Σε κοινή δήλωση των Θεόφιλου Ξανθόπουλου, Τομεάρχη Δικαιοσύνης ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, και Κώστα Αρβανίτη, Ευρωβουλευτή, σχετικά με τη δεύτερη έκθεση της Ε.Ε. για το κράτος δικαίου στη Ελλάδα, αναφέρονται τα εξής:
Προβληματισμό και ανησυχία προκαλεί η δεύτερη έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα το 2021, κυρίως με τις αναφορές της στις προθέσεις και επιδόσεις της Κυβέρνησης σε σχέση με τη λειτουργία της δικαιοσύνης και την κατάσταση των δικαστικών λειτουργών, τον αναποτελεσματικό έλεγχο των δηλώσεων πόθεν έσχες των πολιτικών προσώπων, τις ελλείψεις στην καταπολέμηση της «ψηλού επιπέδου» διαφθοράς αλλά και τα προβλήματα ασφάλειας των δημοσιογράφων στην χώρα.
Από τις παρατηρήσεις της έκθεσης, σημειώνουμε ιδιαίτερα:
-Την απροθυμία της Κυβέρνησης να παράσχει οποιαδήποτε ενημέρωση στους ευρωπαίους αξιωματούχους που επισκέφθηκαν τη χώρα, για το σχέδιο νόμου που ετοιμάζει εν κρυπτώ και χωρίς τη συμμετοχή των δικαστικών ενώσεων, σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση και εξέλιξη των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών. Η μόνη πληροφορία που τους παρείχε ήταν ότι ο νέος νόμος για τον «Κώδικα Λειτουργίας των Δικαστηρίων και Κατάστασης των Δικαστικών Λειτουργών» έχει στόχο να εκσυγχρονίσει το σύστημα προαγωγής των δικαστών. Για τους λόγους αυτούς, η έκθεση της Ε.Ε. προειδοποιεί την ελληνική Κυβέρνηση πως είναι σημαντικό να λάβει υπόψη της κατά την σύνταξη του επίμαχου νόμου, τις οδηγίες του Συμβουλίου της Ευρώπης για την ανεξαρτησία των Δικαστών. Πριν λίγο καιρό άλλωστε η Ευρωπαϊκή Ένωση Δικαστών είχε καταγγείλει την επίμονη άρνηση του Υπουργού Δικαιοσύνης Κ. Τσιάρα να συμπεριλάβει στην νομοπαρασκευαστική διαδικασία του νέου Κώδικα τις δικαστικές ενώσεις, κάνοντας λόγο για κίνδυνο υπονόμευσης της ανεξαρτησίας των δικαστών και του κράτους δικαίου στην Ελλάδα.
-Τα σημαντικά προβλήματα και τις υστερήσεις που εξακολουθούν να υπάρχουν σε σχέση με τον αποτελεσματικό έλεγχο και τον τρόπο δημοσιοποίησης των περιουσιακών στοιχείων πολιτικών προσώπων και κρατικών αξιωματούχων, αλλά και την παρακολούθηση ζητημάτων που αφορούν θέματα σύγκρουσης συμφερόντων και χρηματοδότησης κομμάτων.
-Τη διαπίστωση ότι παραμένουν οι ελλείψεις στην αποτελεσματικότητα της δράσης κατά της διαφθοράς «υψηλού προφίλ» καθώς και οι καθυστερήσεις στη διαχείριση των δικογραφιών. Σύμφωνα με την έκθεση, απουσιάζουν από το γραφείο του αρμόδιου εισαγγελέα, ειδικευμένο προσωπικό και τα κατάλληλα ψηφιακά εργαλεία ανίχνευσης προηγμένων οικονομικών εγκλημάτων. Στα θετικά καταγράφεται η συνταγματική αναθεώρηση του 2019, με την οποία, όπως πρότεινε ο ΣΥΡΙΖΑ, ήρθη η ασυλία των πολιτικών προσώπων και έγινε δυνατή η διερεύνηση πολλών υποθέσεων διαφθοράς.
-Τις ανησυχίες για την ασφάλεια των δημοσιογράφων στην Ελλάδα και την ανάγκη λήψης μέτρων ενίσχυσης της προστασίας τους, με αφορμή τη δολοφονία του δημοσιογράφου Γ. Καραϊβάζ αλλά και άλλες υποθέσεις.
-Το γεγονός ότι η Κυβέρνηση δεν ενίσχυσε οικονομικά το ΕΣΡ, ώστε να επιτελεί με αποτελεσματικότητα το ρυθμιστικό του έργο, σε συνδυασμό με την έλλειψη συστηματικής πληροφόρησης σχετικά με τους ιδιοκτήτες των Μ.Μ.Ε.
-Την κατά προτεραιότητα αλλαγή του δικαστικού χάρτη της χώρας, μέσω εξωτερικού σύμβουλου, για την οποία καλείται η κυβέρνηση να λάβει υπόψη της τα ευρωπαϊκά στάνταρτ.
Από την έκθεση απουσιάζει ωστόσο οποιαδήποτε αναφορά στις μηνύσεις που έχουν κατατεθεί και στις απειλές που έχουν εκτοξευθεί, από πολιτικά πρόσωπα κατά της πρώην εισαγγελέως διαφθοράς για την σκάνδαλο Νοvartis, που θα βάρυνε ακόμη περισσότερο το περιεχόμενό της σε σχέση με την στάση της κυβέρνησης
Εν κατακλείδι: Οι ανησυχίες από την έκθεση της Κομισιόν είναι δικαιολογημένες. Καλούμε την Κυβέρνηση να μην επιχειρήσει, και μάλιστα ερήμην των δικαστικών ενώσεων, αλλαγές στη δικαιοσύνη που επηρεάζουν την δικαστική ανεξαρτησία και πλήττουν την λειτουργία του κράτους δικαίου. Οφείλει επίσης να λάβει όλα εκείνα τα αναγκαία μέτρα που θα διευκολύνουν τις έρευνες των αρχών στον έλεγχο των πόθεν έσχες των πολιτικών προσώπων και την καταπολέμηση της υψηλού επιπέδου διαφθοράς και θα ενισχύσουν την προστασία των δημοσιογράφων και τη διαφάνεια στο δημόσιο βίο.