ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΣΤΟΝ ΠΟΛΥΠΑΘΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ ΤΗΣ ΘΡΑΚΗΣ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΔΡΑΜΑΣ ΓΙΑ ΤΟ 2018

 

  • Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος: «Καθῆκον μας ἡ ἀφιέρωση τοῦ ἡμερολογίου τοῦ ἔτους 2018 στην ἱερά μνήμη ἐκείνων πού ἔμειναν στά ἅγια χώματα, ἐκείνων πού ἦρθαν καί ὀρθοπόδησαν καί ἔζησαν ἀξιοπρεπῶς καί ἐθνοπρεπῶς, καί αὐτῶν πού κρατοῦν τό ἅγιο φῶς αὐτῆς τῆς ἱερῆς παρακαταθήκης ἀναμμένο»

 

Αφιερωμένο στον «αξιοπρεπή και εθνοπρεπή» Ελληνισμό της Θράκης είναι αφιερώμενο το ημερολόγιο Ιεράς Μητρόπολης Δράμας για το 2018. Χαρακτηριστικό είναι ότι το οπισθόφυλλο της έκδοσης φιλοξενεί αναθηματική στήλη, η οποία βρίσκεται στον αυλόγυρο του Ι.Ν. Αγ. Δώδεκα Αποστόλων Δράμας και σε αυτήν αναγράφονται τα εξής: «ΕΙΣ ΤΑ ΥΠΟ ΤΩΝ ΒΟΥΛΓΑΡΩΝ ΚΑΙ ΝΕΟΤΟΥΡΚΩΝ ΑΜΩΜΑ ΣΦΑΓΙΑ ΤΟΥ ΕΝ ΘΡΑΚΗ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΤΗΝΔΕ ΣΤΗΛΗΝ ΕΣΤΗΣΑΝ ΤΑ ΤΕΚΝΑ ΑΥΤΩΝ ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΙΩΝΙΟΝ». Όπως αναφέρεται στο ημερολόγιο της Ι.Μ. Δράμας για το 2018 «Σήμερα μόνο ἡ Δυτική Θράκη βρίσκεται στά ἐδαφικά ὅρια τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους. Ἀντίθετα ὁλόκληρος ὁ ἑλληνισμός τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης μέ κύρια κέντρα τήν Ἀδριανούπολη, τή Ραιδεστό, τήν Καλλίπολη, τήν Αἶνο, τίς Σαράντα Ἐκκλησιές, τήν Ἀρκαδιούπολη, τή Χαϊρούπολη, τήν Τυρολόη, τή Βιζύη, τήν Ἡράκλεια, τήν Ἰάμπολη καθώς κι ἐκεῖνος τῆς Βόρειας Θράκης, δηλαδή τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, πού ζοῦσε στή Φιλιππούπολη, στήν Κούκλαινα, στό Στενήμαχο, στό Καβακλή, στά Βοδενά, στή Σωζόπολη, στήν Ἀγχίαλο, στή Μεσημβρία, στή Βάρνα και στόν Πύργο, ὁλόκληρος αὐτός ὁ ἑλληνισμός χάθηκε ἄδοξα καί ἄδικα, καί μόνο οἱ ἱστορικές μνῆμες ἀπομένουν νά τόν ξαναζωντανέψουν».

Στις σελίδες του ημερολογίου, μέσω πλούσιου ιστορικού υλικού, καταγράφεται με λεπτομέρεια η πορεία του πολύπαθου Ελληνισμού της Θράκης, καθώς και η προσφορά τους στη χώρα, ενώ σχετικός είναι και ο πρόλογος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δράμας κ. Παύλου. Όπως αναφέρει ο Ποιμενάρχης της Δράμας: «Καθῆκον μας ἡ ἀφιέρωση τοῦ ἡμερολογίου τοῦ ἔτους 2018 στην ἱερά μνήμη ἐκείνων πού ἔμειναν στά ἅγια χώματα, ἐκείνων πού ἦρθαν καί ὀρθοπόδησαν καί ἔζησαν ἀξιοπρεπῶς καί ἐθνοπρεπῶς, καί αὐτῶν πού κρατοῦν τό ἅγιο φῶς αὐτῆς τῆς ἱερῆς παρακαταθήκης ἀναμμένο».

Αναλυτικά το περιεχόμενο του ημερολογίου έχει ως εξής:

 

Πρόλογος Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Δράμας κ. Παύλου

 

Στον πρόλογο του Ημερολογίου ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δράμας κ. Παύλος αναφέρει:

Στόν ἑλληνισμό τῆς Θράκης ἀφιερώνουμε τό ἡμερολόγιο τοῦ ἔτους 2018 τῆς ἱερᾶς μητροπόλεώς μας. Οἱ Ἕλληνες τῆς Θράκης βίωσαν πρῶτοι τόν πόνο καί τά δεινά κατά τίς γεωπολιτικές ἀνακατατάξεις τοῦ προηγούμενου αἰώνα. Εἶχαν τό θλιβερό προνόμιο πρῶτοι αὐτοί νά γευθοῦν τίς συνέπειες τοῦ ἐκπατρισμοῦ καί μάλιστα οἱ κατοικοῦντες τή Βόρεια Θράκη (Ἀνατολική Ρωμυλία), πού βίαια προσαρτήθηκε στή Βουλγαρική ἡγεμονία (6-9-1885).

Οἱ διώξεις καί οἱ ἐκτοπίσεις συνεχίστηκαν ἐντονότερα στά ἑπόμενα χρόνια, μέχρι πού τόν Ἰούλιο-Αὔγουστο τοῦ 1906 κατέληξαν στό μεγάλο διωγμό τοῦ ἑλληνισμοῦ τῆς Βόρειας Θράκης, μέ ἀποκορύφωση τίς σφαγές τῆς Ἀγχιάλου.

Στή συνέχεια, μετά τήν ἔκρηξη τοῦ Α’ Παγκοσμίου πολέμου ὑπέστησαν τά πάνδεινα, μέ διαδοχική ἐναλλαγή τῶν κατακτητῶν. Τήν περίοδο αὐτή ὀλέθριες ὑπῆρξαν οἱ συνέπειες γιά τούς Ἕλληνες τῆς Θράκης. Καταστροφές πόλεων καί χωριῶν, μεταναστεύσεις, ἀπελάσεις συνετέλεσαν, ὥστε ἡ μέχρι τότε ἀνθοῦσα οἰκονομία νά παραλύσει καί ἡ πολιτιστική ζωή νά καταστραφεῖ.

Ὅταν πλέον τέθηκε ἡ ταφόπλακα γιά τά δίκαια τοῦ ἑλληνισμοῦ στήν περιοχή, πρόσφυγες οἱ Θρακιῶτες κατέφυγαν στά ἐντεῦθεν τοῦ Ἕβρου ποταμοῦ ἐλεύθερα ἐδάφη.

Ἡ μητρόπολις μας, κατ’ ἐξοχήν προσφυγική, δέχθηκε πρόσφυγες ἀπό τή βόρεια καί τήν Ἀνατολική Θράκη. Μαζί τους ἔφεραν κειμήλια πνευματικά, τά ὁποῖα κοσμοῦν τούς Ἱερούς ναούς μας. Κέντρο αὐτῶν ὁ Ἱερός Ναός τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων στή Δράμα, πού κοσμεῖται μέ πολλά κειμήλια ἀπό τήν Ἀδριανούπολη.

Οἱ δραστήριοι Θρακικοί σύλλογοι μέ κορυφαῖο τή «Θρακική Ἑστία» καλλιεργοῦν καί μεταφυτεύουν τήν παράδοση τῆς Θράκης.

Καθῆκον μας ἡ ἀφιέρωση τοῦ ἡμερολογίου τοῦ ἔτους 2018 στην ἱερά μνήμη ἐκείνων πού ἔμειναν στά ἅγια χώματα, ἐκείνων πού ἦρθαν καί ὀρθοπόδησαν καί ἔζησαν ἀξιοπρεπῶς καί ἐθνοπρεπῶς, καί αὐτῶν πού κρατοῦν τό ἅγιο φῶς αὐτῆς τῆς ἱερῆς παρακαταθήκης ἀναμμένο.

 

Οι Έλληνες της Θράκης

 

Ὁ Θρακικός Ἑλληνισμός ἐπιβίωσε μέσα ἀπό δυσμενέστατες συγκυρίες τόσο κατά τίς ἀρχές τῆς Τουρ κοκρατίας, ὅσο καί κατά τή διάρκεια καί τό τέλος της. Στήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821 συμμετεῖχε ἐνεργά, ὅσο τοῦ ἐπέτρεπε ἡ ἰσχυρή παρουσία τουρκικοῦ στρατοῦ στήν περιοχή τῆς Θράκης. Μέ τήν ἵδρυση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας (1870) καί τήν ἐθνική ἀφύπνιση τῶν Βουλγάρων ἕνα μεγάλο κομμάτι του, ἡ Βόρει α Θράκη (Ἀνατολική Ρωμυλία), ἀποσπάστηκε πρα ξικοπηματικά ἀπό τούς Βουλγάρους καί ἐνσωματώθηκε στή βουλγαρική ἡγεμονία (1885). Τό ὑπόλοιπο τμῆμα τῶν Θρακῶν πού ζοῦσε στή σημερινή Ἀνατολική καί Δυτική Θράκη συνέχισε τήν πορεία του προσβλέποντας στή μελλοντική λευτεριά.

Μόνοι τους οἱ Θρακιῶτες, ἐπιβιώνοντας κάτω ἀπό τά ἄγρυπνα βλέμματα τῆς ἐγγύτατης τουρκικῆς πολιτικῆς καί στρατιωτικῆς ἐξουσίας, στήριξαν τίς δυνάμεις τους στήν πιό δύσκολη στιγμή τῆς ἱστορικῆς τους πορείας στήν ἀνάπτυξη τῆς ἑλληνικῆς ἐκπαίδευσης. Ἡ ἑλληνική παιδεία ἦταν ἐκείνη πού κράτησε ὑψηλό το φρόνημα τῶν Ἑλληνοθρακῶν καί ἄσβεστο τόν πόθο τους γιά τήν ἀπελευθέρωσή τους καί τήν ἕνωσή τους μέ τούς Ἕλληνες ἀδελφούς τῆς ἐλεύθερης Ἑλλάδας.

Κατά τή διάρκεια τοῦ Θρακικοῦ Ἀγώνα (1906-1912), τῶν Βαλκανικῶν πολέμων καί τοῦ Α’ Παγκοσμίου πολέμου ἄρχισε ὁ ξεριζωμός τοῦ βορειοθρακικοῦ ἑλληνισμοῦ, ὁ ὁ ποῖος συντελέστηκε ἐξολοκλήρου μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, ἀπό τό 1922 μέχρι τό 1924.

Σήμερα μόνο ἡ Δυτική Θράκη βρίσκεται στά ἐδαφικά ὅρια τοῦ Ἑλληνικοῦ κράτους. Ἀντίθετα ὁλόκληρος ὁ ἑλληνισμός τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης μέ κύρια κέντρα τήν Ἀδριανούπολη, τή Ραιδεστό, τήν Καλλίπολη, τήν Αἶνο, τίς Σαράντα Ἐκκλησιές, τήν Ἀρκαδιούπολη, τή Χαϊρούπολη, τήν Τυρολόη, τή Βιζύη, τήν Ἡράκλεια, τήν Ἰάμπολη καθώς κι ἐκεῖνος τῆς Βόρειας Θράκης, δηλαδή τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, πού ζοῦσε στή Φιλιππούπολη, στήν Κούκλαινα, στό Στενήμαχο, στό Καβακλή, στά Βοδενά, στή Σωζόπολη, στήν Ἀγχίαλο, στή Μεσημβρία, στή Βάρνα και στόν Πύργο, ὁλόκληρος αὐτός ὁ ἑλληνισμός χάθηκε ἄδοξα καί ἄδικα, καί μόνο οἱ ἱστορικές μνῆμες ἀπομένουν νά τόν ξαναζωντανέψουν.

 

Η Θράκη στην Επανάσταση του 1821

Ἡ συμμετοχή τῆς Θράκης στήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821 ὑπῆρξε οὐσιαστική, συνεχής καί πολύμορφη, παρά τό γεγονός ὅτι πραγματοποιήθηκε κάτω ἀπό πολύ πιό δύσκολες συνθῆκες σέ σχέση μέ τίς ἄλλες ἑλληνικές περιοχές.

Ἡ Θράκη βρισκόταν πολύ κοντά στήν Κωνσταντινούπολη καί ἡ παρουσία τοῦ Ὀθωμανικοῦ στρατοῦ στήν περιοχή ἦταν ἰσχυρή, ὁπότε πολύ εὔκολα κάθε ἐξέγερση θά καταπνιγόταν ἀπό τούς Τούρκους. Παράλληλα, ἡ ὁμαλή διαμόρφωση τοῦ ἐδάφους δέν παρεῖχε δυνατότητα ἀνάπτυξης κλεφτοπόλεμου και διαφυγῆς στά βουνά, ὅπως στή νότια Ἑλλάδα.

Ἡ ἐπανάσταση στή Θράκη εἶχε τή μορφή τοπικῶν ἐξεγέρσεων, ἐνῶ πολλοί Θράκες ἔγιναν μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας, καί πολλοί νέοι ὑπῆρξαν Ἱερολοχίτες. Ταυτόχρονα σημαντική ἦταν ἡ συμμετοχή τῶν Θρακῶν ἀγωνιστῶν στίς στρατιωτικές ἐπιχειρήσεις τόσο τῆς ξηρᾶς, ὅσο καί τῆς θάλασσας, ἐνῶ πολλοί ἀπό τούς ἀγωνιστές αὐτούς συνέχισαν τόν ἀγώνα στή νότια Ἑλλάδα.

Μεγάλη ἦταν ἡ προσφορά τῶν Θρακῶν στήν οἰκονομική καί πνευματική ζωή τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων, ἀφοῦ δραστηριοποιήθηκαν στό ἐμπόριο, ἔδειξαν ἐνδια φέρον γιά τή μόρφωση καί τήν παιδεία καί σφυρηλάτησαν ἀλληλέγγυο κοινοτικό πνεῦμα μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ συστήματος τῶν κοινοτήτων, πού προετοίμασε τό ἔδαφος γιά τήν ἀφύπνιση τοῦ ντόπιου ἑλληνισμοῦ καί τή μελλοντική ἐξέγερση. Ἤδη ἀπό τον 15ο αἰώνα οἱ κοινότητες λειτουργοῦν σχολεῖα και ἱδρύουν βιβλιοθῆκες στήν Ἀδριανούπολη, στή Φιλιππούπολη, στήν Αἶνο, στήν Καλλίπολη, στό Διδυμότειχο, στά Γανοχώρια, στή Σηλυβρία, στή Σωζόπολη καί σέ ἄλλες θρακικές πόλεις, πού ὑπῆρξαν ἀργότερα σημαντικοί πυρῆνες τοπικῶν ἐπαναστατικῶν κινημάτων. Τά περισσότερα ἀπό τά ἱδρύματα αὐτά συντηροῦνται ἀπό τίς τοπικές συντεχνίες, τίς κοινοτικές ἀρχές καί τήν ἐκκλησία.

Πρωτεργάτης τῆς ἀφύπνισης τοῦ λαοῦ ὑπῆρξε ὁ Ἀδριανουπολίτης ἀρχιμανδρίτης Θεόκλητος Πολυειδής. Τό ἔργο του «Οἱ χρησμοί τοῦ Ἀγαθαγγέλου» (1750) ἐνίσχυσε σημαντικά τό φιλελληνισμό στις εὐρωπαϊκές πόλεις πού ὁ ἴδιος ἐπισκέφθηκε καί προώθησαν τό ἐπαναστατικό πνεῦμα τῶν ὑπόδουλων Ἑλλήνων, ἐπειδή προέλεγαν τή μελλοντική ἀπελευθέρωση τοῦ σκλαβωμένου ἑλληνισμοῦ.

 

Θρακιτες στή Φιλική ταιρεία καί στόν Ἱερό Λόχο

Ὁ ἱστορικός Ἰωάννης Φιλήμων στό ἔργο του για τήν ἱστορία τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ἀναφέρει 700 ὀνόματα Φιλικῶν ἀπό τά ὁποῖα 31 εἶναι Θράκες.

Στίς παραμονές τῆς Ἐπανάστασης οἱ θρακικές κοινότητες δραστηριοποιοῦνται δυναμικά μέ τή μύηση Θρακῶν στή Φιλική Ἑταιρεία. Τό 1815 ἐγγράφεται ὡς τέταρτο μέλος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας μαζί μέ τόν Ξάνθο, τόν Τσακάλωφ καί τόν Σκουφᾶ ὁ ἔμπορος Ἀντώνης Κομιζόπουλος ἀπό τή Φιλιππούπολη, ὁ ὁποῖος συμβάλλει ἠθικά καί ὑλικά γιά τήν εὐόδωση τοῦ ἀγώνα ἀπό τή Μόσχα, πού ἦταν ἡ ἕδρα τῶν ἐπιχειρήσεών του. Καθοριστικός ὑπῆρξε καί ὁ ρόλος τοῦ μεγαλέμπορου Γρηγορίου Μαρασλῆ ἀπό τή Φιλιππούπολη, ὁ ὁποῖος μυήθηκε στή Φιλική Ἑταιρεία μετά τήν καταστροφή τοῦ Ὑψηλάντη στή Μολδοβλαχία διαβλέποντας την ἀνάγκη περίθαλψης τῶν προσφύγων. Γνωστά μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ὑπῆρξαν οἱ Θρακιῶτες ἀδελφοί Κυριάκος, Σταμάτης καί Ἀλέξανδρος Κουμπάρης ἀπό τή Μεσημβρία τῆς Μαύρης θάλασσας, ἐπίσης ἔμποροι, πού δραστηριοποιοῦνται στήν Ὀδησσό. Ἀνάμεσα στα μέλη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας συγκαταλέγονται πλῆθος Θρακῶν ἀπό τή Μεσημβρία, τήν Ἀγχίαλο, τή Σωζόπολη, τή Βάρνα, τή Φιλιππούπολη καί τό Στενήμαχο.

Ἰδιαίτερη ἀναφορά πρέπει νά γίνει στούς νέους πού κατάγονταν ἀπό τή Θράκη καί εἴτε σπούδαζαν σέ Πανεπιστήμια τῆς κεντρικῆς Εὐρώπης καί στίς Ἀκαδημίες τοῦ Βουκουρεστίου καί τοῦ Ἰασίου, εἴτε ἐργάζονταν σε ἐμπορικούς οἴκους Ἑλλήνων τῆς νότιας Ρωσίας και τῶν Ρουμανικῶν χωρῶν. Αὐτοί ἦταν ἀπό τούς πρώτους πού πλαισίωσαν τόν Ἱερό Λόχο τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη καί πῆραν μέρος στή μάχη στό Δραγατσάνι, ὅπου ἔχασαν καί τή ζωή τους ἡρωικά μαχόμενοι.

Μεταξύ αὐτῶν πού ἐπέζησαν ἦταν καί ὁ Κωνσταντῖνος Ξενοκράτης ἀπό τό Σαμάκοβο, ὁ ὁποῖος ἐγκαταστάθηκε στό Βουκουρέστι καί διέθεσε μεγάλο μέρος τῆς περιουσίας του γιά τήν ἵδρυση σχολείων στή γενέτειρά του, στή Βιζύη, ἀλλά και στό Μεσολόγγι (Ξενοκράτειο Παρθεναγωγεῖο). Παράλληλα, μαζί με τόν ἀδελφό του εἶχε μετατρέψει τό σπίτι του στό Βουκουρέστι σέ νοσοκομεῖο γιά τήν περίθαλψη τῶν Ἑλλήνων.

Ἐνεργή συμμετοχή στά ἐπαναστατικά γεγονότα τῆς Μολδοβλαχίας εἶχε καί ὁ Ἀδριανουπολίτης Γεώργιος Παπᾶς (ἤ Καραγεώργης), ὁ ὁποῖος συγκρότησε δικό του ἐκστρατευτικό σῶμα, γιά νά κινητοποιήσει τον ἑλληνισμό τῆς Βόρειας Ἑλλάδας, καί ὁ Θανάσης Καραμπελιάς ἀπό τήν Κορνοφωλιά τοῦ Ἕβρου, ὁ ὁποῖος ἀρχικά εἶχε σχηματίσει δικό του ἀντάρτικο σῶμα στο Σουφλί καί ἀργότερα τάχθηκε στό πλευρό τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη, τόν ὁποῖο καί ἀκολούθησε σέ πολλές μάχες.

 

Θρακιώτες Αγωνιστές

Ἀπό τά ἐνεργά στελέχη τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας ὁ μητροπολίτης Μαρωνείας Κωνστάντιος δραστηριοποιήθηκε στή Θάσο, καί συνέβαλε μέ τίς ἐνέργειές του νά ἐπαναστατήσουν οἱ Θασίτες τήν ἄνοιξη τοῦ 1821. Στό Πρωτάτο τῶν Καρυῶν τό Μάιο τοῦ 1821, μαζί μέ τόν Ἐμμανουήλ Παπᾶ, ὁ Μητροπολίτης Κωνστάντιος εὐλόγησε τά ὅπλα τῶν ἐπαναστατῶν τῆς Χαλκιδικῆς. Ἔχασε τή ζωή του κατά τή διάρκεια τοῦ ἐγχειρήματος τῆς Μακεδονίας, πιθανότατα στή μάχη τῆς Ρεντίνας.

Καθοριστικῆς σημασίας ὑπῆρξε κι ἡ συμμετοχή τῶν Θρακῶν στόν τακτικό στρατό. Ὁ Θρακιώτης ἱστορικός, συνταγματάρχης Χρίστος Βυζάντιος μᾶς πληροφορεῖ ὅτι οἱ νέοι ἀγωνιστές προέρχονταν ἀπό τις κατεστραμμένες ἀπό τούς Τούρκους πόλεις τῆς Θράκης, τῆς Μακεδονίας καί τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Ἀνάμεσα στούς Θρακιῶτες ἀγωνιστές τοῦ τακτικοῦ στρατοῦ ξεχωρίζει ὁ λόγιος καί συγγραφέας τοῦ «Ἀπανθίσματος τοῦ Ἱστορικοῦ ἀγῶνος τῆς Ἑλλάδος» Κάρπος (Πολύκαρπος) Παπαδόπουλος ἀπό την Ἀδριανούπολη. Εἶναι ἐπίσης γνωστό τό στρατιωτικό σῶμα τῶν Θρακομακεδόνων, πού ἀποτελοῦνταν ἀπό Θράκες, Μακεδόνες καί Θεσσαλούς μέ ἐπικεφαλῆς το Στέφο Βούλγαρη. Σημαντική βοήθεια στίς ἐπιχειρήσεις στή θάλασσα προσέφερε ἡ Αἶνος, μεγάλη ναυτική δύναμη τῆς ἐποχῆς, πού διέθετε περίπου 300 καράβια με κύριο ἐκπρόσωπο τόν Χατζή Φρατζή Κούταβο.

Σπουδαία συμβολή στίς ναυτικές ἐπιχειρή σεις ἦταν καί τοῦ Χατζῆ Ἀντώνη Βισβίζη, ὁ ὁποῖος μέ τή γυναίκα του Δόμνα Βισβίζη καί τά παιδιά του, μέ πλήρωμα 140 ναῦτες καί τό μπρίκι του, τήν «Καλομοίρα», συμμετεῖχε στίς ναυμαχίες τοῦ Ἄθω, τῆς Λέσβου, τῆς Σάμου, βοήθησε στίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις τοῦ Ὑψηλάντη, τοῦ Ἀνδρούτσου καί τοῦ Νικηταρᾶ καί συνέβαλε στή διάσωσή τους ἀπό τίς ἐπερχόμενες στρατιές τοῦ Δράμαλη. Μετά τό θάνατό του τό ἔργο του συνέχισε ἡ γυναίκα του Δόμνα Βισβίζη, συμμετέχοντας στήν πολιορκία τοῦ Εὐρίπου, ὅπου καί διακρίθηκε στό πεδίο τῆς μάχης.

 

Από την Επανάσταση του 1821 μέχρι το Θρακικό Αγώνα

 

Ἡ ἱστορική ἐξέλιξη τῆς Θράκης, ὅπως καί τῆς Μακεδονίας, μετά τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση τοῦ 1821 βρίσκεται σέ ἄμεση συνάρτηση μέ την ἵδρυση τῆς Βουλγαρικῆς Ἐξαρχίας τό 1870 καί τή συνακόλουθη ἀνάπτυξη τοῦ βουλγαρικοῦ ἐθνικισμοῦ σέ βάρος τῶν Ἑλλήνων τῆς περιοχῆς.

Μέ τή νίκη τῶν Ρώσων κατά τῶν Τούρκων τό 1878 καί τή ρωσική κατοχή τῆς Θράκης οἱ ἐλπίδες γιά την ἐθνική ἀνε ξαρτησία τῶν Βουλγάρων ἀναπτερώθηκαν. Οἱ Ρῶσοι πίεζαν τούς Ἕλληνες τῆς Θράκης νά ζητήσουν τήν ὑπαγωγή τους στή Βουλγαρική Ἐξαρχία.

Ἡ Συνθήκη τοῦ Ἁγίου Στεφάνου στίς 19 Φεβρουαρίου/3 Μαρτίου 1878 προέβλεπε τήν ἵδρυση αὐτόνομης βουλγαρικῆς ἡγεμονίας ἀπό τό Δούναβη μέχρι τό Αἰγαῖο καί ἀπό τόν Εὔξεινο Πόντο μέχρι την Ἀχρίδα.

Τό Συνέδριο τοῦ Βερολίνου (1/13 Ἰουλίου 1878) ἀποφάσισε τόν περιορισμό τῶν συνόρων τῆς αὐτόνομης βουλγαρικῆς ἡγεμονίας ἀπό τό Δούναβη μέχρι τόν Αἶμο, συνεπῶς καί τῆς ρωσικῆς ἐπιρροῆς στην περιοχή, καί τήν ἵδρυση τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας, μιᾶς αὐτόνομης ἐπαρχίας τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας στά νότια τῆς βουλγαρικῆς ἡγεμονίας μέ ἕδρα τή Φιλιππούπολη. Τά σύνορά της ἄρχιζαν ἀπό τά νότια τῆς Σωζόπολης στόν Εὔξεινο Πόντο και ἔφταναν μέχρι τό ὕψος τῶν πηγῶν τοῦ Νέστου.

Τήν ἕνωση τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας μέ τή βουλγαρική ἡγεμονία κήρυξε ὁ Βούλγαρος ἡγεμόνας Ἀλέξανδρος στίς 8 Σεπτεμβρίου 1885. Μετά την ἀνακήρυξη τῆς Βουλγαρίας σέ ἀνεξάρτητο βασίλειο (Ὀκτώβριος 1908) καταλύθηκε καί ὁ ὅρος Ἀνατολική Ρωμυλία.

 

Θρακικός Αγώνας (1906-1912)

 

Ἀπό τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα ὁ θρακικός ἑλληνισμός εἶχε ἀναλάβει μέ τίς ἰσχνές του δυνάμεις νά ἀντιμετωπίσει τή βουλγαρική διείσδυση, τήν ὁποία ὀργάνωνε καί προωθοῦσε ἡ Βουλγαρική Ἐξαρχία.

Κύριοι στυλοβάτες τῆς ἑλληνικῆς ἀντίστασης στήν Ξάνθη κατά τή διάρκεια τόν Θρακικοῦ ἀγώνα ἦταν ἡ δημογεροντία τῆς πόλης μέ ἐπικεφαλῆς τόν μητροπολίτη Ἰωακείμ.

Στήν Κομοτηνή ἡ ἑλληνική ἀντίσταση ἐνεργοποιήθηκε χάρη στίς ἐνέργειες τοῦ μητροπολίτη Νικολάου καί τῶν στενῶν συνεργατῶν του.

Στήν Ἀλεξανδρούπολη πολύτιμη ὑπῆρξε ἡ συμβολή τοῦ ἐκεῖ ἐκκλησιαστικοῦ ἐκπροσώπου Ἰωακείμ, τοῦ Ἕλληνα ὑποπρόξενου Ἴωνα Δραγούμη καί τοῦ ὑπολοχαγοῦ τοῦ πυροβολικοῦ Περικλῆ Βλάσση (Βάθη).

Ἡ ἑλληνική ἀντίσταση στή Θράκη ἄρχισε να συστηματοποιεῖται κατά τά τελευταῖα χρόνια τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγώνα, μέ τήν ἠθική καί ὑλική συμπαράστα ση τόν ἑλληνικοῦ κράτους, τοῦ Μακεδονικοῦ Κομιτάτου τῆς Ἀθήνας καί τῶν ἑλληνικῶν προξενικῶν ἀρχῶν τῆς Ἀδριανουπόλεως, τῶν Σαράντα Ἐκκλησιῶν καί τῆς Βιζύης.

Ὁ Θρακικός ἀγώνας τέθηκε σέ γερά θεμέλια με τήν ἀποστολή Ἑλλήνων ἀξιωματικῶν στά ἑλληνικά προξενεῖα, οἱ ὁποῖοι καλυμμένοι μέ τήν ἰδιότητα τοῦ δασκάλου, τοῦ πλανόδιου πωλητῆ ἤ τοῦ γραφέα τῆς πλησιέστερης προξενικῆς ἀρχῆς, πῆραν στά χέρια τους τόν ἀγώνα καί δημιούργησαν τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν ἀποτελεσματική ἀντιμετώπιση τοῦ βουλγαρικοῦ πα ράγοντα.

Πρωτεργάτης τῆς ὀργάνωσης τοῦ Θρακικοῦ ἀγώνα ἦταν ὁ Γεώργιος Κονδύλης, ἐπιλοχίας καί μετέπειτα πρωθυπουργός τῆς Ἑλλάδας καί ἀντιβασιλέας. Ἦρθε στά 1905 στήν Ἀγαθούπολη ὡς πράκτορας, μέ σκοπό τήν ἀνίχνευση τοῦ ἐδάφους και τήν ἐμφύσηση ἐπαναστατικοῦ πνεύματος στους ἑλληνικούς πληθυσμούς. Λίγες μέρες μετά τήν ἄφιξή του στήν Ἀγαθούπολη συνελήφθη ἀπό τίς τουρκικές ἀρχές, ἀλλά σέ σύντομο χρονικό διάστημα ἀφέθηκε ἐλεύθερος καί ἀπό τότε ἄρχισε τήν ἔνοπλη δράση περιοδεύοντας σέ ὁλόκληρη τήν ὕπαιθρο τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης.

Στίς περιοχές αὐτές εἶχαν ἤδη ἐνεργοποιηθεῖ οἱ μητροπολίτες Ἀδριανουπόλεως Πολύκαρπος, Σαράντα Ἐκκλησιῶν Ἀγαθάγγελος καί Βιζύης Ἄνθιμος. Αὐτοί ὀργάνωσαν μυστική ὀργάνωση σέ συνεργα σία μέ τόν ἀρχιδιάκονο τῆς μητρόπολης τῶν Σαράντα Ἐκκλησιῶν Ἀλ. Παπαδόπουλο.

Ἡ οὐσιαστική δράση τοῦ Γ. Κονδύλη προσδιορίζεται χρονικά στά 1906, ὅταν ἐμφανίστηκε μέ το πλαστό ὄνομα Νικόλαος Ζάγκας, ἐργάστηκε ὡς δάσκαλος καί ἀνέλαβε νά ἑδραιώσει τήν ἑλληνική ἀνταρτική δράση σέ μία μεγάλη γεωγραφική ζώνη τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης.

Ἐνεργό ρόλο στά γεγονότα τόν Θρακικοῦ ἀγώνα διαδραμάτισαν καί οἱ Ἀγαθουπολίτες, οἱ ὁποῖοι μετά τό 1908 εἶχαν συγκροτήσει τοπικές ἐπιτροπές – τά γνωστά «Ἀναγνωστήρια» στή Θράκη – γιά τή μύηση νέων στελεχῶν στήν ἀντίσταση.

Κύριοι συντονιστές τῶν ἑλληνικῶν ἐνεργειῶν κατά τή διάρκεια τοῦ Θρακικοῦ ἀγώνα στά 1907-1908 ὑπῆρξαν ὁ Στυλ. Γονατᾶς, ὁ ὁποῖος ὑπηρέτησε ὡς γραφέας μέ τό ψευδώνυμο «Στέργιος Γρηγορίου» στό ἑλληνικό προξενεῖο Ἀδριανουπόλεως καί ὁ Π. Βλάσσης (Βάθης) στήν ἴδια διπλωματική ἀρχή. Και οἱ δυό ἀνέπτυξαν πλουσιότατη δράση καί σέ συνεργασία μέ τόν Θρακιώτικο ἑλληνισμό ἵδρυσαν γυμναστικούς καί φιλεκπαιδευτικούς συλλόγους, ὀργάνωσαν τήν ἀντίσταση, ἐξόπλισαν τούς ἑλληνικούς πληθυσμούς, ἀναπτέρωσαν τό ἐθνικό φρόνημα τῶν κατοίκων μέ τή συμπαράσταση τῶν προκρίτων, ἱερέων καί δασκάλων, δημιούργησαν ἐθνικές ἐπιτροπές στά σπουδαιότερα Θρακικά κέντρα (Ἀδριανούπολη, Σαράντα Ἐκκλησιές, Βιζύη, Λουλέ-Μπουργκάζ, Μπαμπά-Ἐσκή, Οὐζοῦν-Κιοπρού, Σουφλί, Δεδέαγατς, Διδυμότειχο, Ὀρτάκιοϊ, Κεσσάνη) καί ἐφάρμοσαν οἰκονομικό ἀποκλεισμό στό βουλγαρικό ἐμπόριο ἀναχαιτίζοντας ἀποτελεσματικά τη βουλγαρι κή δράση. Θερμός συμπαραστά της τους ὑπῆρξε ὁ λοχαγός Παναγιώτης Σπηλιάδης.

Στό γεωγραφικό χῶρο τῆς Δυτικῆς Θράκης ὁ Γονατᾶς καί ὁ Βλάσσης βρῆκαν πρόσφορο ἔδαφος για τήν ὁλοκλήρωση τοῦ ἔργου τους, πού εἶχε προετοιμάσει ὁ Ἴων Δραγούμης, ὑποπρόξενος στό Δεδέαγατς. Ὁ Δραγούμης εἶχε πρωτοστατήσει στην ἀμυντική ὀργάνωση τῶν Ἑλλήνων, ὅπως καί κατά τήν παραμονή του στό Μοναστήρι, καί εἶχε καταβάλει μεγάλες προσπάθειες γιά τήν ἐγκατάσταση Ἑλλήνων προσφύγων τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας στη Δυτική Θράκη.

Μαζί μέ τούς Ἕλληνες προξένους ὁ Γονατᾶς δούλεψε πολύ σκληρά γιά τήν ἐφαρμογή προγράμματος ἐθνι κῆς ἐργασίας, τῆς «Πανελληνίου Ὀργανώσεως». Τήν ἴδια περίπου ἐποχή (Αὔγουστος 1908) καί ἐνῶ εἶχε ξεσπάσει τό Νεοτουρκικό κίνημα στή Θεσσαλονίκη, συντάσσεται στήν Ἀθήνα ὁ ὀργανισμός τῆς «Πανελληνίου Ὀργανώσεως» μέ ἐπικεφαλῆς τόν Παναγι ώτη Δαγκλή.

Ἀφορμή γιά τή χάραξη μιᾶς νέας πολιτικῆς γραμμῆς γενικότερα ἀπέναντι στόν ἀλύτρωτο ἑλληνισμό ἀποτέλεσε τό Νεοτουρκικό κίνημα, τό ὁποῖο ἔδωσε ἕνα ἀπρόσμενο τέλος στόν ἔνοπλο Μακεδονικό καί Θρακικό ἀγώνα μετά τήν ἀμνήστευση ὅλων τῶν χριστιανῶν ἀνταρτῶν καί τίς συνεχεῖς ἐπαγγελίες τῶν «προοδευτικῶν» Νεότουρκων γιά ἰσονο μία καί ἰσοπολιτεία ὅλων τῶν ἐθνικῶν μειονοτήτων τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.

Παράλληλα ἄρχισε καί πά λι ἡ προετοιμασία τῆς ἑλληνικῆς ἀμυντικῆς στελέχωσης στή Θράκη καί στη Μακεδονία. Πολύτιμος ἀρωγός σ’ αὐτό στάθηκε το ἑλληνικό κράτος ἀποστέλλοντας ση μαντικές ποσότητες ὅπλων καί πολεμοφοδίων στή μακρινή Θράκη.

Ἀμέσως μετά τό Νεοτουρκικό κίνημα τό βουλγαρικό στοιχεῖο δραστηριοποιήθηκε ἐνεργά στή Θράκη, ὅπως καί στή Μακεδονία γιά τή βίαιη προσέλκυση τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν στήν Ἐξαρχία καί τήν ἀναστολή τῆς λειτουργίας τῶν ἑλληνικῶν ἐκπαι δευτικῶν καί ἐκκλησιαστικῶν ἱδρυμάτων. Πολύ γρήγορα ἀποκαλύφθηκαν τά ἀπατηλά κηρύγματα τῶν Νεότουρκων για ἰσονομία καί ἰσοπολιτεία ὅλων τῶν ἐθνικῶν μειονοτήτων τῆς ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.

Τό φθινόπωρο τοῦ 1908 ἡ κήρυξη τῆς βουλγαρικῆς ἀνεξαρτησίας προκάλεσε ἀνησυχία καί ἀναβρασμό στό ἑλληνικό στοιχεῖο καί στούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Οἱ Βούλγαροι τῆς Θράκης κινητοποιοῦνται ἐνεργά, ἐκφοβίζουν τόν ἑλληνικό πληθυσμό, προβαίνουν σέ ἀλλεπάλληλες καταλήψεις ἑλληνικῶν σχολεί ων, ἐκκλησιῶν καί βιαιοπραγίες ἀθώων χωρικῶν. Ὁ ἑλληνισμός τῆς Θράκης ἀντιδρᾶ σθεναρά και ὑπερασπίζει μέ ἀποφασιστικότητα τά ἐκπαιδευτικά και ἐκκλησιαστικά ἱδρύματά του, ἀλλά ὑστερεῖ στήν ἔνοπλη ὀργάνωση.

Μετά τό Νοέμβριο τοῦ 1908 ὀξύνθηκε ἀκόμη περισσότερο ἡ κατάσταση στή Θράκη λόγῳ τῆς σκληρῆς καί ἀπάνθρωπης πολιτικῆς τῶν Νεότουρκων ἀπέναντι στό χριστιανικό στοιχεῖο, πού ἀπέβλεπε στόν ἐκτουρκισμό τῶν μή μουσουλμανικῶν ἐθνικῶν κοινοτήτων. Οἱ μουσουλμανικοί πληθυσμοί ἄρχισαν νά ἐξοπλίζονται.

Οἱ δυό μεγάλες χριστιανικές ἐθνότητες τῆς Θράκης, οἱ Ἕλληνες καί οἱ Βούλγαροι, ἀνασυντάσσουν τίς δυνάμεις τους, κινητοποιοῦνται καί ἀμύνονται σταθερά ἀπέναντι στήν ἐφαρμογή τοῦ προγράμματος ἐκτουρκισμοῦ. Ὑπεύθυνη γιά τήν ἀναχαίτιση τῶν βουλγαρικῶν ἐνεργειῶν σέ ὁλό κληρη τήν περιφέρεια τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἦταν ἡ «Ὀργάνωσις Κωνσταντινουπόλεως», πού εἶχε ἱδρύσει στά 1908 ὁ Ἀθανάσιος Σουλιώτης-Νικολαΐδης. Θλιβερές ὑπῆρξαν καί στή Θράκη οἱ ἐπιπτώσεις ἀπό τήν ἐφαρμογή τῶν θεσμικῶν μέτρων τῶν Νεότουρκων στό πολιτικό καθεστώς τοῦ χριστιανικοῦ στοιχείου. Ἡ ὑποχρεωτική στρατολόγηση τῶν χριστιανῶν ἔστειλε πολλούς στά βάθη τῆς Ἀνατολίας καί τούς ὑποχρέωσε νά μετέχουν στίς πολεμικές ἐπιχειρήσεις τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ. Ἡ ἐγκατάσταση μουσουλμάνων προσφύγων τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας καί Βοσνίας στή Θράκη σκοπό εἶχε νά ἀλλοιώσει τήν ἐθνολογική σύνθεση τοῦ Θρακικοῦ χώρου.

 

Ἡ Θράκη κατά τούς Βαλκανικούς Πολέμους καί τόν Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο

 

Κατά τήν περίοδο τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων και τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ἡ Θράκη ἀποτέλεσε ἑστία μόνιμου ἀνταγωνισμοῦ καί ἐπίκεντρο πολεμικῶν ἀντιπαραθέσεων τῶν εὐρωπαϊκῶν συμφερόντων και τῆς καταρρέουσας Ὀθωμανικῆς αὐτοκρατορίας.

Τό ἀφομοιωτικό καί ἐκτουρκιστικό πρόγραμμα τῶν Νεότουρκων μέ τίς συνεχεῖς κατατρομοκρατήσεις, ἀπελάσεις, ἐκπατρισμούς καί ἐκτοπισμούς σε μακρινές καί ἀπρόσιτες περιοχές τῆς Μ. Ἀσίας ἐπιχειροῦσε τή φυσική ἐξόντωση καί ὁλοσχερῆ ἐξαφάνιση τοῦ ἑλληνικοῦ στοιχείου τῆς Θράκης, ἰδιαίτερα τῆς Ἀνατολικῆς.

Μαζικοί ἐποικισμοί μουσουλμανικῶν πληθυσμῶν σέ περιοχές ὅπου το ἑλληνικό στοιχεῖο ὑπερεῖχε πληθυσμιακά ἀπέβλεπαν στήν ἐξασθένηση τῆς ἐκπαιδευτικῆς καί ἐκκλησιαστικῆς δράσης του.

Στό πλέγμα τῶν ἀλληλοσυγκρουόμενων βαλκανικῶν συμφερόντων ὁ ἑλληνισμός τῆς Θράκης γνώρισε ἀπό κοντά καί τό ἀληθινό πρόσωπο τῆς βουλγαρικῆς κατοχῆς, μιᾶς ἀπάνθρωπης καί ἀνελέητης καταπίεσης, πού ἀπέβλεψε καί αὐτή στήν ἐθνολογική ἀλλοίωση τοῦ θρακικοῦ χώρου. Δολοφονικές ἐνέργειες, καταλήψεις ἑλληνικῶν σχολείων και ἐκκλησιῶν, διώξεις τοῦ διδακτικοῦ προσωπικοῦ και τῶν ἱερέων, τούς ὁποίους βασάνιζαν καί κακοποιοῦσαν, καταστροφές τῶν ἑλληνικῶν μοναστηριῶν, στρατολόγηση νέων ἀπό 20-45 ἐτῶν καί ἀπαγόρευση σ’ αὐτούς νά μιλοῦν τήν ἑλληνική γλώσσα ἦταν τά μέτρα πού λάμβαναν γιά τήν ἐπίτευξη τῶν στόχων τους.

Ἡ τραγική εἴδηση τῆς ὑπογραφῆς τῆς συνθήκης τοῦ Βουκουρεστίου (Ἰούλιος/Αὔγουστος 1913) ἦρθε νά δώσει νέα διάσταση στό Θρακικό ζήτημα.

Ἡ συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου παραχώρησε στούς ἡττημένους Βουλγάρους τή Θράκη. Καί ἡ συνθήκη τῆς Κωνσταντινουπόλεως πού ἀκολούθησε (Ὀκτώβριος 1913) κατακύρωσε στήν Τουρκία τήν Ἀνατολική Θράκη καί τμῆμα τῆς Δυτικῆς. Ἡ ὀδύνη τοῦ θρακικοῦ ἑλληνισμοῦ ἦταν ἀπερίγραπτη, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι οἱ ἑλληνικές στρατιωτικές δυνάμεις ἔπρεπε νά ἐγκαταλείψουν τή Δυτική Θράκη. Ἡ ἀναγκαστική ἀποχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ προκάλεσε τήν εὔλογη φυγή τοῦ ἑλληνικοῦ και μουσουλμανικοῦ στοιχείου πρός τή Μακεδονία και τήν Κωνσταντινούπολη.

Κατά τή διάρκεια τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου οἱ διώξεις τῶν ἑλληνικῶν πληθυσμῶν τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης ἀπό τούς Νεότουρκους προσέλαβαν μεγαλύτερη ἔνταση καί ἀγριότητα ἀπό ἐκεῖνες τῶν Βουλγάρων στή Δυτική Θράκη. Ἡ κατάταξη τῶν Ἑλλήνων τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης στά ἐργατικά τάγματα, τά ὁποῖα χαρακτηρίζονταν ὡς «κατακόμβες ἀνθρωπίνου ὑλικοῦ», ἡ συμμετοχή τους σέ καταναγκαστικά ἔργα καί ἡ φυσική ἐξόντωσή τους ἀπό τις κακουχίες καί τά ἀτέλειωτα μαρτύρια, οἱ συνεχεῖς ἐπιτάξεις, ἡ καταναγκαστική φορολογία, ἡ ἀπονέκρωση τοῦ ἐμπορίου καί τῆς βιομηχανίας, οἱ διαρπαγές, οἱ ἀτιμώσεις, οἱ ἐμπρησμοί, οἱ δολοφονίες και οἱ καταστροφές συνθέτουν μέ λίγα λόγια τήν τραγωδία τοῦ ἑλληνισμοῦ τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης κατά τήν περίοδο αὐτή.

Στό διάστημα 1913-1914 ὁλόκληρος σχεδόν ὁ πληθυσμός τῆς Δυτικῆς Θράκης, περίπου 70.000, ὑποχρεώθηκαν νά μεταναστεύσουν κυρίως στην ἑλληνική Μακεδονία καί μεγάλο μέρος τῶν Μουσουλμάνων τῆς Κεντρικῆς καί Ἀνατολικῆς Μακεδονίας (περίπου 125.000) μετανάστευσαν στήν Τουρκία καί ἐγκαταστάθηκαν στήν Ἀνατολική Θράκη και ἀλλοῦ.

Μετά τήν ἄνοιξη τοῦ 1914 ἐκδιώχθηκαν περισσότεροι ἀπό 100.000 Ἕλληνες ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη, ἄλλοι τόσοι ἀπό τή Δυτική Μικρά Ἀσία και 85.000 ἐκτοπίστηκαν ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη στο ἐσωτερικό τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.

Μετά τό τέλος τοῦ Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ὅσοι Ἀνατολικοθρακιῶτες καί Μικρασιάτες ἐπέζησαν ἀπό τούς διωγμούς καί τούς ἐκτοπισμούς, ἐπαναπατρίσθηκαν. Ἀπό τή Μακεδονία μόνο 83.000 ἐπέστρεψαν στήν Ἀνατολική Θράκη καί 51.000 στή Δυτική Θράκη.

 

Ἡ ἀπελευθέρωση τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καί ὁ ξεριζωμός (1920-1922)

 

Οἱ ἀπελευθερωτικές κινήσεις γιά τή Θράκη ἄρχισαν στίς 14 Μαΐου 1920 ἀπό τή στρατιά τῆς Θράκης καί πραγματοποιήθηκαν ἀπό τό στρατηγό Λεοναρδόπουλο, διοικητή τῆς 9ης μεραρχίας, τον Ἐπ. Ζυμβρακάκη, διοικητή τῆς μεραρχίας Σερρῶν καί τό στρατηγό Κ. Μαζαράκη-Αἰνιάν, διοικητή τῆς μεραρχίας Ξάνθης.

Τόν Ἰούνιο τοῦ 1920 μετά τήν ἀπελευθέρωση τῆς Δυτικῆς Θράκης ἡ ἑλληνική στρατιά τῆς Θράκης με ἐπικεφαλῆς τόν Ἐπ. Ζυμβρακάκη κινήθηκε πρός την Ἀνατολική Θράκη. Ὥς τά τέλη Ἰουλίου σχεδόν ὁλόκληρη ἡ Ἀνατολική Θράκη καταλήφθηκε ἀπό τον ἑλληνικό στρατό.

Μέ τή συνθήκη τῶν Σεβρῶν (28 Ἰουλ./10Αὐγ. 1920) παραχωρήθηκε στήν Ἑλλάδα ὁλόκληρη ἡ Δυτική Θράκη καί σχεδόν ὅλη ἡ Ἀνατολική.

Στίς 9 Αὐγούστου τοῦ 1920 ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος μέ τηλεγράφημά του πρός τόν ὕπατο ἁρμοστή τῆς Ἑλλάδας στή Θράκη Ἀντ. Σαχτούρη συνιστοῦσε τή λήψη οὐσιαστικῶν μέτρων γιά τήν ἀναδιοργάνωση τῶν νέων ἑλληνικῶν ἐδαφῶν καί τήν ἐφαρμογή ἑνός σχεδίου πού θά ἐνέπνεε ἐμπιστοσύνη σε ὅλες τίς ἐθνότητες, θά ἐξασφάλιζε τήν ἰσονομία και τήν ἰσοπολιτεία καί θά συνέβαλλε στήν ἄμεση παλιννόστηση τῶν ἐκτοπισμένων ἑλληνικῶν πληθυσμῶν.

Τό πολύμοχθο ὅμως ἔργο τῆς ἑλληνικῆς διοίκησης στήν ἑνιαία πιά Θράκη καί οἱ ἐλπίδες ἑκατοντάδων χιλιάδων Ἑλλήνων δέν στάθηκε δυνατό να δικαιωθοῦν. Τά γεγονότα τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς ἦρθαν νά ἐπηρεάσουν ἄμεσα καί τήν ἑλληνική παρουσία στήν Ἀνατολική Θράκη.

Ἡ παρουσία χιλιάδων προσφύγων ἀπό τή Μικρά Ἀσία «γυμνῶν, πειναλέων, διψαλέων καί ἀλλοφρονούντων» δημιούργησε ἀναταραχή ἀνάμεσα στους ἑλληνικούς πληθυσμούς τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης και προκάλεσε τήν κορύφωση τῆς ἔνοπλης τουρκικῆς καί βουλγαρικῆς δραστηριότητας τό Σεπτέμβριο τοῦ 1922.

Στίς 25 Σεπτεμβρίου ὁ Ἐλευθέριος Βενιζέλος ἔστειλε τό ἑξῆς συνταρακτικό τηλεγράφημα προς τούς πληρεξούσιους Θράκες στά Μουδανιά, ἀνακοινώνοντας τήν ἀπώλεια τῆς ἑλληνικῆς Ἀνατολικῆς Θράκης: «Ἀνακοινώσατε, παρακαλῶ, τηλεγράφημα εἰς πληρεξουσίους Θρᾴκης Ἀνατολική Θρᾴκη ἀπωλέσθη ἀτυχῶς δι’ Ἑλλάδα καί ἐπανέρχεται εἰς ἄμεσον κυριαρχίαν Τουρκίας, ἀποκλειομένης πάσης διαμέσου λύσεως, οἷα ὑπονοουμένη εἰς τηλεγράφημά μας. Ἐπίπλέον ὑποχρεούμεθα νά ἐκκενώσωμεν ἀπό τοῦδε Θρᾴκην. Ὁλόκληρος προσπάθειά μου στρέφεται πῶς χάνοντες Θράκην νά σώσωμεν ἐν μέτρῳ δυνατῷ Θρᾴκας…».

Μετά τήν ὑπογραφή τοῦ πρωτοκόλλου τῶν Μουδανιῶν (11 Ὀκτωβρίου 1922), τό ὁποῖο οἱ συμμαχικές δυνάμεις παρουσίασαν ὡς τετελεσμένο στην ἑλληνική ἀντιπροσωπεία, ὁ ἑλληνικός στρατός διατάχθηκε μέσα σέ 15 μέρες νά ἐκκενώσει τήν Ἀνατολική Θράκη καί νά ἀποσυρθεῖ δυτικά τοῦ Ἕβρου. Ντόπιοι καί προσφυγικοί πληθυσμοί τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης καταλήφθηκαν ἀπό πανικό καί δέν σκέφτονταν τίποτε ἄλλο παρά τούς τρόπους φυγῆς τους. Αὐτόπτες μάρτυρες ἀποδίδουν τήν πραγματικότητα:

«Ἡ ἔξοδος αὕτη παρίστα σπαραξικάρδιον θέαμα. Διά τῆς πόλεως Μ. Γεφύρας, κεντρικῆς ὁδοῦ πολλῶν περιφερειῶν, ἐπί ἡμέρας καί νύκτας πολλάς διήρχοντο μυριάδες προσφύγων τῆς Μ. Ἀσίας καί Θράκης. Θρῆνοι καί ὀδυρμοί καί ἀραί στυγεραί κατά τῶν ὑπαιτίων τῆς τραγικῆς συμφορᾶς ἐπλήρουν τους αἰθέρας…».

Στίς Σαράντα Ἐκκλησιές παρέμειναν τελικά 150 ἑλληνικές οἰκογένειες, οἱ ὁποῖες ὑποχρεώθηκαν κι αὐτές ἀπό τίς τραγικές περιστάσεις νά ἐκπατριστοῦν τό Μάρτιο τοῦ 1924.

 

Ἑλληνικοί προσφυγικοί πληθυσμοί στή Δράμα – Θρακιῶτες πρόσφυγες

 

Ἡ Δράμα ἀποτέλεσε στίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα τόπο ἐγκατάστασης πολλῶν προσφυγικῶν πληθυσμῶν. Ἕλληνες ἀπό περιοχές πού κατακυρώθηκαν στή Βουλγαρία καί τή Σερβία ἔφτασαν ἐδῶ μετά το τέλος τῶν Βαλκανικῶν πολέμων. Καυκάσιοι καί Πόντιοι, λόγῳ τῆς κατάληψης ρωσικῶν ἐπαρχιῶν ἀπό τους Τούρκους, ἐγκαταστάθηκαν στήν ἀγροτική περιφέρεια, σέ οἰκήματα τῶν παλιννοστούντων Θρακῶν το 1920. Χιλιάδες πρόσφυγες ἀπό τή Μικρά Ἀσία καί τον Πόντο, τήν Ἀνατολική Θράκη καί τήν Καππαδοκία, ἔχοντας ὑποχρεωθεῖ νά ἐγκαταλείψουν τίς προαιώνιες ἑστίες τους μετά τή Μικρασιατική Καταστροφή, ἐγκαταστάθηκαν στήν πόλη καί στήν περιφέρειά της.

Ἡ δημογραφική αὔξηση ἦταν ἐντυπωσιακή. Ὁ ἀστικός πληθυσμός διπλασιάστηκε. Ἀπό 15.263 τό 1920 ἔφτασε, μέ βάση τήν ἀπογραφή τοῦ 1928, τίς 32.186.

Ὁ ἐκτεταμένος ἐποικισμός στό νομό Δράμας δεν εἶναι χωρίς ἐξήγηση. Ἡ Δράμα ἦταν εὐαίσθητη γεωγραφικά ἐπαρχία τῆς Βόρειας Ἑλλάδας, ἀραιοκατοικημένη, πού ἔπρεπε γιά λόγους ἐθνικῆς ἀσφάλειας να ἐνισχυθεῖ δημογραφικά καί νά ἀποκτήσει ἐθνική συνοχή, ὥστε νά ἐμπεδωθεῖ ἡ ἑλληνικότητά της. Ἐπιπλέον οἱ ὅροι γιά τόν ἐποικισμό τῆς Δράμας ἦταν εὐνοϊκοί. Διέθετε ὄχι μόνο εὔφορη πεδιάδα, προϋπόθεση γιά τή χωροθέτηση νέων οἰκισμῶν, ἀλλά καί ἀκίνητα τῶν μουσουλμάνων, πού ἀνταλλάχθηκαν μέ βάση τή συνθήκη τῆς Λωζάννης (1923), καί τῶν σλαβόφωνων, πού μετανάστευσαν στό πλαίσιο τῆς συνθήκης τοῦ Νεϊγύ (1919).

Εἰδικότερα μετά τή συνθήκη τοῦ Βουκουρεστίου (Ἰούλιος/Αὔγουστος 1913) ἔφτασαν στή Δράμα Ἕλληνες πρόσφυγες ἀπό τό ἄνω Νευροκόπι, τη Στρώμνιτσα καί τό Μελένικο καί ἐγκαταστάθηκαν στή Γραμμένη, στή Μικρόπολη καί στήν Προσοτσάνη.

Μέ τίς συνθῆκες τοῦ Βουκουρεστίου καί τῆς Κωνσταντινουπόλεως (Σεπτέμβριος 1913) ἐπιδικάστηκε στή Βουλγαρία ἡ περιοχή τοῦ Ὀρτάκιοϊ, πού ἦταν κωμόπολη δυτικά τῆς Ἀδριανούπολης, ἕδρα τοῦ ὁμώνυμου καζᾶ τοῦ σαντζακίου τῆς Ἀδριανούπολης καί ἕδρα ὀθωμανικῶν διοικητικῶν ὑπηρεσιῶν. Στήν περιφέρειά του ἀνῆκε καί ἡ Λίτιτσα.

Ὁ ἄγριος διωγμός πού ἀκολούθησε ἀπό τους Βουλγάρους ἐξανάγκασε τούς κατοίκους τοῦ Ὀρτάκιοϊ καί τῆς Λίτιτσας νά ἐγκαταλείψουν τήν περιοχή τους τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1913. Οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς ἐγκαταστάθηκαν τό 1914 ὡς πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη, στήν Ἐλευθερούπολη, στή Μικρόπολη καί στήν πόλη τῆς Δράμας. Τόν ἴδιο χρόνο ἔφτασαν στή Δράμα πρόσφυγες καί ἀπό τήν περιοχή τοῦ Στενήμαχου (πόλη τῆς Ἀνατολικῆς Ρωμυλίας- Βόρειας Θράκης).

Κατά τό 1913/4 στήν περιοχή τῆς Δράμας ἐγκαταστάθηκαν 689 οἰκογένειες ἀπό τή Θράκη (2.765 ἄτομα) καί 800 οἰκογένειες ἀπό τή Βουλγαρία (3.205 ἄτομα). Μέ τήν ἔλευση τῶν προσφύγων ἐνισχύθηκε σέ μεγάλο βαθμό ἡ ἑλληνικότητα τῆς Δράμας, καθώς σέ πληθυσμό 23.300 κατοίκων οἱ 13.500 ἦταν Ἕλληνες καί οἱ 9.800 Τοῦρκοι.

Ἕλληνες πρόσφυγες ἀπό τή Βόρεια Θράκη ἐγκαταστάθηκαν στήν περιοχή μας καί μέ τήν ὑπογραφή τῆς συνθήκης τοῦ Νεϊγύ (Νοέμβριος 1919) καί τοῦ «Συμφώνου περί ἀμοιβαίας μεταναστεύσεως μεταξύ Ἑλλάδας καί Βουλγαρίας».

Τό 1928 οἱ προσφυγικές οἰκογένειες τῆς Δράμας πού ποέρχονταν ἀπό τή Θράκη ἦταν 2.636, ἀπό τον Πόντο 7.250, ἀπό τή Μικρά Ἀσία 3.930, ἀπό τη Βουλγαρία 654, ἀπό τόν Καύκασο 650 καί ἀπό ἄλλες περιοχές 6. Τό ποσοστό τῶν προσφύγων στήν πόλη τῆς Δράμας ἔφτασε τό 70,2%. Τό 1930 ὁ νομός Δράμας ἦταν ὁ πρῶτος πανελλαδικά σέ ἐγκατάσταση προσφύγων, μέ 66.758 ἄτομα.

Στό νομό Δράμας οἱ Θρακιῶτες πρόσφυγες καί οἱ Μικρασιάτες ἐγκαταστάθηκαν σέ πεδινές περιοχές, ἐνῶ οἱ Πόντιοι καί οἱ Καππαδόκες σέ ὀρεινές.

Οἱ πρόσφυγες ἀπό τήν Ἀνατολική Θράκη ἐγκαταστάθηκαν στή Δράμα, στό Καλαμπάκι, στον Καλό Ἀγρό, στή Νικοτσάρα καί στή Φτελιά.

Στήν πόλη τῆς Δράμας στίς ἀρχές τῆς δεκαετίας τοῦ 1930 εἶχαν δημιουργηθεῖ οἱ προσφυγικές συνοικίες τῶν Ἀμπελοκήπων, τῶν Βορειομακεδόνων, τοῦ Ἐποικισμοῦ, τοῦ Κρατικοῦ Συνοικισμοῦ, τῆς Νέας Κρώμνης, τῳν Ὀρτακινῶν, τῆς Περιθάλψεως, τῶν Σαρανταεκκλησιωτῶν, τῶν Στενημαχητῶν καί τοῦ Ταμείου Στεγάσεως.

Ἡ ἐγκατάσταση τῶν προσφύγων στή Δράμα παρουσίαζε πολλά προβλήματα. Οἱ πρόσφυγες εἶχαν νά ἀντιμετωπίσουν τή φτώχεια, τήν ἀνεργία, τίς ἐπιδημίες, προβλήματα στή στέγαση, στή σίτιση και στήν ὑγειονομική περίθαλψη, ἀλλά καί τή θλίψη για τήν ἀπώλεια συγγενικῶν προσώπων καί τήν πίκρα τῆς ἐγκατάλειψης τῶν πατρογονικῶν ἑστιῶν.

Ὡστόσο ἡ ἐγκατάστασή τους στή Δράμα, σέ συνδυασμό μέ τήν ἀποχώρηση τῶν Τούρκων κατοίκων, ἐνδυνάμωσε ἐθνολογικά τήν πόλη καί ἔδωσε νέα δυναμική ὤθηση τόσο στήν οἰκονομία, ὅσο καί στην πολιτιστική ζωή της μέ τήν ἐνεργητικότητα, την ἐργατικότητα καί τήν πολιτιστική παράδοση τῶν προσφύγων. Παράλληλα πέτυχαν νά ἐνισχύσουν τήν ἐθνοτοπική τους ταυτότητα, μέσῳ τῶν πολιτιστικῶν συλλόγων πού ἵδρυσαν, μέ σκοπό τή διάσωση τῶν χορῶν, τῶν τραγουδιῶν, τῶν ἐθίμων και τῶν διαλέκτων τους.

Στήν πόλη τῆς Δράμας οἱ πρόσφυγες ἀπό το Ὀρτάκιοϊ δημιούργησαν τό συνοικισμό Ὀρτακινά. Ὁ συνοικισμός αὐτός ἐκτεινόταν ἀνατολικά τῆς πόλεως, ἀπό τή Λεωφόρο Στρατοῦ μέχρι τή σημερινή ὁδό Ἀδριανουπόλεως καί ἀπό τρίγωνο τῆς ὁδοῦ Σκρᾶ μέχρι τό συνοικισμό τῶν Κρατικῶν, στήν περιοχή τῶν τουρκικῶν νεκροταφείων. Ἀναφορά στή δημιουργία αὐτοῦ τοῦ συνοικισμοῦ γίνεται στήν ἐφημερίδα «Θάρρος», στό φύλλο τῆς 17ης Ἰουλίου 1924:

«Σχετικά μέ τό ζήτημα τῆς ἀνεγέρσεως τοῦ Συνοικισμοῦ Ὀρτακινῶν καί τήν κατάληψιν τῶν οἰκοπέδων τούτων ἀπό τῆς ἐνταῦθα Μεραρχίας, ὅπως τά χρησιμοποιήσῃ ὡς ἱπποδρόμιον, ἐλήφθη εἰς την ἐνταῦθα Διεύθυνσιν Ἐποικισμοῦ διαταγή, διά τῆς ὁποίας ἐντέλλεται αὕτη νά χαραχθῇ ὁ συνοικισμός Ὀρτακινῶν εἰς τά πρός τοῦτο πρό πολλοῦ προορισθέντα οἰκόπεδα. Ὅσον ἀφορᾶ εἰς τάς ἀνάγκας τῶν Στρατιωτικῶν θά ἐξευρεθεῖ ἕτερος χῶρος…».

Ἡ ἴδια ἐφημερίδα σέ δημοσίευμά της στίς 7/4/27 ἀναφέρει:

«Ὡς εἶναι γνωστόν κατά τό 1920 ὁ μεταξύ τῶν ὁδῶν “Φιλίππου” καί “Σκρᾶ” χῶρος ὅπου σήμερον αἱ ἑκατοντάδες τῶν νέων οἰκοδομῶν, ἐχρησίμευον ὡς ἕνα τῶν πολλῶν Τουρκικῶν νεκροταφείων… Κατά μῆνα Ὀκτώβριον τοῦ 1922 ἡ Δράμα κατεκλύσθη ἀπό τούς πρόσφυγας τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης, οἱ ὁποῖοι ἐλλείψει ἄλλης στέγης ἐστεγάζοντο δίκην σαρδελλῶν ὑπό σκηνάς, τάς ὁποίας τό κράτος εἶχε παραχωρήσει… Συνεστήθη Ἐπιτροπή… ἡ ὁποία προέτρεψε τούς δυναμένους ἐκ τῶν προσφύγων να ἀνεγείρωσι οἰκοδομάς ἐπί τοῦ χώρου τοῦ περί οὗ ὁ λόγος νεκροταφείου πρός στέγασίν των».

Στό συνοικισμό Ὀρτακινά οἱ Θρακιῶτες πρόσφυγες βρῆκαν ἕνα μουσουλμανικό τζαμί, κατάλοιπο τῆς μακραίωνης τουρκοκρατίας, τό ὁποῖο μετέτρεψαν σέ ἐκκλησία. Στό χῶρο αὐτό τοποθέτησαν και διαφύλαξαν τά ἱερά κειμήλια τά ὁποῖα ἔφεραν ἀπό τήν πατρίδα τους, ἀπό τό ναό τῶν Ἁγίων Δώδεκα Ἀποστόλων τοῦ προαστίου Κιρισχανέ τῆς Ἀδριανουπόλεως.

Τό ὅραμα τῶν προσφύγων ἦταν να χτίσουν ἕνα ναό στό ὄνομα τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, πού νά τους θυμίζει τήν ἀλησμόνητη πατρίδα τους. Ὁ ἱερός αὐτός ναός θεμελιώθηκε τό 1972 ἀπό τόν τότε Μητροπολίτη Δράμας Διονύσιο Κυράτσο, καί ἐγκαινιάστηκε στίς 18 Δεκεμβρίου τοῦ 1977.

Τό τέμπλο τοῦ Ναοῦ κοσμοῦν μέχρι σήμερα οἱ ἱερές εἰκόνες-κειμήλια πού ἔφεραν οἱ πρόσφυγες ἀπό τήν πατρίδα τους. Οἱ περισσότερες ἀπό αὐτές ὑπογράφονται ἀπό τό Ζήση Ζωγραφίδη ἀπό το Ὀρτάκιοϊ. Στήν ἀριστερή πλευρά τοῦ τέμπλου οἱ εἰκόνες ἀπεικονίζουν τήν Παναγία Ἐλεοῦσα (1855), τούς Ἁγίους Δώδεκα Ἀποστόλους (1835), τούς ἰσαποστόλους ἁγίους Κωνσταντίνο καί Ἑλένη (1834), τόν ἅγιο Θεόδωρο (1833), τόν ἅγιο Σπυρίδωνα (1834) καί τόν ἅγιο Γεώργιο (1884). Στή δεξιά πλευρά τοῦ τέμπλου εἰκονίζονται ὁ Ἰησοῦς Χριστός (1833), ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος (1833), οἱ Τρεῖς Ἱεράρχες(1833), ὁ ἅγιος Μηνᾶς (1834), ὁ ἅγιος Χαράλαμπος(1834), καί ὁ ἅγιος Δημήτριος ὁ Μυροβλύτης (1896). Στήν ἀριστερή θύρα τοῦ ἱεροῦ εἰκονίζονται οἱ Ἀρχάγγελοι Μιχαήλ καί Γαβριήλ (1844). Ἡ εἰκόνα αὐτή ἦταν ἀφιέρωμα τῆς συντεχνίας τῶν ἀραμπατζήδων.

Πολλά ἀπό τά ἄλλα κειμήλια πού ὑπῆρχαν στον ἀρχικό ναό βρίσκονται σήμερα στό Ἐκκλησιαστικό Μουσεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας.

Οἱ πρῶτοι ἱερεῖςτοῦ ναοῦ τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων ἦταν ὁ παπα-Γιώργης, πρόσφυγας ἀπό την Ἀδριανούπολη, καί ὁ παπα-Δημήτρης, πρόσφυγας ἀπό τή Λίτιτσα.

 

Η εικόνα της Παναγίας στο Δοξάτο

 

Ἱερό κειμήλιο τῶν Θρακιωτῶν προσφύγων ἀποτελεῖ καί ἡ θαυματουργός εἰκόνα τῆς Παναγίας Βρεφοκρατούσας πού βρίσκεται σήμερα θησαυρισμένη στόν ἱερό Ναό Ἁγίου Ἀθανασίου Δοξάτου. Προέρχεται ἀπό τόν ἱερό ναό τῆς Παναγίας Παχνιώτισσας, πού βρισκόταν στό χωριό Μαγούλα (Καβατζίκι), στή Μακρά Γέφυρα τῆς Ἀνατολικῆς Θράκης. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες τῶν προσφύγων, ὁ ναός τῆς Παναγίας γιόρταζε στίς 8 Σεπτεμβρίου, στό Γενέθλιο τῆς Θεοτόκου. Ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας ἦταν θαυματουργός καί στή χάρη της προσέτρεχαν ὄχι μόνο οἱ χριστιανοί ἀλλά καί πολλοί Τοῦρκοι τῆς περιοχῆς. Οἱ διαστάσεις τῆς εἰκόνας εἶναι 82 ἑκ. ὕψος, 52 ἑκ. πλάτος καί 2 ἑκ. πάχος.

Μέ τόν ξεριζωμό οἱ κάτοικοι τοῦ χωριοῦ φόρτωσαν στίς ἅμαξές τους ὅ,τι μποροῦσαν ἀπό τά ὑπάρχοντά τους καί σχηματίζοντας καραβάνι ἑτοιμάστηκαν νά ξεκινήσουν γιά τό ἄγνωστο. Ὅμως τά ζῶα δέν ξεκινοῦσαν. Βλέποντας οἱ τοῦρκοι στρατιῶτες αὐτή τήν καθυστέρηση ἐξοργίστηκαν καί ἄρχισαν νά πυροβολοῦν. Τότε οἱ χωρικοί θυμήθηκαν την εἰκόνα τῆς Παναγίας. Ὁ Μόσχος Τριανταφυλλάκης ἔσπευσε μέ τό ἄλογό του στήν ἐκκλησία τῆς Παναγίας, πῆρε τήν εἰκόνα στήν ἀγκαλιά του καί, καθώς ἐπέστρεφε στό χῶρο τῆς συγκέντρωσης, δέχτηκε δύο σφαῖρες ἀπό τούς Τούρκους. Ἡ μία ἀπό αὐτές χτύπησε πάνω στήν εἰκόνα καί ἔτσι σώθηκε ὁ ἴδιος. Ἡ γυναίκα του τοποθέτησε τήν εἰκόνα κάτω ἀπό τά ροῦχα, στό πάτωμα τῆς ἅμαξας, καί τότε μόνο ξεκίνησαν τά ζῶα. Οἱ πρόσφυγες ἀπό τό Καβατζίκι ἐγκαταστάθηκαν ἄλλοι στή Βρυσούλα Φερρῶν, ἄλλοι στή Λυδία Καβάλας καί ἄλλοι στό Δοξάτο τῆς Δράμας.

Γιά τριάντα χρόνια ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας φυλασσόταν στό σπίτι τῆς οἰκογένειας Μόσχου Τριανταφυλλάκη. Τό 1950 σέ συνεννόηση καί μέ ἄλλους Καβατζικιῶτες παραδόθηκε στόν ἱερό ναό Ἁγίου Ἀθανασίου Δοξάτου καί τοποθετήθηκε σέ προσκυνητάρι στό γυναικωνίτη τοῦ ναοῦ. Μετά τήν ἀνακαίνιση τοῦ ναοῦ καί ἀφοῦ πρῶτα συντηρήθηκε, τοποθετήθηκε στό ἱερό βῆμα τοῦ ναοῦ.

 

Η τέχνη των θρακιωτών καροποιών

 

Μία ἀπό τίς τέχνες πού ἔφεραν στήν πόλη τῆς Δράμας οἱ Θρακιῶτες πρόσφυγες εἶναι ἡ τέχνη τῶν καροποιῶν. Ὅσοι ἔζησαν στή δεκαετία τοῦ ’60 θα θυμοῦνται ἀσφαλῶς τά πανέμορφα ζωγραφιστά παϊτόνια πού στάθμευαν ἔξω ἀπό τή Σκεπαστή Ἀγορά τῆς πόλης, τά στολισμένα τους ἄλογα, μέ τά μελωδικά χάνδρινα χαϊμαλιά καί τά στρογγυλά κουδουνάκια στό λαιμό, κάλπαζαν ρυθμικά στά καλντερίμια τῆς πόλης. Ἦταν ἔργα προσφύγων καροποιῶν ἀπό τήν Ἀδριανούπολη, πού εἶχαν τά ἐργαστήριά τους κοντά στήν ξύλινη γέφυρα, στό συνοικισμό τῶν Δώδεκα Ἀποστόλων, ὅπου ἦταν καί οἱ στρατιωτικοί φοῦρνοι. Ἡ θέση αὐτή τῶν ἐργαστηρίων δέν ἦταν ἄσχετη μέ ἐκείνη τῶν καροποιείων τῆς Ἀδριανούπολης πού ἦταν κοντά ἤ κάτω ἀπό τίς γέφυρες, στις ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ἕβρου καί τῶν παραποτάμων του Τούντζα καί Ἄρδα. Εἶναι γνωστά τά ὀνόματα τεσσάρων καροποιῶν, ἀπό τούς ὁποίους ὁ ἕνας εἶχε τό ἐργαστήριό του στήν Προσοτσάνη. Ἡ περιοχή τῆς Δράμας-Προσοτσάνης μέ τά πλούσια δάση της στά βόρεια, καί τό μεγάλο κάμπο στά πόδια της, διευκόλυνε τήν ἀνάπτυξη τοῦ ἐπαγγέλματος, ἐπειδή ὑπῆρχε ἄφθονη ξυλεία καί λειτουργοῦσαν σύγχρονα ἐργοστάσια γιά τήν ἐπεξεργασία της. Στήν πόλη τῆς Δράμας καί τῆς Προσοτσάνης οἱ καροποιοί εἶχαν ἀνεπτυγμένα ἐργαστήρια μέ καλφάδες καί τσιράκια. Τό ἐπάγγελμα τῶν καροποιῶν οὐσιαστικά ἦταν ἕνα κλειστό ἐπάγγελμα, μέ δουλειά γιά μικρούς καί μεγάλους, ὅπως τά περισσότερα παραδοσιακά ἐπαγγέλματα. Δούλευαν καλά μέ πολλές παραγγελίες.

 

Προσφυγικοί σύλλογοι πού δραστηριοποιήθηκαν στή Δράμα:

 

-Θρακικός Σύλλογος «Κωνσταντῖνος Παλαιολόγος». Ἀναφέρεται στό «Θάρρος» τῆς Δράμας, ἀρ. φ. 211/18-7-1924. Ἱδρύθηκε στή Δράμα τό 1919.

– Θρακικός Σύλλογος Ἀδριανουπόλεως καί Περιχώρων. «Θάρρος» τῆς Δράμας, ἀρ.φ. 326/1-12-1924.

-Σωματεῖον τῶν ἐκ βουλγαρικῆς Θράκης προσφύγων «Τό Ὀρτάκιοϊ». Ἱδρύθηκε στή Δράμα το 1924.

-Θρακική Ἑστία Δράμας. Ἱδρύθηκε στή Δράμα τό 1955.

 

Πηγές

 

  1. Κωνσταντίνου Α. Βακαλόπουλου, Ἱστορία τοῦ Βόρειου Ἑλληνισμοῦ, Θράκη, ἐκδ. Ἀ/φῶν Κυριακίδη.
  2. Ἡ Δράμα καί ἡ περιοχή της, Ἱστορία καί Πολιτισμός, Β’ Ἐπιστημονική Συνάντηση (Δράμα 18-22 Μαΐου 1994), ΔΕΚΠΟΤΑ, Δράμα 1998, τόμοι Β’1, Β’2.
  3. Ἡ Δράμα καί ἡ περιοχή της, Ἱστορία καί Πολιτισμός, Ε’ Ἐπιστημονική Συνάντηση (Μάιος 2006), ΔΕΚΠΟΤΑ, Δράμα 2013, τόμος Ε’2.
  4. Ἡ Ἑλληνική Ἐπανάσταση στή Θράκη, Βικιπαίδεια.
  5. Ἰωάννη Ζαπάρτα, Ἡ Θράκη τῶν Ἑλλήνων Θρηίκων, Ὑπουργεῖο Ἐθνικῆς Ἄμυνας, Ἀθήνα 2000.
  6. Θρακική Ἑστία Δράμας, 60 Χρόνια 1955-2016, Δράμα 2015.
  7. Προφορικές Μαρτυρίες Θρακιωτῶν Προσφύγων.