ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

 

Οι όροι μιας αξιόπιστης άμυνας

 

Έτσι, αποδυναμωμένη εσωτερικά και πιο απομονωμένη παρά ποτέ διεθνώς, η ηγεσία της χώρας μας περιμένει την περαιτέρω εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας, εκείνη από την οποία δεν θα μπορεί να τρέξει μακριά, με αμηχανία και φόβο. Δε διαθέτει δική της πολιτική, ούτε επίλυσης των ανοιχτών ζητημάτων με την Τουρκία, ούτε σύγκρουσης. Είναι οι ΗΠΑ που θα υπαγορεύσουν είτε τη μία, είτε την άλλη.

Και όμως, υπάρχουν οι όροι και για μια νέα πολιτική προσέγγισης και για αξιόπιστη άμυνα. Η Ελλάδα μπορεί:

Πρώτον, να προσεγγίσει απευθείας την Τουρκία, χωρίς να υπηρετεί τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των εταιρειών τους, για το θέμα της ΑΟΖ στο Αιγαίο, προτείνοντας να απευθυνθούμε, οι δύο χώρες στη διεθνή δικαιοσύνη. Αποδραματοποιώντας το ζήτημα των γεωτρήσεων μπορούμε να αφιερωθούμε στα πραγματικά προβλήματα.

Δεύτερον, να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, με τη Συρία, με το Ιράκ, με το Λίβανο και με το Ιράν θέτοντας την ασφάλειά της υπεράνω των επιδιώξεων Ισραήλ – ΗΠΑ.

Τρίτον, να μην τηρήσει καμία δημοσιονομική δέσμευση η οποία πλήττει- μεταξύ άλλων- την αμυντική της ικανότητα.

Τέταρτον, να δουλέψει σοβαρά πάνω στην ανασύσταση του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδας – Κύπρου, ως προϋπόθεση λύσης του Κυπριακού. Ακόμα και λύση με αναγνώριση δύο κρατών δε θα δουλέψει αν η Κυπριακή Δημοκρατία μένει αμυντικά μόνη, όπως συμβαίνει σήμερα.

Θα αποδώσουν όλα αυτά άμεσα; Όχι. Δεν υπάρχουν ούτε εύκολες, ούτε γρήγορες λύσεις όταν μια χώρα πρέπει να αλλάξει μοντέλο συνολικά προκειμένου και να υπερασπιστεί την ακεραιότητά της. Υπάρχουν όμως ακόμα δυνατότητες. Η κρίση μετά την κρίση ή καλύτερα μέσα στην κρίση έρχεται και όλοι θα κριθούν επ’ αυτής.

Υπάρχουν δυο σχολές της Διπλωματίας οι όποιες όλα αυτά τα χρόνια μαζί με τις εναλλαγές Κυβερνήσεων διακινούν την εξωτερική μας πολίτικη αναλόγως τους επηρεασμούς και τις πιέσεις που δέχεται η χώρα. Και αυτό συμβαίνει διότι όλα τα χρόνια μετά την ανεξαρτησία της και την ίδρυση του πρώτου ελληνικού κράτους η εξωτερική πολιτική ήταν πάντα όχι σταθερά αλλά ευμετάβλητη ανάλογα με ποια Κυβέρνηση υπήρχε στην εξουσία. Και έτσι αυτό από τότε σηματοδότησε σε φίλους και εχθρούς ότι είμαστε μια χώρα που δυστυχώς δέχεται παρεμβάσεις στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής της και αυτό το γνωρίζουν άπαντες.

Πάμε να τις δούμε.

Ελληνοκεντρισμός (Πολιτικός Ρεαλισμός-Θουκυδίδη).

Αξιωματικές θέσεις: Πρόκειται για τη κλασική ρεαλιστική σχολή που θεωρεί το διεθνές σύστηνα άναρχο, εξαιτίας της απουσίας μιας νομιμοποιημένης διεθνούς εξουσίας, και που υποστηρίζει ότι τα κράτη, ως ορθολογικά όντα που είναι, πρέπει να επιδιώκουν το εθνικό τους συμφέρον και την ασφάλειά τους. Οι διεθνείς οργανισμοί δεν επηρεάζουν σημαντικά τη συμπεριφορά των κρατών, αντίθετα τα τελευταία χρησιμοποιούν τους οργανισμούς αυτούς για την καλύτερη προώθηση των συμφερόντων τους. Ο καλύτερος τρόπος για την αποφυγή του πολέμου, ως αποτέλεσμα της αναπόφευκτης σύγκρουσης συμφερόντων ανάμεσα στα κυρίαρχα κράτη, είναι η εξισορρόπηση της ισχύος και η αποτροπή των ηγεμονικών, αναθεωρητικών και επιθετικών τάσεων.

Ελληνοτουρκικές σχέσεις: Η Τουρκία είναι ο γεωπολιτικός αντίπαλος της Ελλάδας που εξακολουθεί να έχει αναθεωρητικές βλέψεις στο Αιγαίο, που κατέχει παράνομα ένα μέρος της Κύπρου και που, παρά τις δυσκολίες της, εξελίσσεται σε τοπική υπερδύναμη. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι Έλληνες καλούνται να βρίσκονται σε συνεχή επαγρύπνηση και το ελληνικό κράτος να επενδύσει στην άμυνα για την ανάσχεση και αποτροπή της Τουρκίας. Η ελληνική στρατηγική θα πρέπει να βασίζεται κυρίως σε μια αξιόπιστη στρατιωτική δύναμη και σε ένα δίκτυο συμμαχιών που θα βοηθάει στην εξισορρόπηση της στρατιωτικής και γεωπολιτικής υπεροχής της Τουρκίας. Η Αθήνα πρέπει να εμφανίζεται αποφασισμένη να απαντήσει με ολική κλιμάκωση σε οποιαδήποτε περίπτωση επίθεσης (ακόμα και περιορισμένης έκτασης) κατά των ελληνικών θέσεων στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Η αποτροπή απαιτείται να είναι αξιόπιστη και να καλύπτει και τον ελληνισμό της Κύπρου με την εφαρμογή του ενιαίου αμυντικού δόγματος Ελλάδας-Κύπρου.

Σε περίπτωση που η στρατηγική της αποτροπής αποτύχει του σκοπού της να διατηρηθεί η ειρήνη και είναι σίγουρο ότι επίκειται τουρκική επίθεση, η Ελλάδα δεν θα πρέπει να παραμελεί το στρατηγικό πλεονέκτημα του πρώτου χτυπήματος. Η Ελλάδα δεν θα πρέπει να διαπραγματεύεται τα κυριαρχικά της δικαιώματα με κανένα και πριν να καθίσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με την Τουρκία, επιβάλλεται να εξασφαλίσει την ισορροπία ισχύος, ειδάλλως η χώρα θα αναγκαστεί να απεμπολήσει τα δικαιώματα της και να οδηγηθεί σε δορυφοροποίηση (Φιλανδοποίηση) έναντι της Άγκυρας. Το μόνο θέμα που θα μπορούσε η Αθήνα να συζητήσει με την Άγκυρα, είναι αυτό της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο, που όντως δεν έχει διευθετηθεί, και γι’ αυτό η Ελλάδα αποδέχεται την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.

Όλες οι υπόλοιπες τουρκικές αξιώσεις θεωρούνται ανεδαφικές, αφού έχουν επιλυθεί από διεθνείς συνθήκες που κατοχυρώνουν τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Στο διπλωματικό πεδίο, η χώρα πρέπει να έχει μια δραστήρια εξωτερική πολιτική και να προσπαθεί να κερδίσει την υποστηρίξει της διεθνούς κοινότητας ενάντια στη Τουρκία για την διατήρηση του status quo στο Αιγαίο και την επαναφορά στο status quo ante στη Κύπρο ή, ως τελευταία συμβιβαστική λύση, την ίδρυση μίας διζωνικής ομοσπονδίας με ισχυρή κεντρική εξουσία που θα εκφράζει την πληθυσμιακή αναλογία των κοινοτήτων της Μεγαλονήσου. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εκλαμβάνεται ως ένα χρήσιμο εργαλείο για την προώθηση των εθνικών συμφερόντων, ένα διεθνές forum όπου η Ελλάδα έχει σαφή διπλωματική υπεροχή έναντι της Τουρκίας και που πρέπει να χρησιμοποιείται για την άσκηση αποτελεσματικής πίεσης για την συμμόρφωση της Άγκυρας, στο Αιγαίο και την Κύπρο. Γι’ αυτό το λόγο, οι Ελληνοκεντρικοί θεωρούσαν σωστή την πολιτική της «αιρεσιμότητας» (conditionality policy) που ακολούθησε η Ελλάδα, από το 1986 και έπειτα, έναντι στην Τουρκία.

Πάμε στην ετέρα άλλη σχολή του εγωκεντρισμού.

Αξιωματικές θέσεις: Και αυτή η σχολή θεωρεί πως το διεθνές σύστημα είναι άναρχο, αλλά η αναρχία αυτή είναι μερική σε σχέση με το παρελθόν. Η ύπαρξη διεθνών αρχών και διεθνών οργανισμών επηρεάζει την συμπεριφορά των κρατών, δημιουργώντας δεσμεύσεις που τα υποχρεώνουν να συμπεριφέρονται κατά τρόπο παρόμοιο και προβλέψιμο. Καλύτερη οργάνωση ανάμεσα στα κράτη επιτυγχάνεται στα πλαίσια πολιτικών κοινοτήτων.

Η οικονομική αλληλεξάρτηση και ολοκλήρωση στα πλαίσια των κοινοτήτων αυτών δημιουργεί συνθήκες για μια πολιτική ολοκλήρωση ανάμεσα στα κράτη, που τα βοηθάει να επιλύουν ειρηνικά τις διαφορές τους και να επιδιώκουν το κοινό τους συμφέρον.

Ελληνοτουρκικές σχέσεις: Η τουρκική απειλή μετά το 1974 θεωρείται δεδομένη και η αποτροπή της καθίσταται σημαντική, αρκεί να εφαρμόζεται με μια πιο ευρεία έννοια και χωρίς άσκοπες απειλές προς τη στρατοκρατική και, γι’ αυτό, δύστροπη Τουρκία.

Η κοντόφθαλμη ελληνοκεντρική λογική οδηγεί σε διενέξεις και καταστρέφει τη δυνατότητα νέων μορφών συνεργασίας. Η αποτροπή θα πρέπει να βασίζεται περισσότερο στην ισχυρή οικονομία, στο εκσυγχρονισμένο Κράτος, στη πολιτική και κοινωνική σταθερότητα, σε δημιουργικές διπλωματικές πρωτοβουλίες στη περιοχή των Βαλκανίων, και όχι μόνο στη στρατιωτική πτυχή της. Η Ελλάδα ανήκει στη ζώνη της σταθερότητας και της δημοκρατίας στην Ευρώπη, την Ευρωπαϊκή Ένωση, και από την στιγμή που τάσσεται υπέρ την διατήρησης του Status quo στη περιοχή της πρέπει να εγκαταλείψει μια για πάντα τον ακραίο εθνικισμό και να αναζητήσει την συνεργασία με τους γείτονες της με γνώμονα το κοινό συμφέρον. Η Ελλάδα δεν πρέπει να διστάζει να παίρνει πρωτοβουλίες στα πλαίσια της λεγόμενης πολυμερούς διπλωματίας κάνοντας χρήση του πλεονεκτήματος της ως πλήρες μέλος της ΕΕ, απεναντίας θα πρέπει να πάψει να παρουσιάζεται ως ο ταραξίας των Βαλκανίων και να γίνει ένας υπεύθυνος Ευρωπαίος, εγκαταλείποντας την πολιτική των τοπικών αξόνων και συμμαχιών που δεν είναι συμβατές με την λογική του κράτους μέλους της Κοινότητας. Οι Τούρκοι πολιτικοί ιθύνοντες θα σκεφτούν δύο φορές πριν αποφασίσουν να επιτεθούν σε μια χώρα που είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, ακόμα περισσότερο όταν αυτή συμπορεύεται με τα κράτη μέλη της πρώτης ευρωπαϊκής ταχύτητας και εναρμονίζει τα οικονομικά και στρατηγικά της συμφέροντα με αυτά της Δύσης στην περιοχή.

Η ΕΕ και το ΝΑΤΟ που θεωρούν ότι εξελίσσεται σταδιακά σε ένα μηχανισμό συλλογικής ασφάλειας ανάμεσα στα μέλη της, αποτελούν μια χρήσιμη «δομική ομπρέλα» που θα μπορούσε να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη, την σταθερότητα και την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης

Για αυτόν το λόγο, η Ελλάδα πρέπει να τάσσεται υπέρ της ένταξης των γειτονικών χωρών της στους οργανισμούς αυτούς, υπό τον όρο ότι θα τηρούν τα απαραίτητα κριτήρια για την εισδοχή τους.

Στα κριτήρια αυτά περιλαμβάνεται, η σταθερή δημοκρατία, η οικονομία της αγοράς, ο πλήρης σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στο εσωτερικό των υποψήφιων χωρών και η αποκήρυξη της βίας ως μέσο επίλυσης των διαφορών τους με τους γείτονες τους.

Η Ελλάδα θα πρέπει να στηρίξει τις υποψήφιες χώρες στην προσπάθειά τους να εναρμονιστούν με αυτές τις αρχές και να ξεφύγει από την λογική των υπό όρους κυρώσεων (conditional sanctions), υιοθετώντας την λογική της υπό όρους επιβράβευσης (conditional rewards) στη διαμόρφωση της εξωτερικής της πολιτικής. Με άλλα λόγια, παραμένοντας στη λογική του «καρότου και του μπαστουνιού», το μπαστούνι είναι καλύτερο και πιο αποτελεσματικό να το κρατάει η Ευρωπαϊκή Ένωση στο σύνολό της, παρά να εμφανίζεται η Ελλάδα από μόνη της ως το κύριο εμπόδιο στην ευρωπαϊκή προοπτική (που αποτελεί το καρότο) της Τουρκίας.

(συνεχίζεται…)