ΑΡΘΡΟ

Της Σωτηρίας Γιαννακοπούλου

Πτυχιούχου του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του Α.Π.Θ.

 

Η υπογραφή της Διακήρυξης της Αζαξιό στην Κορσική αιφνιδίασε τους διεθνείς πολιτικούς κύκλους, αναδιανέμοντας τα χαρτιά στο ατελείωτο διπλωματικό παιχνίδι που διεξάγεται στην Ανατολική Μεσόγειο. Εν όψει της πολυαναμενόμενης Συνόδου του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 24-25 Σεπτεμβρίου, στην οποία τα κράτη μέλη θα συγκροτήσουν τον κατάλογο των κυρώσεων έναντι της Τουρκίας, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Μάλτα, η Ιταλία, η Ισπανία, η Κύπρος και η Πορτογαλία έδωσαν ένα ηχηρό μήνυμα ενότητας, προδίδοντας τις διαθέσεις τους έναντι της τουρκικής προκλητικότητας. Τα κύματα, ωστόσο, που άφησε στο διάβα της η επίσημη σύμπλευση των κρατών αποδεικνύονται ιδιαιτέρως ορμητικά, προκαλώντας έντονο προβληματισμό τόσο στον Πρόεδρο Ερντογάν, όσο και στην Άγκελα Μέρκελ, η οποία καλείται πλέον να εγκαταλείψει τη μετριοπαθή στάση της, όντας απειλούμενη από την αποφασιστικότητα της Γαλλίας για τη διευθέτηση του ζητήματος.

 

Τα κεκτημένα

 

Αναμφίβολα, το συμμαχικό κλίμα που κυριάρχησε στη Σύνοδο θεωρήθηκε γόνιμο, ικανοποιώντας την επιθυμία για συναίνεση και χάραξη μίας κοινής στρατηγικής έναντι της Τουρκίας, υπογραμμίζοντας παράλληλα την αξία της αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής και αρωγής μεταξύ των μεσογειακών κρατών. Εντούτοις, παρά το γενικό κλίμα περί αλληλεγγύης, η μοναδική χώρα η οποία προτίθεται να προσφέρει εμπράκτως την στήριξη της προς την Ελλάδα είναι η Γαλλία. Ασφαλώς, είναι πολύ σημαντικό το γεγονός ότι προχώρησαν οι συμφωνίες για την προμήθεια και τον εκσυγχρονισμό των οπλικών συστημάτων, ωστόσο το φλέγον ζήτημα το συζητήσεων Μακρόν-Μητσοτάκη είναι η σύναψη αμυντικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, σκέψη η οποία έχει τεθεί στο τραπέζι των συζητήσεων από τον Ιούλιο. Η εν λόγω αμυντική συμμαχία είναι εξαιρετικής σημασίας εξαιτίας της ρήτρας στρατιωτικής συνδρομής που περιλαμβάνει, η οποία προβλέπει ότι εάν ένα από τα δύο κράτη δεχτεί κάποια επίθεση που απειλεί την εδαφική του ακεραιότητα, το έτερο μέρος δεσμεύεται να το συνδράμει στρατιωτικά. Δεδομένου, λοιπόν, του ότι η Γαλλία δεν απειλείται άμεσα από κάποιο άλλο κράτος, αντιλαμβανόμαστε ότι η συγκεκριμένη ρήτρα προϊδεάζει για αποστολή γαλλικού στρατού και στόλου στο Αιγαίο σε περίπτωση που η Τουρκία παραβιάσει τα θαλάσσια σύνορα της Ελλάδας. Συνεπώς, η μελλοντική σύναψή της θα μπορούσε να αποτελέσει άσσο στο μανίκι της ελληνικής πλευράς.

Ένα εξίσου σημαντικό κεφάλαιο που ολοκληρώθηκε με την υπογραφή της διακήρυξης είναι η θέση των κρατών μελών της Μεσογείου. Παρόλο που οι θέσεις της Ελλάδας, της Κύπρου και της Γαλλίας ήταν ανέκαθεν σαφείς, δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε το ίδιο για την Ισπανία, τη Μάλτα και την Ιταλία, γεγονός που δυσχέραινε την πορεία των εξελίξεων στην Νότια πτέρυγα της Ευρώπης, διευκολύνοντας έμμεσα τα σχέδια Ερντογάν. Οι αιτίες πίσω από την στάση τους; Μα φυσικά η εξυπηρέτηση των προσωπικών συμφερόντων τους! Οι σχέσεις Ισπανίας-Τουρκίας, αν και άγνωστες στην πλειοψηφία, παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον, όντας χτισμένες πάνω σε γερά οικονομικά θεμέλια. Η ισπανοί θεωρούνται από τους βασικούς επενδυτές στη γείτονα χώρα, συμβάλλοντας ενεργά στην ανάπτυξη της τουρκικής οικονομίας τις τελευταίες δεκαετίες. Επομένως, η οικονομική κατάρρευση της Τουρκίας θα ήταν ικανή να επηρεάσει ως έναν βαθμό και την ισπανική βιομηχανία. Λαμβάνοντας αυτό ως δεδομένο, μπορεί κανείς εύκολα να ερμηνεύσει την κατευναστική στάση της Ισπανίας όλο αυτό το διάστημα.

Τα συμφέροντα που επιδίωκε να προστατεύσει η Ιταλία μέσω της σιγής που διατηρούσε μέχρι πρότινος δεν ήταν οικονομικά, αλλά επικεντρώνονταν στις ουτοπικές βλέψεις της για την Λιβύη και τους θαλάσσιους δρόμους της Μεσογείου. Πιο συγκεκριμένα, η Ιταλία παρακινούμενη από τη φιλοδοξία της για μία ενδεχόμενη συνεργασία με την Τουρκία σε περίπτωση επέμβασής της στη Λιβύη, υιοθέτησε την πολιτική των ίσων αποστάσεων, περιορίζοντας τις θέσεις στα γνωστά ευχολόγια περί ειρηνικής συμβίωσης και κατευνασμού των εντάσεων. Ωστόσο, η ισορροπιστική πολιτική που ακολουθούσε έλαβε οριστικό τέλος με την σύναψη συμφωνίας για την ΑΟΖ στο Ιόνιο, ενώ και με την υπογραφή της στη Διακήρυξη της Αζαξιό επισφράγισε την στήριξή της προς την Ελλάδα και την Κύπρο. Όσον αφορά τη Μάλτα, το γεγονός ότι οι θέσεις της σχετικά με τις θαλάσσιες ζώνες ταυτίζονταν σε μεγάλο βαθμό με εκείνες της τουρκικής πλευράς, συνέβαλε όλο αυτό το διάστημα έμμεσα στην ισχυροποίησή τους, εμβαθύνοντας παράλληλα την σχέση των δύο κρατών. Η υπογραφή της κοινής Διακήρυξης, επομένως, τερματίζει την αμφίρροπη θέση των τριών αυτών κρατών, ενισχύοντας τις θέσεις της Ελλάδας και της Γαλλίας εν όψει της Συνόδου Κορυφής, εξασφαλίζοντας τρεις νέους συμμάχους υπέρ των διεκδικήσεών τους ως προς τη λίστα κυρώσεων έναντι της Τουρκίας.

 

Τι επιδιώκει ο Μακρόν;

 

Πονοκέφαλος έχει αποδειχθεί ο γάλλος Πρόεδρος για τον Ερντογάν, ο οποίος επιστρατεύοντας κάθε δυνατό μέσο επιδιώκει την αποδυνάμωση της Τουρκίας, συμβάλλοντας στην διεθνοποίηση των ελληνοτουρκικών και στην παραδειγματική απόδοση κυρώσεων έναντι της Άγκυρας. Τα φιλελληνικά αισθήματα Μακρόν είναι σεβαστά, ωστόσο θα ήταν κανείς τουλάχιστον αφελής αν απέδιδε τη αποφασιστική στάση του στην αγάπη του για τον ελληνικό πολιτισμό. Ασφαλώς, μία σημαντική παράμετρος είναι το ζήτημα της Λιβύης. Η ανάμειξη Ερντογάν στα εσωτερικά ζητήματα της βορειοαφρικανικής χώρας έχει καταδικαστεί πολλάκις από το Παρίσι, επισημαίνοντας τους κινδύνους που εγκυμονούν οι εξοπλιστικές επιχειρήσεις της Τουρκίας στο ήδη τεταμένο κλίμα στην περιοχή. Επιπλέον ο ορυκτός πλούτος της και η αδυναμία των τοπικών κυβερνήσεων να διαχειριστούν το βάρος των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου, αυξάνει το ενδιαφέρον της Γαλλίας, δεδομένων και των παραδοσιακών αποικιακών σχέσεων του Παρισιού με τις χώρες της Βόρειας Αφρικής. Συνεπώς ο Μακρόν δεν προτίθεται να αφήσει την Λιβύη και τα κοιτάσματά της έρμαιο στα χέρια του Ερντογάν, ειδικά αυτήν την περίοδο που η Ευρώπη δοκιμάζεται από την προσφυγική κρίση και τις ανεξέλεγκτες προσφυγικές εισροές.

Ο έλεγχος των υδρογονανθράκων και των θαλάσσιων εμπορικών δρόμων της Μεσογείου δεν αποτελούν, ωστόσο, τα μοναδικά κίνητρα Μακρόν. Η ιδέα που τον ελκύει περισσότερο στο όλο ζήτημα είναι το κενό ισχύος που έχει δημιουργηθεί στην Μέση Ανατολή αυτήν την στιγμή εξαιτίας της αποχώρησης των ΗΠΑ από την περιοχή. Ο Τραμπ, όντας πιεσμένος από την κρίση στο εσωτερικό του αλλά και από τις πιέσεις που δέχεται από τον Ερντογάν, έχει αποσύρει το ενδιαφέρον του, αφήνοντας περιθώριο για την ανάδειξη μίας νέας κυρίαρχης δύναμης που θα διαχειρίζεται τις εξελίξεις στο ανατολικό άκρο της Μεσογείου. Από την άλλη, η Τουρκία μετά το πλήγμα που δέχτηκε έπειτα από τις συμφωνίες της Ελλάδας με την Ιταλία και την Αίγυπτο σχετικά με την ΑΟΖ, καλείται να αντιμετωπίσει και τα κείμενα της πρόσφατης συνεδρίασης του Αραβικού Συνδέσμου. Η εν λόγω λοιπόν συγκυρία κρίνεται εξαιρετική για την Γαλλία, η οποία επιδιώκει τόσο τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής, όσο και την ισχυροποίηση της εντός της Ένωσης με σκοπό την ικανοποίηση των αιτημάτων της. Αν παρατηρήσει κανείς προσεκτικά τις δηλώσεις Μακρόν τα τελευταία δύο χρόνια θα αντιληφθεί ότι αυτό που επιδιώκει είναι η καλλιέργεια του αισθήματος του ευρωπαϊκού πατριωτισμού, υπογραμμίζοντας ότι δεν πρέπει να υπόκεινται σε κίνδυνο όλα όσα ανήκουν στα κράτη μέλη. Η δήλωση του «Pax Mediterranea», επομένως, είχε αυτήν την κατεύθυνση, επισημαίνοντας την διάθεση για διάλογο αλλά και τις προθέσεις για συλλογική και αποφασιστική υπεράσπιση της Μεσογείου, γεγονός το οποίο ευνοεί πλήρως τα ελληνικά συμφέροντα.

 

Ο εκνευρισμός της Άγκυρας και οι γερμανικές θέσεις

 

Τα αντανακλαστικά της Τουρκίας αποδείχθηκαν για ακόμη μία φορά ταχύτητα, εξαπολύοντας μία σειρά προκλητικών δηλώσεων, στοχοποιώντας τόσο την Ελλάδα, όσο και τη Γαλλία. Συγκεκριμένα, ο Τούρκος Πρόεδρος ανέβασε στον προσωπικό του λογαριασμό στο twitter ένα βίντεο, με παλαιότερες δηλώσεις του ως Δήμαρχος, απευθυνόμενος αυτή την φορά στους εταίρους της Μεσογειακής συμμαχίας, λέγοντας ότι: «Υπάρχει ένα τραπέζι λύκων που ετοιμάζεται. Θέλετε να μας φάτε. Είμαστε πολύ μεγάλοι, δεν θα τα καταφέρετε. Δεν μπορείτε να τα καταφέρετε». Στο ίδιο μήκος κύματος απάντησε και ο Υπουργός Ενέργειας της Τουρκίας Φατίχ Ντονμέζ, δηλώνοντας ότι: «Όσοι το παίζουν ηγέτες στην Ανατολική Μεσόγειο και δεν έχουν στην ουσία κανένα δικαίωμα θα πληρώσουν το τίμημα για την προκλητική συμπεριφορά τους». Στην επίσημη απάντησή της η Άγκυρα αναφέρει ότι η διακήρυξη των MED7 καθιστά προϊόν προκατάληψης, επισημαίνοντας ότι το Oruc Reis κινείται σε περιοχές δικαιοδοσίας της Τουρκίας συνοδεία του τουρκικού στόλου, ζητώντας την απόσυρση των ελληνικών πολεμικών πλοίων από την περιοχή. Οι σπασμωδικές κινήσεις της Τουρκίας προδίδουν ασφαλώς την ανησυχία της για τις εξελίξεις που έπονται, νιώθοντας πλέον πλήρως αποκομμένη και περιθωριοποιημένη από τις διεθνείς δυνάμεις.

Η Γερμανία από την άλλη είναι εξίσου ανήσυχη για την πορεία των γεγονότων. Ως γνωστόν, η Μέρκελ αποτελεί τον μοναδικό δίαυλο επικοινωνίας μεταξύ της Τουρκίας και των ευρωπαϊκών κρατών, δεδομένων και των παραδοσιακών σχέσεων που έχουν αναπτύξει τα δύο κράτη λόγω των εμπορικών τους συνεργασιών, τις οποίες η καγκελάριος δεν θα ήθελε να διαταράξει. Παρόλο, λοιπόν, που η Διακήρυξη έχει γραφτεί στα μέτρα της Γερμανίας, αναγνωρίζοντας τον διαμεσολαβητικό της ρόλο όλο αυτό το διάστημα, το πρόβλημα που καλείται να αντιμετωπίσει η Καγκελάριος είναι η αποφασιστικότητα της Γαλλίας. Σε περίπτωση που δεν υιοθετηθούν οι θέσεις της, η Γαλλία θα προβάλλει εκ νέου το ζήτημα περί ενότητας εντός της Ένωσης φέρνοντας την Γερμανία προ των ευθυνών της για ένα νέο επικείμενο κύμα ευρωσκεπτικισμού, το οποίο, σε συνδυασμό με την αμφισβήτηση της γερμανικής υπεροχής εντός της Ένωσης, θα μπορούσε να έχει απρόβλεπτα αποτελέσματα. Το ντόμινο των εξελίξεων έχει αρχίσει να πέφτει, το που και σε ποιον θα σταματήσει, ωστόσο, μας είναι ακόμη άγνωστο.

 

*Το άρθρο της κ. Γιαννακοπούλου δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα www.offlinepost.gr