Πριν λίγες ημέρες η πόλη και η Μητρόπολη της Δράμας έζησε ένα αναπάντεχο δράμα, με τον αιφνίδιο θάνατο του ποιμενάρχη της Μητροπολίτη Παύλου στην ηλικία των 59 ετών, ενός ιεράρχη με φλόγωση ψυχής για τα μέγιστα και ουσιώδη του Γένους, έλκοντας την καταγωγή του από τον μαρτυρικό και πολυβασανισμένο Πόντο.
Ας μου επιτραπεί να πω πως τη μεγάλη μου χαρά και ικανοποίηση από τις εκδηλώσεις της Βοστώνης για τη μεγάλη εθνική επέτειο της απελευθέρωσης της Ελλάδας από τους Τούρκους, με επιστέγασμα την επιτυχημένη παρέλαση της Κυριακής 1ης Μαΐου, την επισκίασε το λυπητερό μαντάτο της εκδημίας ενός ιεράρχη τον οποίον σεβόμουν και εκτιμούσα πολύ για το μέγεθος της φιλοπατρίας και της εκκλησιαστικότητάς του.
Ηταν από τους ιεράρχες εκείνους οι οποίοι είναι κοσμήματα της Εκκλησίας και του Εθνους. Από αυτούς που το λέει η καρδιά τους κατά τη λαϊκή έκφραση και τολμούν και λέγουν τα πράγματα με το όνομά τους χωρίς στροβιλισμούς και εντυπωσιασμούς.
Διάβαζε καθημερινώς τον «Εθνικό Κήρυκα» και είχαμε τακτική τηλεφωνική επικοινωνία. Αγαπούσε και σεβόταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και ανησυχούσε για την πορεία κάποιων πραγμάτων, για τα οποία συμπίπταμε στις σκέψεις και τις ανησυχίες μας, τις οποίες μοιραζόταν με τον Πατριάρχη όπως είχε κάνει και στην προ εβδομάδων επίσκεψή του στο Φανάρι.
Πριν λίγους μήνες μας είχε παραχωρήσει συνέντευξη για την πανδημία και τους αντιεμβολιαστές. Ηταν συνετός και ισορροπημένος ιεράρχης ο Παύλος. Η τελευταία μας επικοινωνία έγινε τη Δευτέρα μετά το Πάσχα. Ανταλλάξαμε τον νικητήριο ύμνο «Χριστός Ανέστη» και μου είπε ότι μου έστειλε το τελευταίο του βιβλίο για τον Πόντο. Θρόνος του ήταν οι καρδιές των ανθρώπων γι’ αυτό και τον προέπεμψε στη «Χώρα των Ζώντων» η πλήθουσα Εκκλησία. Θα λείψει σίγουρα από την Εκκλησία της Ελλάδος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο και από τους φίλους του που τους τιμούσε με τη φιλία του.
Πηγή: Εθνικός Κήρυξ