ΕΙΣ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟΝ ΑΙΩΝΙΟΝ

 

Του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Βλατίτση*

Ο Αρχιμανδρίτης πατέρας Γεράσιμος Βλατίτσης πριν από ένα χρόνο περίπου εκπόνησε εργασία με τίτλο «Η περίπτωση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δράμας κ.κ. Παύλου» στο πλαίσιο του Διϊδρυματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Ελλάδα: Εκκλησιαστική Ιστορία και Πολιτισμός» στο μάθημα «Εκκλησιαστική Διπλωματία και Εθιμοτυπία» με σύμβουλο καθηγητή τον κ. Γρηγόριο Λιάντα.

Τιμώντας τη μνήμη του Μακαριστού Μητροπολίτη Δράμας κυρού Παύλου, η εφημερίδα «Εργασία… συν» δημοσιεύει τμηματικά την εργασία του Αρχιμανδρίτη πατέρα Γερασίμου, τον οποίο ευχαριστούμε ιδιαίτερα για την παραχώρησή της.

 

Το ιστορικό πλαίσιο

 

Αρκετά και ανεκτίμητα μεταβυζαντινά εκκλησιαστικά κειμήλια αργυροχοΐας, μικροτεχνίας (χειρόγραφα) και χρυσοκέντησης λεηλάτησαν από την Ιερά Μονή της Παναγίας της Αχειροποιήτου-Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου Βούλγαροι κομιτατζήδες στις 27 Μαρτίου 1917.

Στις 3 Οκτωβρίου 1916, πιθανότατα από βουλγαρικό σώμα, θανατώθηκε ο προηγούμενος της μονής, γέρων Μακάριος, ενώ τη Μεγάλη Δευτέρα, 27 Μαρτίου 1917, Βούλγαροι κομιτατζήδες με επικεφαλής τον οπλαρχηγό Πανίτσα και τον αυστριακής καταγωγής Βούλγαρο καθηγητή βυζαντινής αρχαιολογίας στο πανεπιστήμιο της Σόφιας Βλάντιμιρ Σις, εισήλθαν βίαια στα κτίσματα της Ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης. Αφού εξουδετέρωσαν την πλειοψηφία των μοναχών και των φυλάκων της μονής, κλειδώνοντάς τους στο νέο φούρνο της μονής, βιαιοπράγησαν εναντίον του ηγούμενου Νεόφυτου και ακόμη δύο μοναχών και στη συνέχεια αποδύθηκαν σε ανηλεή λεηλασία και σε πλιάτσικο. Από τη βιβλιοθήκη, το σκευοφυλάκιο και τις κρύπτες αφαίρεσαν αντικείμενα τα οποία για να μεταφέρουν φόρτωσαν σε 18 μουλάρια. Τα ιερά αντικείμενα περιελάμβαναν χειρόγραφα, άμφια και κειμήλια ανεκτίμητης αξίας. Μετά των άλλων αφαιρέθηκε και χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της εικόνας της Παναγίας της Αχειροποιήτου. Η αρπαγή των παραπάνω διευκολύνθηκε αρκετά από το γεγονός ότι ο Σις είχε στο παρελθόν επισκεφθεί το μοναστήρι για ερευνητικούς λόγους και συνεπώς είχε σημαντική γνώση για τον αριθμό και την αξία και το ακριβές μέρος των ιερών κειμηλίων που φυλάσσονταν εκεί. Όσα από τα διαρπαχθέντα κειμήλια δεν βρίσκονται στο Εθνικό Μουσείο της Σόφιας, κατέληξαν σε βιβλιοθήκες, μουσεία ή ιδιωτικές συλλογές στη Δυτική Ευρώπη και τις Η.Π.Α.

Σε δεύτερο χρόνο, στις 23 Ιουνίου 1917, ένα βουλγαρικό ένοπλο τμήμα ολοκλήρωσε το προσχεδιασμένο έργο της βουλγαρικής πλευράς με την εξαναγκαστική εξορία των μοναχών και τη διαρπαγή και όλων των οικόσιτων ζώων που κατείχε η μονή. Η μονή ερήμωσε και ανένηψε μόνο μετά τον Οκτώβριο του επόμενου έτους άμα τη επιστροφή των μοναχών από την εξορία. Η λεηλατημένη μονή δέχθηκε την ενίσχυση της βιβλιοθήκης της από τις μονές του Αγίου Όρους με εκκλησιαστικά βιβλία. Στις 14 Ιουλίου 1944 οι Βούλγαροι, κατά την επόμενη βουλγαρική κατοχή, πυρπόλησαν τη μονή η οποία ανασυστήθηκε ολοκληρωτικά μόνο κατά την περίοδο του αοιδίμου πρώην Μητροπολίτη Δράμας Διονυσίου.

 

Οι ενέργειες του Σεβασμιωτάτου κ. Παύλου σε τοπικό και διεθνές επίπεδο

 

Ο Σεβασμιώτατος με εμπιστευτική-προσωπική επιστολή του στον τότε Πρωθυπουργό της Ελλάδας, Αντώνη Σαμαρά, τον Δεκέμβριο του 2014, εξέθεσε τις απόψεις του για το ζήτημα της επιστροφή των διαρπαχθέντων ιερών κειμηλίων από την Ι.Μ. Εικοσιφοινίσσης. Το πρόβλημα κατά τον Μητροπολίτη Δράμας ήταν ότι τυπικά η κυριότητα των κλαπέντων χειρογράφων δεν ανήκε στο βουλγαρικό κράτος αλλά σε φορέα-ίδρυμα (μουσειακό), γεγονός που περιέπλεκε περαιτέρω το ζήτημα, απομειώνοντας την πιθανότητα μίας άμεσης και απαρακώλυτης διακρατικής συμφωνίας μεταξύ Ελλάδας-Βουλγαρίας. Μολαταύτα ο Σεβασμιώτατος ιεράρχης της Δράμας ζητούσε από τον Έλληνα Πρωθυπουργό να επισπεύσει το ζήτημα της επιστροφής έστω των αμιγώς εκκλησιαστικών λατρευτικών αντικειμένων γεγονός για το οποίο η Εκκλησία της Βουλγαρίας δεν ήταν, κατά τις εμπιστευτικές πληροφορίες του Μητροπολίτου κ. Παύλου, αρνητική να συναινέσει. Εξάλλου ο Σεβασμιώτατος, κάνοντας επίκληση στο συναίσθημα και στα πατριωτικά αισθήματα του Έλληνα Πρωθυπουργού, εναπέθετε όλες του τις ελπίδες σε αυτόν αναγνωρίζοντας ότι επιδείκνυε μεγαλύτερο ενδιαφέρον σε σχέση με τους προκατόχους του και τις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις για τα εθνικά θέματα γενικότερα και για το συγκεκριμένο ζήτημα ειδικότερα. Εφόσον τα παραπάνω επιτυγχάνονταν σε πρώτο χρόνο, η επικέντρωση στα χειρόγραφα θα γινόταν σε δεύτερο χρόνο σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κοινοτικές δικαστικές αρχές προκειμένου να μην επιβαρυνθούν οι διμερείς Ελληνο-Βουλγαρικές σχέσεις.

Σε σχετική επιστολή επαφή του Σεβασμιωτάτου κ. Παύλου προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, τον κ. Προκόπιο Παυλόπουλο, στις 7 Σεπτεμβρίου 2015, ο ιεράρχης της Δράμας τον ενημέρωσε αναλυτικά για τα επιγενόμενα κατά τη β’ και τη γ’ βουλγαρική κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, 1916-1918 και 1941-1944 αντίστοιχα, και τις εκτεταμένες καταστροφές, λεηλασίες και ωμότητες που διεπράχθησαν εις βάρος του ελληνορθόδοξου στοιχείου και του βυζαντινού και μεταβυζαντινού πολιτισμικού πλούτου της περιοχής. Ενώ, όπως αναφέρθηκε, τα κλαπέντα ιερά κειμήλια της Ι.Μ. Εικοσιφοινίσσης βρίσκονται εκτεθειμένα στο Εθνικό Μουσείο στη Σόφια, τα χειρόγραφα κοσμούσαν τις προθήκες του Κέντρου Σλαβο-βυζαντινών Σπουδών «Ιβάν Ντούϊτσεφ» στην ίδια πόλη. Μία δυσάρεστη εξέλιξη που συνέβη κατά τα τελευταία έτη ήταν η αφαίρεση των ιερών λειψάνων από τις αργυρές θήκες από το Εθνικό Ιστορικό Μουσείο με πρωτοβουλία του διευθυντού του Μουσείου Μπόζινταρ Δημητρώφ. Κλείνοντας ο ιεράρχης ζητούσε από τον ύπατο πολιτειακό άρχοντα του ελληνικού κράτους τη συνδρομή του παντί τρόπω για την επιστροφή κειμηλίων και χειρογράφων καθώς από την κεντρική πολιτική ηγεσία, πλην της απελθούσας κυβέρνησης του Α. Σαμαρά, δεν αναλήφθηκε καμία πρωτοβουλία. Σε μεταγενέστερη ευχετήρια επιστολή του Σεβασμιωτάτου κ. Παύλου προς τον ανώτατο πολιτειακό άρχοντα για την εορτή των Χριστουγέννων ζητήθηκε η έγκαιρη ενημέρωση για τα όσα αναμενόταν να θέσει για το ζήτημα της επιστροφής των ιερών κειμηλίων στη βουλγαρική πλευρά κατά την επικείμενη επίσκεψή του εκεί, γεγονός που έλαβε χώρα μέσω τηλεφωνήματος λίγες ημέρες αργότερα.

Στις 21 Φεβρουαρίου 2015 ο Σεβασμιώτατος κ. Παύλος απέστειλε επιστολή στον Α. Τσίπρα, νεοεκλεγέντα Πρωθυπουργό, στον οποίο γνωστοποιούσε την παράκληση στον Βουλευτή Δράμας να παραδώσει αυτοπροσώπως στον Πρωθυπουργό φάκελο με τα κλαπέντα κειμήλια της Ι.Μ. Εικοσιφοινίσσης. Η επιστολή απαντήθηκε δι’ αντιπροσώπου μετά από 2 μήνες περίπου χωρίς, όμως να υπάρχει ευκρινής αναφορά στο ζήτημα της επιστροφής των κειμηλίων. Ο εκπρόσωπος του Πρωθυπουργού αρκέστηκε σε γενικόλογα ευχολόγια περί σχέσεων κατανόησης μεταξύ κράτους και Εκκλησίας.

Σε μεταγενέστερες επιστολές του ο Σεβασμιώτατος κ. Παύλος, τόσο προς τον Πρωθυπουργό και όσο και προς τον Υπουργό των Εξωτερικών Νικόλαο Κοτζιά ρωτούσε εάν ετέθη θέμα επιστροφής των κειμηλίων κατά την επίσκεψη αμφότερων στη Βουλγαρία την περίοδο εκείνη. Απάντηση έδωσε μόνο ο Κοτζιάς, ο οποίος καλλιέργησε αυξημένες προσδοκίες σχετικά με την τύχη της επιστροφής των κειμηλίων. Συγκεκριμένα αναγνώριζε το θέμα αυτό ως υψίστης ιστορικής και πολιτισμικής σημασίας για τις διμερείς σχέσεις με τη Βουλγαρία και διαβεβαίωσε ότι με τις επιμέρους πτυχές του θέματος ασχολούνται τα αρμόδια Υπουργεία και οι αρμόδιοι θρησκευτικοί και επιστημονικοί φορείς με την αμέριστη υποστήριξη της ελληνικής κυβέρνησης. Η επίλυση θα γινόταν στη βάση διεθνών συμβάσεων και νομοθετημάτων.

Στην κατάθεσή του στην «Επιτροπή της ελληνικής Βουλής για τα κλαπέντα εκκλησιαστικά κειμήλια» στις 16 Μαρτίου 2016, ο Μητροπολίτης Δράμας αναφέρθηκε διεξοδικά το ζήτημα αποδυόμενος σε μία επισκόπηση των γεγονότων κατά χρονολογική σειρά.

Αναφέρει ο Σεβασμιώτατος ότι η Βιβλιοθήκη της Ι.Μ. Εικοσιφοινίσσης πριν τη σύλησή της, στις 27 Μαρτίου 1917, κατά τη διάρκεια της δεύτερης κατοχής (1916-1918) περιλάμβανε περίπου 1.300 τόμους εκ των οποίων 430 κώδικες χειρόγραφοι με περγαμηνή ή χαρτότυποι, 567 αρχέτυπα βιβλία (αρχαίων Ελληνικών και Λατίνων συγγραφέων, Βυζαντινών λογίων κ.ά.). Ξεχωριστής αξίας ήταν το δίστηλο περγαμηνό χειρόγραφο Ευαγγέλιο, διακοσμημένο με πολύτιμους λίθους, με βαρύτιμο περίβλημα, και συνολικού βάρους 9 οκάδων, του Βυζαντινού αυτοκράτορα Ιωάννη Στ’ Καντακουζηνού (1347-1354) που αργότερα εκάρη ιερομόναχος με το όνομα Ιωάσαφ (έτη συγγραφής του έργου 1373-1378). Πέραν των αναφερθέντων κλαπέντων κειμηλίων οι εισβολείς αφαίρεσαν Ιερά Ευαγγέλια, ιερατικά και διακονικά άμφια, δισκοπότηρα, εξαπτέρυγα, χρυσοκέντητα καλύμματα Αγίας Τραπέζης, ραντιστήρια, κεντητούς Επιταφίους, πολυκάνδηλα, θυμιατήρια, πολυελαίους κ.ά. με το σύνολο των κλαπέντων κειμηλίων να ανέρχεται σε 907 τεμάχια. Τα παραπάνω κειμήλια, έως το 1990 η βουλγαρική πλευρά αρνιόταν ότι τα κατείχε.

Από το 2005 και εντεύθεν, κατά τη διάρκεια της διακονίας του κ. Παύλου στη Μητρόπολη Δράμας, υπήρξαν επαφές με καθηγητές των Α.Ε.Ι. Α.Π.Θ. και Δ.Π.Θ., ενώ πραγματοποιήθηκαν και επιτόπιες επισκέψεις στη Σόφια για την επισήμανση των κειμηλίων στα εκθέματα του Εθνικού Μουσείου. Επιπλέον, έλαβε χώρα η ανάθεση σε δικηγορικό γραφείο της Νέας Υόρκης να ασχοληθεί με την περίπτωση ορισμένων κειμηλίων που εντοπίσθηκαν σε Α.Ε.Ι. και βιβλιοθήκες των Η.Π.Α., με σκοπό τον επαναπατρισμό τους, σε συνεργασία με την Αρχιεπισκοπή Αμερικής (επί Αρχιεπισκόπου Δημητρίου, 1999-2019) και με την αμέριστη υποστήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Σημειωτέον ότι στην επίσκεψη του κ.κ. Βαρθολομαίου στη Βουλγαρία, με μέλος της συνοδείας του και τον Μητροπολίτη Δράμας, ο προκαθήμενος της Ορθοδοξίας, τη στιγμή της απονομής του ανωτάτου παρασήμου του βουλγαρικού κράτους από τον Πρόεδρο της Βουλγαρίας, παραίνεσε σε ήπιο και μειλίχιο τόνο για την επιστροφή των κειμηλίων της Ι.Μ. Εικοσιφοινίσσης. Το 2009 ο κ. Παύλος παρευρέθηκε στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Βουλγαρίας επί πατριαρχίας Μαξίμου (1971-2012) και κατόπιν διαβουλεύσεων επέτυχε την επιστροφή του ιερού λειψάνου του Αγίου Διονυσίου. Ήλθε αντιπροσωπεία της Εκκλησίας της γειτονικής χώρας υπό των Μητροπολιτών Βάρνης, Φιλιππουπόλεως και Νευροκοπίου οι οποίοι παρέδωσαν το κομμάτι του λειψάνου, αυτοπροσώπως, στη Δράμα. Στην Ι.Μ. Εικοσιφοινίσσης το ιερό λείψανο του Αγ. Διονυσίου επέστρεψε στις 3-1-2010 μέσα σε πανηγυρικό κλίμα υποδοχής. Το 2010, στις 8 Φεβρουαρίου, σε επιστολή του κ. Παύλου προς τον τότε Υπουργό Πολιτισμού Παύλο Γερουλάνο, όπως και σε μία δεύτερη, με το ίδιο περιεχόμενο και στο ίδιο πρόσωπο, συνοδευόμενη και από ένα τιμητικό τόμο με τα ιερά κειμήλια της Ι.Μ. Εικοσιφοινίσσης, ουδεμία απάντηση εστάλη, γεγονός ενδεικτικό και των προθέσεων της πολιτικής ηγεσίας για τη διευθέτηση του ζητήματος. Κατά τον ιεράρχη της Δράμας, το ενδιαφέρον του Α. Σαμαρά, ως Πρωθυπουργού, αποτιμάται ως το πιο ουσιαστικό και έντονο.

Για την επικαιροποίηση του γεγονότος, υπό την αιγίδα του Μητροπολίτου Δράμας Παύλου, εξεδόθη αφιερωματικός, ειδικός επετειακός τόμος για τα 100 έτη από την κλοπή των ιερών κειμηλίων της μονής. Η εκδήλωση διοργανώθηκε από κοινού από τις Μητροπόλεις Νεαπόλεως και Δράμας με σκοπό την παρουσίαση του επετειακού τόμου «Η λεηλασία της Ι.Μ. Εικοσιφοινίσσης. 100 χρόνια από την κλοπή». Η τελετή έλαβε χώρα στη Θεσσαλονίκη, στο Κέντρο Πολιτισμού Δυτικής Θεσσαλονίκης, παρουσία του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου ο οποίος δεσμεύθηκε ότι «…δεν θα σταματήσουμε να αγωνιζόμαστε για την επιστροφή των κλαπέντων κειμηλίων της Εικοσιφοίνισσας… αποφασισμένοι να συνεχίσουμε με κάθε νόμιμο και ηθικό μέσο τη διεκδίκηση των πατρώων θησαυρών μας. Δεν θα πάψουμε να αγωνιζόμαστε μέχρι την επιστροφή και του τελευταίου κειμηλίου. Έχουμε χρέος έναντι των πατέρων μας, της ιστορίας, της Εκκλησίας και της ίδιας της δικαιοσύνης». Η κλοπή των κειμηλίων από την Εικοσιφοίνισσα κατά τον ίδιο αποτελούσε «μία μεγάλη ανοικτή πληγή στο σώμα της Ρωμιοσύνης από την ιερόσυλη καταλήστευση επί τη βάσει ενός καλοστημένου σχεδίου που διαπράχθηκε χωρίς φόβο Θεού με συνέπεια να φυγαδευτούν τα κειμήλια στη Βουλγαρία όπου εκτίθενται ως δείγμα ενός δήθεν βουλγαροβυζαντινού πολιτισμού». Ο Οικουμενικός Πατριάρχης στη συνέχεια απηύθυνε έκκληση προς τις πολιτικές αρχές της Ελλάδας να κινητοποιηθούν για την επιστροφή των κειμηλίων, εντάσσοντας το ζήτημα στο πλαίσιο των διμερών διπλωματικών σχέσεων με τη Βουλγαρία. Επιπρόσθετα, κατά τον ίδιο, το θέμα θα έπρεπε να το επιληφθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση «…για την αποκατάσταση αυτής της αδικίας». Τέλος, εξέφρασε τη λύπη του για τη στάση της Βουλγαρικής Εκκλησίας για το συγκεκριμένο ζήτημα.

Στην ίδια κατεύθυνση, ο άμεσα εμπλεκόμενος με το ζήτημα, λόγω του ότι η ιερά ταύτη Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή μονή ανήκει στη μητροπολιτική του επαρχία, Μητροπολίτης Δράμας Παύλος, εξεδήλωσε την πικρία του για την εφεκτική στάση που διαχρονικά επιδεικνύουν οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις αλλά και την αδιάλλακτη στάση της Βουλγαρίας προκειμένου να επιδείξει πνεύμα ορθόδοξης αλληλεγγύης για τη διευθέτηση του ζητήματος. Χαρακτηριστικά ο ιεράρχης της Δράμας σημείωσε με απορία, δυσαρέσκεια και δυσφορία: «Τι έκαναν για να αποκαταστήσουν την ασέβεια αυτή οι κυβερνήσεις της Βουλγαρίας και της Ελλάδας; Οι Περιφέρειες έχουν χρήματα για καρναβάλια και τέτοιες ανοησίες αλλά για την αποκατάσταση των κειμηλίων δεν κάνουν τίποτα». Ο Μητροπολίτης Δράμας ανέπτυξε διεξοδικά την ταπείνωση, την περιφρόνηση και τα μαρτύρια που υπέστησαν οι μοναχοί καθώς και τη λεηλασία και σύληση που έλαβε χώρα στη μονή όταν «συμμορία άτακτων Βουλγάρων λεηλάτησε τη σημαντικότερη μονή της Μακεδονίας, γεγονός το οποίο πλήγωσε βαθιά τη Μητρόπολή μας». Στο ίδιο πλαίσιο ο Μητροπολίτης Δράμας συνέχισε με την εξής φράση: «Αυτή την κληρονομιά δεν έχουμε καμιά δικαιοδοσία εμείς οι παπάδες να την προδώσουμε» και ότι εφόσον «οι απόγονοι των εγκληματησάντων κατά της μονής δεν αποκατέστησαν τη λεηλασία των προγόνων τους είναι συνένοχοι. Ιεροσυλούν απέναντι στα ιερά μας κειμήλια, τα Ελγίνεια της Μακεδονίας». Τέλος, ο κ. Παύλος στάθηκε ιδιαίτερα «στο ανύστακτο ενδιαφέρον του Οικουμενικού Πατριάρχη που σε κάθε ευκαιρία μιλά για τα κλοπιμαία. Σθεναρά, με δυναμικές αλλά ευγενικές παροτρύνσεις προς τη βουλγαρική κυβέρνηση, ζητά τον επαναπατρισμό των κειμηλίων».

Τέλος, νεότερο δελτίο τύπου της Ι.Μ. Δράμας, στις 26 Ιουνίου 2017, απαντούσε, ουσιαστικά, σε συνέντευξη που παραχώρησε ο πρόεδρος της Βουλγαρίας Ρούμεν Ράντεφ στην «Καθημερινή» και έκανε αναφορά στο ότι άπασες οι διμερείς διαφορές και οι αμοιβαίες αξιώσεις περί επιστροφής χειρογράφων, κειμηλίων κ.λπ. έχουν πλήρως επιλυθεί με τη Συνθήκη του Νεϊγύ και την Ελληνο-Βουλγαρική συμφωνία του 1964. Στο δελτίο τύπου όπου εκφραζόταν η δυσφορία για τη βουλγαρική τακτική της αποσιώπησης των αληθινών γεγονότων γινόταν μία υπενθύμιση προνοιών της Συνθήκης του Νεϊγύ, μέσω των άρθρων 125 & 126, έκανε λόγο για υποχρέωση της βουλγαρικής κυβέρνησης να επιστρέψει όλα τα κειμήλια που κατείχε συνεπεία λεηλασιών κατά τη διάρκεια πολεμικών περιόδων που είτε βρίσκονταν σε χέρια ιδιωτών είτε του δημοσίου. Έως το 1923 επιστράφηκαν μόνο 16 κομμάτια χειρογράφων από τη βουλγαρική. Σχετικά με την ελληνο-βουλγαρική συμφωνία του 1964 στο δελτίο τύπου γινόταν μνεία στο ότι ουδέποτε ετέθη θέμα επιστροφής κειμηλίων καθώς η βουλγαρική ηγεσία ουδέποτε αναγνώριζε ότι κατείχε τα ανωτέρω, έως το 1990. Συνεπώς εκ των ανωτέρω διαπιστούται η γνώση περί κατοχής κειμηλίων και χειρογράφων της Ι.Μ. Εικοσιφοινίσσης από τη βουλγαρική πλευρά και η σκόπιμη αποσιώπηση του ζητήματος.

Στο ενυπόγραφο από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δράμας δελτίο τύπου γινόταν έκκληση στην ελληνική κυβέρνηση να δρομολογήσει τη διευθέτηση του θέματος στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των αρμόδιων οργάνων της όπως και στην ομόλογη βουλγαρική να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να σεβαστεί την καλή γειτονία με την Ελλάδα και να συναινέσει στην επιστροφή μέρους της θρησκευτικής, ιστορικής και πολιτισμικής κληρονομιάς μίας γειτονικής της χώρας.

Μία ακόμη όψη της δράσης του Σεβασμιωτάτου που αναμένεται να αποφέρει καρπούς είναι οι διαβουλεύσεις με το πανεπιστήμιο του Princeton των Η.Π.Α. προκειμένου να επιστραφούν στην Ι.Μ. Εικοσιφοινίσσης ορισμένα χειρόγραφα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή του εκπαιδευτικού ιδρύματος.

Έκτοτε και έως σήμερα δεν σημειώθηκαν άλλες ενέργειες με τον ιεράρχη της Δράμας κ.κ. Παύλο να μην πτοείται από την έλλειψη τόλμης ή και βούλησης της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας και να προωθεί το ζήτημα σε διορθόδοξο και διεπιστημονικό διμερές επίπεδο προκειμένου να επιτευχθεί το ποθούμενο και πρωτίστως δίκαιο και ηθικό ζήτημα της επιστροφής των χειρογράφων και κειμηλίων εκεί όπου ανήκουν.

 

*Ο Αρχιμανδρίτης Γεράσιμος (Δημοσθένης) Βλατίτσης γεννήθηκε το 1973 στον Ξηροπόταμο της Δράμας. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, τόσο στη γενέτειρα του, όσο και στη Δράμα. Σπούδασε Θεολογία στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Έκανε Πτυχιακή Εργασία, με θέμα: «Το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου Δράμας Διονυσίου Κυράτσου». Ακολούθως, φοίτησε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν, πραγματοποίησε Μεταπτυχιακές Σπουδές, στον Τομέα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και του Βυζαντινού Πολιτισμού, του Μεταπτυχιακού Τμήματος Θεολογικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Νεαπόλεως Πάφου Κύπρου. Πραγματοποίησε Μεταπτυχιακή Εργασία, με τίτλο: «Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης και η συμβολή του στον Μακεδονικό αγώνα», η οποία εκδόθηκε.

Σήμερα, είναι Υποψήφιος Μεταπτυχιακός Φοιτητής στο Διϊδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Ελλάδα: Εκκλησιαστική Ιστορία και Πολιτισμός». Εκπονεί Μεταπτυχιακή Εργασία, με θέμα: «Η ασκηθείσα εκκλησιαστική εθιμοτυπία και πολιτική του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου του Α’ κατά την 30ετή Πατριαρχία του επί τη βάση των διορθοδόξων, διαχριστιανικών και διαθρησκειακών επαφών του. Συμβολή στην εκκλησιαστική πολιτική και διπλωματία».