Σε είκοσι ημέρες θα ακρωτηριάσω το μεγάλο δάχτυλο του αριστερού ποδιού μου. Επίσης θα χρειαστεί να κοπεί κι ένα μέρος από το αντίστοιχο στο δεξί, ενώ έχουν επηρεαστεί όλα τα νεύρα των ποδιών μου». Για τον Μάριο Γιαννάκου, αθλητή υπεραποστάσεων και εξερευνητή, αυτό είναι το τίμημα από το ταξίδι του στην υψηλότερη κορυφή της γης, το Εβερεστ.
Ο ίδιος, μιλώντας στην «Κ», επισημαίνει ότι γνώριζε επ’ ακριβώς τι θα αντιμετωπίσει στον δρόμο προς την κορυφή. Πλέον, αρκετούς μήνες μετά, είναι συνειδητοποιημένος ως προς το τι έχει να αντιμετωπίσει στο κομμάτι της αποκατάστασης. Ωστόσο, ο 31χρονος δεν έχει να παλέψει μόνο με τις συνέπειες των σοβαρών κρυοπαγημάτων και τον ακρωτηριασμό που θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ισορροπία του, αλλά και με την τραυματική απώλεια ενός φίλου και συνορειβάτη του, καθώς και την ψυχολογική εξουθένωση και την κακουχία που βίωσε επί 62 ημέρες.
Από τον Ολυμπο στο Εβερεστ
Τι κι αν στο παρελθόν είχε διανύσει 150 χιλιομέτρα στην Αρκτική και είχε λάβει μέρος στον μεγαλύτερο υπερμαραθώνιο ερήμου στον κόσμο, μήκους 270 χιλιομέτρων, στην έρημο Αλ Μαρμούμ. Η ανάβαση στο Εβερεστ ήταν μία τεράστια πρόκληση για εκείνον, ειδικά όταν το μόνο βουνό που είχε ανέβει αυτά τα χρόνια ήταν ο Ολυμπος.
«Δεν ήταν θέμα ματαιοδοξίας, ήταν θέμα στόχου. Ο στόχος μου ήταν να ανέβω στην υψηλότερη κορυφή του κόσμου και γι΄αυτό γνώριζα όλους τους πιθανούς κινδύνους. Ωστόσο, παρόλο που πίστευα ότι η εμπειρία μου στις υπεραποστάσεις θα με βοηθούσε, εν τέλει η συγκεκριμένη αποστολή ήταν πάρα πολύ διαφορετική, καθώς στην εξίσωση μπαίνει ένας πάρα πολύ σημαντικός παράγοντας. Το υψόμετρο».
Η προετοιμασία για την κορυφή
Η τύχη εκείνη την ημέρα δυστυχώς δεν ήταν με το μέρος του. Ο Μάριος μαζί με τον Σλάτσκο, τον Αβιάτ και τον Τζέισον είχαν περάσει 50 ημέρες στο βουνό προσπαθώντας να εγκλιματιστούν υπό αντίξοες συνθήκες, ωστόσο την πιο κρίσιμη ημέρα βρέθηκαν μπροστά σε μία πρωτοφανή κακοκαιρία.
«Τον προηγούμενο 1,5 μήνα ακολουθούσαμε ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα που έπρεπε να τηρηθεί προκειμένου το τελευταίο δεκαπενθήμερο να επιχειρήσουμε την ανάβαση στα 8.048 μέτρα, που είναι και η υψηλότερη κορυφή του κόσμου. Κάθε μέρα λοιπόν ξυπνούσαμε συνήθως στις πέντε το πρωί, πηγαίναμε σε μία μεγαλύτερη σκηνή όπου τρώγαμε πρωινό και στη συνέχεια, είτε καθόμασταν εκεί, είτε κάναμε αναρρίχηση σε κάποιες κορυφές ως προετοιμασία. Για να εγκλιματιστούμε με το υψόμετρο και την αναρρίχηση ανεβαίναμε στα πιο πάνω καμπ όπου καθόμασταν μία ή δύο ημέρες και μετά επιστρέφαμε στη βάση μας. Αυτή η διαδρομή έγινε τρεις φορές προς τα καμπ 1, 2 και 3», περιγράφει ο κ. Γιαννάκου τονίζοντας πως στην αρχή είχε ταλαιπωρηθεί αρκετά με τον ύπνο, καθώς λόγω του χαμηλού οξυγόνου και της θερμοκρασίας που έφτανε μέχρι και τους -15°C, ξυπνούσε συνέχεια μέσα στη νύχτα.
«Θα γύριζα πίσω ή θα πέθαινα»
Παρά όμως την εξουθένωση και τις δυσκολίες, ο κ. Γιαννάκου έπρεπε να φυλάξει όλα τα αποθέματα, ψυχολογικά και σωματικά, για το τέλος. Τότε είχε δύο επιλογές. Η θα γύριζε πίσω ή θα πέθαινε.
«Από το καμπ 4 μέχρι την κορυφή κάναμε 12 ώρες, ενώ κανονικά υπολογίζεται στις επτά. Στην κορυφή είχε -45 βαθμούς και 70 χλμ άνεμο. Λίγο πιο κάτω είχε ξεσπάσει χιονοθύελλα και δεν μπορούσες να δεις απολύτως τίποτα. Το μόνο που μπορούσες να κάνεις είναι να ακολουθήεις το σκοινί και να ελπίζεις», αναφέρει ο ίδιος.
Η κατάβαση διήρκεσε έξι ώρες, αλλά λόγω της χιονοθύελλας η διαδρομή αυτή ήταν και η πιο φονική. Εκεί δυστυχώς δεν τα κατάφεραν όλοι.
«Ο Τζέισον πέθανε στην κατάβαση από την κορυφή. Οταν τον είδα ήταν ταλαιπωρημένος, αλλά δεν φανταζόμουν πως θα ήταν η τελευταία φορά που θα μιλούσαμε. Κατά πάσα πιθανότητα πέθανε από εγκεφαλικό οίδημα, το πτώμα του είναι ακόμη εκεί», αναφέρει ο κ. Γιαννάκου τονίζοντας πως στην κατάβαση αντιμετώπισε και ο ίδιος πρόβλημα με το οξυγόνο καθώς τις τελευταίες 2,5 ώρες η συσκευή υποστήριξης δεν λειτουργούσε.
Μια ανοιχτή πληγή
Ερχόμενος στο σήμερα, ο κ. Γιαννάκου επισημαίνει πως η απώλεια του συνοδοιπόρου του είναι μία βαθειά, ανοιχτή πληγή για εκείνον.
«Μέσα στη μέρα βλέπω το ρολόι μου, σκέφτομαι τι ώρα είναι εκεί και μετά αντιλαμβάνομαι πως έχουμε αφήσει έναν άνθρωπο πίσω. Η αλήθεια είναι πως νιώθω τύψεις για τον Τζέισον. Σκέφτομαι πώς θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί ο θάνατός του. Η πραγματικότητα όμως είναι πως εκεί πάνω δυστυχώς είσαι μόνος σου, καθώς μετά βίας μπορείς να σώσεις τον εαυτό σου. Παρ΄όλα αυτά, ακόμη θυμάμαι τα τελευταία λόγια που μου είπε. “Πάμε δυνατά. Πάμε να το φτάσουμε μέχρι το τέλος”».
Κοιτώντας πίσω ο ίδιος νιώθει πως με την κατάκτηση της κορυφής πέτυχε ένα όνειρο, αλλά με την απώλεια του Τζέισον δημιουργήθηκε μέσα του ένα κενό.
«Μετά από μία τέτοια εμπειρία είσαι συναισθηματικά κενός και όλα τα υπόλοιπα σου φαίνονται ουδέτερα. Με τη βοήθεια της ψυχοθεραπεύτριάς μου και φυσικά της οικογένειάς μου, η οποία ήταν και ο λόγος που άντεξα στο Εβερεστ, πλέον νιώθω πιο ήρεμος και απολαμβάνω κάθε τι μικρό, από το κρεβάτι που ξαπλώνω, μέχρι το νερό που πίνω».
Αλλωστε, όπως επισημαίνει ο κ. Γιαννάκου, οι στόχοι ενός ανθρώπου δεν πρέπει να είναι μονοδιάστατοι. «Να μην ξεχνάμε να έχουμε στόχους σε πολλά πεδία, όπως στα επαγγελματικά μας, στα προσωπικά μας, στα χόμπι μας, σε ό,τι μας ευχαριστεί» λέει σημειώνοντας πως η προσήλωση σε έναν μόνο στόχο μπορεί να οδηγήσει στην εμμονή. «Όντως θέλω να εξερευνήσω τα όρια και τις δυνατότητές μου στη φύση, αλλά αυτή δεν είναι η μόνη μου πλευρά», καταλήγει.
Πηγή: Kathimerini.gr / Σοφία Χρήστου