«Η θλιβερή ιστορία των εγκαταλελειμμένων δασών μας, που είναι στην πραγματικότητα μια αντανάκλαση του τρόπου ζωής που ακολουθούμε… “Ταΐζονται” από ανεξέλεγκτους σκουπιδότοπους που βρίσκονται στα περίχωρα των χωριών σε απόσταση αναπνοής από την πόλη μας. Αλλά εκτός από θλιβερή αυτή η ιστορία, είναι και ανθυγιεινή. Αν αναρωτηθούμε ποτέ γιατί δεν νιώθουμε καλά, γιατί μας έρχονται άσχημες ασθένειες, η απάντηση είναι αρκετά προφανής…».
Μπορεί να φαίνονται ασήμαντα τα σκουπίδια σκορπισμένα στο δάσος, πέρα από τα πεπατημένα μονοπάτια της καθημερινότητάς μας, μακριά από τον πολιτισμό της πόλης. Μπορεί να είναι εκεί για χρόνια, τα χρώματα να ξεθωριάζουν, τα υλικά να αναμειγνύονται στο φύλλωμα, να γίνονται μέρος του οικοσυστήματος. Μπορεί να είστε εντάξει με αυτό το γεγονός, να είστε ευτυχείς αφού εστιάζετε μονάχα στη καθαρή πόλη μας.
Τι γίνεται όμως με τους άλλους;
Ένας ανυποψίαστος επισκέπτης, φεύγοντας, θα νομίζει ότι αυτή η δύστυχη πόλη διαθέτει μονάχα έναν υπερβολικό αριθμό από παρατρεχάμενους πολιτικούς χωρίς ημερομηνίες λήξης και στρατιές από αδιάφορους και ασυνείδητους πολίτες.
Έχοντας την υπομονή και τον χρόνο, να παρατηρήσει εκτενέστερα τι κρύβει αυτή η πόλη κάτω από το χαλί, θα διαπιστώσει ότι έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα παιδείας, σε επίπεδο θανατηφόρας κοινωνικής νόσου. Τρομακτική η αδιαφορία, η ξεροκεφαλιά από ανθρώπους της διπλανής πόρτας, από τους πολίτες αυτής της πόλης.
Ο επισκέπτης λοιπόν δεν πρόκειται να δει τίποτε άλλο. Και ας υπάρχει κάτι χρήσιμο και παραγωγικό, κάπου σ’ αυτήν την πόλη. Και φεύγοντας θα αναρωτιέται, πως ζουν αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί τέτοια αδιαφορία;
Επειδή έχει συσσωρευτεί τεράστια αδιαφορία σε δύο ίσως και σε τρεις γενιές, η παιδεία ως αποτυχημένο προϊόν πολιτικής, ως σύστημα και ως μέθοδος, δεν προλαβαίνει να βοηθήσει τους περισσότερους με αποτέλεσμα να είναι ήδη πολύ αργά!
Το μόνο που απομένει, χωρίς πολλά – πολλά είναι η θλίψη αυτής της εικόνας.
Λευτέρης Δημητρίου