ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

ΕΡΕΥΝΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΜΑΣ

 

  • «Η ορθή γνώση της ιστορίας αποτελεί την ασφαλή θωράκιση ενός λαού» (Σύγχρονος ιστορικός)

 

Το νεολιθικό οικισμό «Κούμια» της Πλατανιάς τον εντόπισα το Πάσχα του 1968, ύστερα από αμυδρές πληροφορίες των κατοίκων της, οι οποίοι καλλιεργούσαν στην περιοχή καπνό εξαιρετικής ποιότητες.

Από επιφανειακή έρευνα, που πραγματοποίησα γύρω από τον οικισμό επιβεβαιώθηκε ότι όντως πρόκειται για νεολιθικό οικισμό σε λοφίσκο, στο μέσο μιας μικρής έκτασης λίμνης, η οποία εδώ και χιλιάδες χρόνια έπαυσε να υφίσταται.

Το γεγονός ότι ο οικισμός ήταν λιμναίος επιβεβαιώνεται από την αμμώδη σύσταση του εδάφους της περιοχής, η οποία κατέστη εκμεταλλεύσιμη μετά την απόσυρση του νερού.

Η σύσταση του εδάφους εξηγεί εύλογα την ονομασία του ως «Κούμια», που του προσδόθηκε από τους Τούρκους κατοίκους μετά την κατάκτηση της περιοχής γύρω στο 1373 ή 1384.

Ο λοφίσκος – έξαρμα δεν διακρίνεται για το εκτενές εμβαδόν του, σε αντίθεση με τον άλλο νεολιθικό οικισμό του οποίου η έκταση ανέρχεται σε διακόσια περίπου στρέμματα και βρίσκεται στην περιοχή «Μπαλαμπάνι».

Μετά τον εντοπισμό του, έκρινα απαραίτητο να προβώ σε πρώτη δημοσίευση – ανακοίνωση, αλλά και ενημέρωση της αρμόδιας ΙΗ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, η οποία με τη σειρά της τον ενέταξε στον αρχαιολογικό χάρτη της Ανατολικής Μακεδονίας.

Δεν αρκέσθηκα μόνο σ’ αυτές τις ενέργειες, αλλά ενημέρωσα στη συνέχεια και τον επικεφαλής της ανασκαφικής έρευνας στο νεολιθικό οικισμό του Φωτολίβους – Σίταγρών Κόλιν Ρέμφιου, ο οποίος με το επιτελείο του επισκέφθηκε την περιοχή εκδηλώνοντας το ενδιαφέρον του για μελλοντική ανασκαφική έρευνα, αφού ο χώρος εντάσσονταν στην ενασχόλησή του με τους νεολιθικούς οικισμούς στον ελλαδικό χώρο, και ιδιαίτερα στο Μακεδονικό.

Ασφαλώς έκρινα σκόπιμο να μην παγώσει το θέμα της ανασκαφικής έρευνας και συνέχισα την επικοινωνία μου με τον Κ. Ρέμφιου. Δυστυχώς άλλες προτεραιότητες έθεσαν το θέμα στο χρονοντούλαπο. Αυτές μαζί με το μη εκδηλούμενο ενδιαφέρον της επίσημης πολιτείας παραμένουν εδώ και πενήντα περίπου χρόνια στα υπ’ όψη, και γιατί όχι στα λησμονημένα.

Η επίσημη Πολιτεία θα πρέπει να καταστήσει σημαία της ότι ένας τόπος «φθέγγεται την ελληνικότητά του εν λίθοις και μνημείοις σωζομένοις».

Και δεν είναι μόνο η ανάδειξη και προβολή των αρχαιοτήτων η θωράκιση της ιστορικής ταυτότητας, αλλά συνδέεται στενά και με την οικονομική αναβάθμιση, αφού εντάσσεται στα πλαίσια της ποιοτικής τουριστικής κίνησης.

Δεν ξέρω πόσο θα ευαισθητοποιήσει η υπόμνηση τα ώτα αρμοδίων, ώστε να στρέψουν το ενδιαφέρον τους και προς αυτήν την κατεύθυνση.

Νομίζω πως οι αρμόδιοι τοπικοί ταγοί πρέπει να δείξουν ενδιαφέρον και σ’ αυτόν τον τομέα. Ο Νομός μας, γη ευλογημένη και προικισμένη με άφθονα αγαθά επιβίωσης, υπήρξε για χιλιετηρίδες νεροσυρμός λαών, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μας και δημιούργησαν τον εξαίρετο νεολιθικό πολιτισμό στο χώρο των Βαλκανίων καταδεικνύοντας το μέγεθος της ευαισθησίας τους, την επινόηση νέων ειδών διατροφής, την κατασκευή εξαίρετων επιτευγμάτων, τα οποία κινούν τον θαυμασμό και ανασυρόμενα από τα σπλάχνα της ηδωνίδας γης κοσμούν τις προθήκες μουσείων λειτουργώντας ως σεμνοί κήρυκες για την πολλαπλή ανάδειξη του τόπου.

Είναι καιρός να αναταραχθούν τα λιμνάζοντα ύδατα του πολιτισμού και να αποτελέσουν αφετηρία αφύπνισης και ανάπτυξης του τόπου. Και πάνω απ’ όλα ασφαλή θωράκιση από επίβουλες, ανιστόρητες και άδικες πλαστογραφίες. Προβαίνουμε σε σοφές ενέργειες, όταν λειτουργούμε ως Προμηθείς και όχι ως Επιμηθείς.

Έτσι λειτουργώντας περιορίζουμε τις οδυνηρές περιπέτειες, που προκύπτουν από την αμέλειά μας.