ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

 

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Οι τομείς της δικαιοσύνης και της διπλωματίας αναμορφώθηκαν και γρήγορα πέρασαν στον απόλυτο έλεγχο των Νεότουρκων. Ο μόνος θεσμός από το παρελθόν που ούτε ο ίδιος ο Κεμάλ Ατατούρκ δεν τόλμησε να επιφέρει σημαντικές αλλαγές ήταν το στράτευμα. Αρκετοί εκ των ειδικών αναλυτών της Κεμαλικής περιόδου προβάλουν το επιχείρημα ότι ο στρατός, βαθύτατα επηρεασμένος από την Νεοτουρκική ιδεολογία, δεν αντιμετώπισε ιδιαίτερο πρόβλημα να υιοθετήσει τις ιδεολογικές θέσεις του Ατατουρκισμού. Αυτή όμως η άποψη δεν καταφέρνει να προβάλει το πλήρες μέγεθος της ειδικής θέσης του στρατού στο εσωτερικό του νεότευκτου τουρκικού κράτους.

Από τότε έως και σήμερα η Τουρκία δεν άλλαξε σε τίποτα τόσο στην εσωτερική πολίτικη της – διδαχή, όσο και στην εξωτερική πολίτικη της, τονίζοντας τον ρόλο της ως περιφερειακή εν ισχύ δύναμη. Το τι έκανε όλα αυτά τα χρόνια η χώρα μας ήταν και συνεχίζει να είναι μια μετριοπαθής διπλωματική τακτική, η οποία φαντάζει στην άλλη πλευρά ως αδυναμία, και οι επεκτατικές πολιτικές της γείτονας αυξάνουν με αυθαδιασμό και εμείς να θεωρούμε τα αυτονόητα ως επιβεβλημένες υποχρεώσεις. Αν μη τι άλλο αυτό φάνηκε από τους «πανηγυρισμούς» όταν ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών αξιώθηκε να πει τα δεδομένα ως έχουν.

Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή η Ελλάδα έπαυσε να είναι η ισχυρή χώρα, που με τη Συνθήκη των Σεβρών, έτεινε να εξελιχθεί σε μεγάλη δύναμη της Ανατολικής Μεσογείου. Τώρα πια ήταν υποχρεωμένη να περισυλλέξει τα ναυάγιά της, να στεγάσει, να θρέψει και να περιθάλψει εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, θύματα της φοβερότερης καταστροφής που γνώρισε ο Ελληνισμός στη διάρκεια της μακραίωνης ιστορίας του. Τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα και δυσκόλεψαν ακόμα περισσότερο από μια γενικευμένη πολιτική αστάθεια, που συνοδεύθηκε από στρατιωτικά πραξικοπήματα και τη δικτατορία του Πάγκαλου.

Όταν το 1928 ο Ελευθέριος Βενιζέλος επανήλθε στην εξουσία η Ελλάδα ήταν μια χώρα διεθνώς ανυπόληπτη, απομονωμένη και διατηρούσε κάκιστες σχέσεις με όλους τους γείτονές της στα Βαλκάνια: η Γιουγκοσλαβία διεκδικούσε μερίδιο κυριαρχίας στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, η Βουλγαρία διατηρούσε αλυτρωτικές βλέψεις τουλάχιστον στη Δυτική Θράκη και οι σχέσεις με την Τουρκία χειροτέρευαν καθημερινά εξαιτίας σοβαρών εκκρεμοτήτων που αφορούσαν τις συμφωνίες υποχρεωτικής ανταλλαγής των πληθυσμών, τις περιουσίες των ανταλλάξιμων και την τύχη των μειονοτήτων που είχαν παραμείνει στις δύο χώρες.

Πρώτη πράξη του Βενιζέλου ήταν η αναθέρμανση των σχέσεων με το Λονδίνο και το Παρίσι. Ταυτόχρονα υπογράφτηκε το ελληνοϊταλικό σύμφωνο φιλίας του 1928, που υποχρέωσε τη Γιουγκοσλαβία να εγκαταλείψει τις εξωφρενικές της απαιτήσεις στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης και την Τουρκία να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Όμως, πριν να ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, ο Βενιζέλος, με επιστολή του προς τον Τούρκο πρωθυπουργό, ζήτησε έγγραφη και ρητή δέσμευση ότι η Τουρκία δεν είχε εδαφικές διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα. Η θετική απάντηση του Ισμέτ Ινονού, ότι η Άγκυρα δεν είχε βλέψεις κατά της Ελλάδας, έδωσε το έναυσμα για την έναρξη των ελληνοτουρκικών διαπραγματεύσεων.

Η συμφωνία της Άγκυρας τον Ιούνιο του 1930, η επίσκεψη του ίδιου του Βενιζέλου στην τουρκική πρωτεύουσα τον Οκτώβριο του ίδιου χρόνου και το σύμφωνο φιλίας που υπογράφηκε έδωσαν μια αισιόδοξη προοπτική στις σχέσεις των δύο χωρών. Οι ελπίδες δεν είναι βέβαιο ότι επαληθεύθηκαν. Πάντως, όσο ζούσε ο Κεμάλ Ατατούρκ, οι ελληνοτουρκικές σχέσεις βελτιώθηκαν αισθητά. Μετά τον θάνατό του, το 1938, οι επίγονοί του άρχισαν να εγκαταλείπουν σταδιακά τους στόχους της ελληνοτουρκικής φιλίας, όπως τις είχαν θεμελιώσει ο Βενιζέλος με τον Κεμάλ και να ασπάζονται τα νεοθωμανικά όνειρα. Προς την κατεύθυνση αυτή βοήθησαν οι αστοχίες και τα σοβαρά λάθη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.

Οι αντίπαλοι του Βενιζέλου, δημαγωγώντας ασύστολα, επέκριναν τις συμφωνίες του με τους Τούρκους. Σε ελάχιστο, όμως, χρόνο μετά την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τους ίδιους όχι μόνο θα υιοθετήσουν την πολιτική του αλλά με κορυφαίο τον Μεταξά θα προβούν σε αδικαιολόγητες παραχωρήσεις προς την Άγκυρα, οι οποίες σε κάθε περίπτωση ήταν αδιανόητες όσο κυβερνούσε ο Βενιζέλος.

Στο μεταξύ, από τα μέσα της δεκαετίας του 1930 αρχίζει δειλά δειλά να επανεμφανίζεται στην Τουρκία το ρεύμα του παντουρκισμού, που μαζί με τις θεωρίες του τουρανισμού εξέφραζαν μια επεκτατική πολιτική με τελικό στόχο την ανάκτηση των χαμένων εδαφών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Κορυφαίο εμπόδιο στις βλέψεις αυτές ήταν η Συνθήκη της Λωζάννης και ειδικά οι διατάξεις που αφορούσαν το Αιγαίο, την Κύπρο, τα Βαλκάνια, τη Μέση Ανατολή και τα Στενά των Δαρδανελλίων.

Πρώτο βήμα της Άγκυρας, προς την κατεύθυνση αυτή, ήταν η αναθεώρηση του καθεστώτος των Στενών. Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να χωνέψουν ότι το στρατηγικό αυτό προπύργιο παρέμενε υπό τον έλεγχο των Άγγλων. Ο σκληρός ανταγωνισμός Λονδίνου και Μόσχας και η επέμβαση της Ιταλίας στην Αιθιοπία ευνόησαν τους Τούρκους και υποχρέωσαν Άγγλους, Γάλλους και Σοβιετικούς όχι μόνο να τους επιστρέψουν τα Στενά, αλλά να συμφωνήσουν και στην επαναστρατιωτικοποίηση τους. Τον Ιούλιο του 1936 συνήλθε στο Μοντραί της Ελβετίας η διάσκεψη που όρισε το νέο νομικό καθεστώς, που αντικατέστησε τη σύμβαση της Λωζάννης του 1923, για τα Στενά. Στη νέα σύμβαση απαραίτητη ήταν η υπογραφή της Ελλάδας, η οποία όχι μόνο υπέγραψε, αλλά και υποστήριξε με πάθος τις θέσεις των Τούρκων.

Και τα συμφέροντα της Ελλάδας; Αυτά λησμονήθηκαν σκανδαλωδώς. Ενώ η Τουρκία επανέκτησε την κυριαρχία των Στενών και πέτυχε την στρατιωτικοποίηση της Ίμβρου και της Τενέδου, αντιθέτως δεν υπήρξε καμία αναφορά στην αμυντική θωράκιση της Λήμνου και της Σαμοθράκης, μολονότι τα δύο αυτά ελληνικά νησιά ανήκουν στο ίδιο νομικό καθεστώς που είχε συμφωνηθεί στη Λωζάννη το 1923. Ήταν ένα βαρύ διπλωματικό σφάλμα της κυβέρνησης του Ιωάννου Μεταξά, το οποίο η Ελλάδα το πληρώνει μέχρι σήμερα, δεδομένου ότι η Τουρκία αμφισβητεί το

δικαίωμα αμυντικής θωράκισης των δύο νησιών. Βέβαια, ελληνικές κυβερνήσεις, αντικρούουν τους τουρκικούς ισχυρισμούς, επικαλούμενες μια προφορική δήλωση του τότε Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Ρουστού Αράς, ο οποίος αποδέχθηκε τη μελλοντική στρατιωτικοποίηση της Λήμνου και της Σαμοθράκης. Όμως η απουσία οποιασδήποτε μνείας στην ίδια τη Συνθήκη του Μοντραί αδυνατίζει τη θέση της Ελλάδας.

Η κυβέρνηση Μεταξά έχασε τότε μια σπάνια ευκαιρία να θωρακίσει αμυντικά, με τη συναίνεση της Τουρκίας, τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, αλλά και την άλλη συστάδα των νησιών (Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία), που εν πάση περιπτώσει γι’ αυτά ο Βενιζέλος είχε πετύχει καθεστώς μερικής αποστρατιωτικοποίησης, με τη Συνθήκη της Λωζάννης.

Στην κρίσιμη διάσκεψη του Μοντραί η Τουρκία εξαρτιόταν απόλυτα από την υπογραφή της Ελλάδος. Η ελληνική πλευρά όχι μόνο δεν διανοήθηκε να «πουλήσει» την υπογραφή της, αλλά ούτε καν ζήτησε μια μελλοντική διευθέτηση ενός τόσο κρίσιμου ζητήματος.

(συνεχίζεται…)