοχλούμενα από ανθρώπους, συμπεριφέρονται εκδικητικά προς αυτούς. Η Ελληνική Λαογραφία βρίθει από περιπτώσεις βλαπτικής επήρειας δαιμόνων στους ανθρώπους του λαού.

Προφανώς η μεγάλη συγγραφέας αποδέχεται και επαναλαμβάνει την άποψη περί θεού – θεών του Ξενοφάνη του Κολοφώνιου, φιλοσόφου της Ελεατικής Σχολής, ο οποίος διατυπώνει την άποψή του για ύπαρξη θεού γράφοντας: «Στους θεούς του ο άνθρωπος εικονίζει τον εαυτό του, ότι δηλαδή η θρησκεία είναι δημιούργημα του ανθρώπου και η μορφή της ορίζεται από την ιδιοσυστασία κάθε λαού». Δεν διστάζει να κατακρίνει τον Όμηρο και τον Ησίοδο, γιατί έδωσαν στους θεούς τους τις δικές τους αδυναμίες και τα δικά τους πάθη, όπως την εύνοια κάθε φορά, που οι άνθρωποι ανταποκρίνονταν στις θελήσεις τους ή την εκδικητικότητά τους κάθε φορά, που λησμονούσαν το χρέος τους για προσφορά εκατόμβης ή γιατί έβλαπταν ή δολοφονούσαν προστατευόμενό τους ή και ζώο ακόμη (Δες ιερό ελάφι της Άρτεμης, που σκότωσε σε κυνήγι του ο Αγαμέμνονας).

Αιώνες πριν ο προσωκρατικός φιλόσοφος Αναξαγόρας, συντοπίτης του Ξενοφάνη, διατύπωσε την άποψη ότι υπάρχει μια ουσία, ο ΝΟΥΣ, που έβαλε σε τάξη το χάος, που υπήρχε πριν και δημιούργησε έναν κόσμο γεμάτο αρμονία. Όμως ο Αναξαγόρας τον ΝΟΥ αυτόν δεν τον ταυτίζει με Θεό.

Ύστερα από τα πιο πάνω ας έρθουμε πλέον στο πολυσυζητημένο θέμα της ύπαρξης Θεού. Είναι αλήθεια ο κάθε λαός διαμόρφωσε ανάλογη πίστη για την ύπαρξή του.

Γεννιέται εύλογα το ερώτημα δανειζόμενοι απλώς την άποψη του Αναξαγόρα για την ύπαρξη του Νου, που έβαλε σε τάξη και αρμονία το χάος.

Ο πάνσοφος αυτός Νους, που θεσμοθέτησε χιλιάδες νόμους, που ελαχιστότατους από αυτούς μπόρεσε μερικώς να ερμηνεύσει ο χοϊκός άνθρωπος και καθημερινά βρίσκεται μπροστά σε έκπληξη, προσπαθώντας να δώσει κάποια ερμηνεία, την οποία αρκετές φορές αναθεωρεί ή και απορρίπτει, είναι δυνατόν να μην υφίσταται; Τίποτε δεν γίνεται από το μηδέν.

Όλες οι μεταβολές, μικρές ή δυναμικές, υπάγονται σε κανόνες. Ποιος, λοιπόν, μπορεί να είναι ο ρυθμιστής αυτών των μεταβολών;

Αναμφίλεκτα υπάρχει αυτός ο Νους, έστω και αν κάποιοι προσπαθούν ανεπιτυχώς, στο διάβα των αιώνων να του προσάψουν πάθη, αδυναμίες, παντοδυναμία, αλλά και χωρίς δισταγμό να επικαλούνται τη βοήθειά Του, όταν οι δυνατότητες της επιστημονικής γνώσης δηλώνουν αδυναμία.

Και ούτε νομίζουμε ότι αυτός ο Νους διακατέχεται από εκδικητικότητα ή άλλο πάθος. Θα ήταν άδικη μια τέτοια θέση. Προτιμότερη η πίστη στην άδολη αγάπη Του, στην ευσπλαχνία Του και τη συγχωρητική διάθεσή Του.

Κάθε άλλη σκέψη εντάσσεται στην καθαρή υποκειμενική αντίληψη, αφού η πλειοψηφούσα άποψη «Πάντα εν σοφία εποίησε» δεν παύει να είναι αποδεκτή.