ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
Εδώ και μέρες τάιζε πλουσιοπάροχα τον Πήγασο ο Στρατής ο Πλατανιώτης. Κι ήταν η ταγή του ξανθό κριθάρι κι ολοπράσινο τριφύλλι! Ήθελε να τον καρδαμώσει όσο του γινόταν μπορετό για να αντέξει το ταξίδι στο Ανηλιοχώρι. Δεν κρατούσαν και τόσο τα πόδια του Πήγασου, γιατί είχαν συσσωρευτεί αρκετοί Μάηδες στα καπούλια του.
Θα πήγαιναν μπορεί για τελευταία φορά να γιορτάσουν το κοσμοϊστορικό γεγονός της Ανάστασης του Θεανθρώπου. Το συνήθιζαν χρόνια τούτο το ταξίδι. Το περίμεναν πώς και πώς.
Λίγο πριν την Ανάσταση του έβαλε τη γιορτινή σέλα και το γαλάζιο ματόχαντρο. Κι ύστερα πατώντας στον αριστερό αναβολέα βρέθηκε στην πλάτη του με κόπο. Είχε κι ο Στρατής τα χρονάκια του.
Μπορεί η σαρξ του να ήταν ασθενής, όμως η καρδούλα του χτύπαγε σαν του ντελίγκανη.
Πήραν τη στράτα με ρυθμό πορείας, που πρόδιδε την ηλικία τους. Δεξιά κι αριστερά οι ποώδεις βατσινιές έμοιαζαν με νυφούλες έτοιμες για την εκκλησιά. Δεν πήγαιναν πίσω και οι πασχαλιές με τα θυσανωτά άνθη τους. Άλλα μωβ κι άλλα λευκά. Και το σμάρι των μελισσών σε ρυθμό βιάσης έκανε την επίσκεψή τους, που δεν ξπερενούσε κάποια δευτερόλεπτα.
Κατάκοποι έφτασαν στο Ανηλιοχώρι. Αφίππευσε ο Στρατής, ξεσέλωσε τον Πήγασο και τον έβαλε στο στάβλο ν’ αναπαυθεί. Κι ύστερα με την ολόλευκη λαμπάδα του όδευσε προς τον ιερό ναό της Ζωοδόχου Πηγής. Πλησίαζε η ώρα της Ανάστασης.
Ο παπα Αρίστος, παρά τα χρονάκια του, εξακολουθούσε να μαγεύει. Καλλίφωνος παλιά, με τη φωνή τώρα βραχνή γαλήνευε τις ψυχές του ποιμνίου του.
Μπήκε δειλά στην εκκλησία, που φωτιζόταν μόνο από τα λίγα κεριά. Με το βλέμμα αγκάλιασε όλο το χώρο. Αραιό το εκκλησίασμα. Παλιές οι κεφαλές των ανδρών και ρυτιδιασμένο το πρόσωπο των γυναικών. Για γαβριάδες δύσκολα θα έπαιρνες όρκο πως ήταν περισσότεροι από τα δάχτυλα του ενός χεριού.
Οι ψαλμωδίες καλά κρατούσαν παρά την όχι και τόσο ελκυστική φωνή του ενός και μοναδικού ιεροψάλτη.
Στην ώρα του φάνηκε στην Ωραία Πύλη ο παπα Αρίστος κρατώντας στο δεξί του χέρι μια μεγάλη λευκή λαμπάδα. Τα βλέμματα του ευαρίθμου ποιμνίου στράφηκαν προς αυτόν. Αναμέναμε το μεγάλο μήνυμα: «Χριστός Ανέστη». Και τότε ένας ένας
πλησίαζε με αργόσυρτα βήματα κρατώντας ο καθείς τη λαμπάδα του για πάρει το Άγιο Φως και μ’ αυτό ν’ αγιάσει όλο το σπίτι και ν’ ανάψει το καντήλι του.
Ο Στρατής αρκέστηκε μόνο στη λήψη του Αγίου Φωτός. Κι ύστερα ανέμενε την πατροπαράδοτη αβγομαχία. Απογοητεύτηκε. Νωχελικά τα τσουγκρίσματα! Έτσι για το έθιμο.
Θυμήθηκε το θορυβώδες εκείνο πανηγύρι της αβγομαχίας, που κρατούσε για δυο ολόκληρες ημέρες στην πλατεία κάτω από τις μαθουσάλες φτελιές. Θρονιασμένοι στα ξύλινα καρεκλάκια επιδίδονταν σ’ έναν αγώνα, που τον συνόδευε κοντά στα άλλα και ο εγωισμός. Κι ο ηττημένος έχανε το αβγό του, που εμπλούτιζε το καλάθι του νικητή. Έτσι ήταν το έθιμο. Συναισθήματα διαφορετικά.
Κάποιοι πονηροί ήταν εφοδιασμένοι με μπογμάδες ή τσιχτσιρένια ή αβγά φραγκόκοτας για να εξαπατήσουν τους συναγωνιστές τους. Μα κι εκείνοι δεν έτρωγαν χόρτο. Τους απόπαιρναν με οργή.
Βουβή η πλατεία. Εικόνες μόνο μνήμης, που φόρτιζαν με θλίψη την ψυχή. Όμορφοι καιροί, μολονότι τους συνόδευε η φτώχεια. Οι μικροχαρές τούς γέμιζαν την ψυχή και τους ξεκούραζαν από τον καθημερινό μόχθο για επιβίωση. Λίγος ο άρτος ο επιούσιος, όμως γλυκός. Άλλωστε «ουκ εν τω πολλώ το ευ». Και πιο γλυκός, όταν τον συνόδευε η γριά η κότα, που αρνιόταν να συμβάλλει στην οικιακή οικονομία. Γι’ αυτό και η χωρίς τύψη καταδίκη της σε αποκεφαλισμό. Και θύτης ο οικοδεσπότης και μαρτυριάρα η οικοδέσποινα, η αιδοίη ταμίη, που είχε την έγνοια του νοικοκυριού και φρόντιζε τα ζωντανά.
Είδε κι απόειδε αναζητώντας όλους εκείνους με τους οποίους ατέλειωτες ώρες έπαιζε στις αλάνες του Ανηλιοχωρίου. Σκιές μνήμης όλοι τους. Κατοικοεδρεύουν εδώ και χρόνια εν τόπω χλοερώ. Σύννεφο θλίψης σφιχταγκάλιασε την ψυχή του. Ο ανδρικός εγωισμός δεν επέτρεψε στο αθόρυβο δάκρυ να αυλακώσει τις ρυτιδιασμένες παρειές του. Σέλωσε τον Πήγασο, που ανέμενε υπομονετικά τον αφέντη του. Κι ύστερα, κατάφορτος από θλίψη, πήρε το δρόμο του γυρισμού για την πολιτεία, που δεν της έτρεφε και τόση συμπάθεια.
Ο θεός της αγάπης ήρθε για μια ακόμη φορά για να επιβεβαιώσει πως είναι ο αληθινός δότης ζωής.