ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

Όσο κι αν ο λαός μας με τη θυμόσοφη ρήση του «πυρ, γυνή και θάλασσα» κατέταξε τη φωτιά ανάμεσα στα τρία, κακά, που έχει να αντιμετωπίσει, όμως ένα από αυτά, η φωτιά, έχει δισυπόστατη φύση. Αποτελεί και συμφορά, αλλά και ευλογία. Συγκαταλέγεται μάλιστα μεταξύ των μεγαλύτερων ανακαλύψεων του ανθρώπινου όντος.

Δεν είναι ακριβώς γνωστό πώς και πότε ο ανθρώπινος νους προέβη στη μεγάλη αυτή ανακάλυψη. Όσοι ασχολήθηκαν με το φαινόμενο, δεν ταυτίζονται οι απόψεις τους. Άλλοι υποστήριξαν ότι έγιναν γνώστες του φαινομένου από την έκρηξη των ηφαιστείων, ενώ άλλοι από τη πτώση των κεραυνών.

Τέλος θέση στην ανακάλυψη πήρε μέρος και κι ο μύθος. Σύμφωνα με αυτόν είναι ο με την κλοπή της φωτιάς από τον Προμηθέα, που βρισκόταν στην κατοχή του θεού Δία, ο οποίος, στερούμενος του πανίσχυρου όπλου του από θνητό (Κεραυνός), τον τιμώρησε κατά τον πιο βάναυσο τρόπο. Για την ανόσια πράξη του Προμηθέα ο Δίας έδωσε εντολή στον Ήφαιστο να τον δέσει με αλυσίδες σε μια κορυφή του Καυκάσου και εκεί πάλι εντολή του Δία ένας αετός κατέτρωγε όλη την ημέρα το συκώτι του Προμηθέα, το οποίο ανανεωνόταν τη νύχτα.

Με θέματα το μαρτύριο του Τιτάνα Προμηθέα για την ευεργεσία, που προσέφερε στην ανθρωπότητα με την κλοπή της φωτιάς, ο τραγικός ποιητής Αισχύλος, έγραψε την τριλογία: Προμηθέας Δεσμώτης, Προμηθέας Λυόμενος και Προμηθέας Πυρφόρος στο τελευταίο τέταρτο του 5ου π.Χ. αιώνα.

Υπάρχει ασφαλώς και άλλη ερμηνεία της ανακάλυψης της φωτιάς από τον άνθρωπο. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι την επινόησε με την τριβή δύο ξερών ξύλων, κάτι που κάνουν και σήμερα οι άνθρωποι, όταν στερούνται μέσων παραγωγής φωτιάς, ενώ άλλοι με το χτύπημα δύο λίθων, κυρίως «της λεγόμενης τσακμακόπετρας», που και αυτή η μέθοδος παραγωγής χρησιμοποιούσαν πριν από μερικά χρόνια οι άνθρωποι, προκειμένου να προκαλέσουν σπινθήρα για το άναμμα της φωτιάς.

Πάντως όπως και να έχει το πράγμα η ανακάλυψη της φωτιάς στάθηκε τόσο χρήσιμη στον άνθρωπο, ώστε τον παρέσχε αρκετές υπηρεσίες, όπως αντιμετώπιση του ψύχους, βελτίωση της διατροφής του, συχνή χρήση στις διάφορες μορφές της τέχνης (χειροτεχνία, πηλοπλαστική), ψήσιμο εδεσμάτων (οσπρίων, λαχανικών και ιδιαίτερα της σάρκας των ζώων).

Όλες αυτές οι ευεργετικές προσφορές της φωτιάς οδήγησαν τον άνθρωπο στο να ανταποδώσει την ευεργεσία του προς τη φωτιά με τη θεοποίησή της και τη λατρεία της, κάτι που το συναντάμε και σήμερα στις πρωτόγονες ακόμη κοινωνίες.

Οι Προσωκρατικοί φιλόσοφοι αναζητώντας την αρχή της δημιουργίας του κόσμου εντάξανε τη φωτιά, τη γη, το νερό και τον αέρα στα βασικά συστατικά της δημιουργίας του σύμπαντος (Αναξίμανδρος, Θαλής, Αναξιμένης, Ηράκλειτος κ.α.).

Πέραν των άλλων ευεργεσιών, τις οποίες προσέφερε η φωτιά στον άνθρωπο ήταν και ο χώρος της υγείας. Πριν από μερικά χρόνια άνθρωποι εφαρμόζοντας την πρακτική ιατρική για να απολυμάνουν μεταλλικά αντικείμενα (βελόνες) προκειμένου να διανοίξουν πυώδη αποστήματα κάνανε πρώτα χρήση της φωτιάς. Πυρώνανε το μεταλλικό αντικείμενο στη φωτιά και ύστερα το χρησιμοποιούσανε.

Την αντίληψη αυτή ότι η φωτιά απέτρεπε τις κακές επιπτώσεις από την επίδραση λοιμωδών νόσων τη συναντάμε στο Θουκυδίδη, όταν ο λοιμός, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, θέριζε τους Αθηναίους, οι οποίοι για να αποτρέψουν το κακό άναβαν τεράστιες φωτιές, με τις οποίες αποτεφρώνανε τους νεκρούς τους.

Όταν λοιπόν ο πατέρας της Ιατρικής, ο Ιπποκράτης ο Κώος, βρέθηκε στην Αθήνα τον 5ο π.Χ. αιώνα και προσπάθησε να βρει τα αίτια του λοιμού και να ανακαλύψει τον τρόπο της θεραπείας των προσβαλλομένων από αυτόν, διαπίστωσε ότι καθίσταντο άνοσοι όσοι ασχολούνταν με επαγγέλματα, τα οποία είχαν σχέση με τη φωτιά (σιδηρουργοί).

Η αντίληψη ότι η φωτιά αποτρέπει το κακό πέρασε και στην ελληνική λαογραφία.

Έτσι την ημέρα του Αγίου Ιωάννου ανάβουν φωτιές με ξερόκλαδα τα οποία συγκεντρώνουν μια μέρα νωρίτερα και αφού τα ανάψουν, αρχίζουν και πηδούν από πάνω της αναφωνώντας: «έφυγα και γλύτωσα από το κακό και βρήκα τώρα το καλύτερο». Η φράση αυτή μας φέρνει στο νου την αρχαία φράση των Αθηναίων στην αρχαιότητα: «έφυγον κακόν, εύρον άμεινον».

Το πήδημα της φωτιάς, που παρατηρείται και σήμερα ακόμη συνοδεύεται από λόγο μαγικό, που θα προστατεύει όσους πηδούν, χωρίς να καούν, ένα άσβηστο όνειρο: «να μην τους βρει κακό την καινούργια χρόνια». Αυτό τουλάχιστον υποδηλώνει η ευχή: «έφυγα από τον κακόχρονο και ήρθα στον καλόχρονο».

Η ευχή αυτή είχε εφαρμογή μόνο για εκείνους, που κατορθώνουν να μην καούν, καθώς πηδούσαν. Αν δεν καταφέρνανε, θα ακολουθούσε δυσάρεστη κατάσταση γι’ αυτούς.

Αναλύοντας την ουσία του εθίμου, εύλογα ο νους ανατρέψει στην αντίληψη, που διαιωνίζεται αιώνες τώρα, ότι η φωτιά εξακολουθεί να έχει αποτρεπτικές ιδιότητες όχι μόνο για τις μολυσματικές ασθένειες, αλλά και σε κάθε άλλου είδους επιβλαβή συνέπεια. Η διαχρονικότητα της ελληνικής παράδοσης συναδελφωμένη με την εμπειρία.

(συνεχίζεται…)