ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

(συνέχεια από το προηγούμενο)

 

Σκέψεις για την αλλαγή προσέγγισης της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής

 

Η συζήτηση που δημιουργήθηκε γύρω από τη δημόσια αντιπαράθεση των σχολών βοήθησε, ως ένα σημείο, στην προετοιμασία της κοινής γνώμης για την επερχόμενη αλλαγή συμπεριφοράς της Ελλάδας απέναντι στους γείτονες της, όμως τα πραγματικά αίτια της αλλαγής θα πρέπει να αναζητηθούν σε πιο πρακτικά κίνητρα.

Χωρίς να επιδιώκουμε να εξαντλήσουμε εδώ το θέμα, θα θέλαμε να παραθέσουμε συνοπτικά ορισμένες παρατηρήσεις.

Η Ελλάδα στην αρχή της δεκαετίας του ‘90 βρέθηκε απομονωμένη στον ευρωπαϊκό και στο διεθνή χώρο εξαιτίας της βαλκανικής πολιτικής της που κινήθηκε σε διαφορετική πορεία σε σχέση με τα ευρωπαϊκά και αμερικανικά συμφέροντα στην περιοχή. Εκτός από τις μεγάλες πιέσεις που δέχτηκε από το εξωτερικό, η τότε πολιτική της αντιμετώπισε και τα εσωτερικά οικονομικά συμφέροντα της χώρας, τα οποία προχώρησαν σε επενδύσεις στην περιοχή των Βαλκανίων παραβιάζοντας ακόμα και το εμπάργκο κατά των Σκοπίων.

Αυτές οι πιέσεις σε συνδυασμό με τις ανησυχίες που προκαλούσε η προσπάθεια της Τουρκίας να εκμεταλλευτεί την ελληνική απομόνωση, έπεισαν την Αθήνα να χαμηλώσει τους τόνους απέναντι στους βόρειους γείτονες της και οδήγησαν στην άρση του εμπάργκο κατά της FYROM. Χάρη στη Μεταβατική Συμφωνία της Νέας Υόρκης του Σεπτέμβρη του 1995, η Ελλάδα κατάφερε να «αποσκοπιανοποιήσει» την εξωτερική πολιτική της και να διευρύνει τους ορίζοντες της. Έτσι, η Ελλάδα είναι σήμερα ο πρώτος οικονομικός εταίρος της Βόρειας Μακεδονίας και κατέχει μεγάλο μέρος της αγοράς της Αλβανίας και της Βουλγαρίας ενώ εμφανίζεται ως σημαντικός παράγοντας για τη σταθερότητα στη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Όσον αφορά στην Τουρκία, η απομόνωση της Ελλάδας ήταν μάλλον λιγότερο σημαντικός παράγοντας, γιατί αν και οι Ευρωπαίοι εταίροι επιθυμούσαν την προώθηση των ευρωτουρκικών σχέσεων μέσω της Τελωνειακής Ένωσης ΕΚ Τουρκίας, πολλοί από αυτούς

διατηρούσαν και συνεχίζουν να διατηρούν σοβαρές επιφυλάξεις για την ένταξη της Τουρκία στην Ένωση..

Έτσι η Αθήνα, νωρίς το 1995, απέσυρε το βέτο της για την ΤΕ της Τουρκίας, αλλά μόνο μετά από την επιτυχή διασύνδεση με το θέμα της έναρξης των διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Κύπρου. Πιο σημαντικός φαίνεται να ήταν ο ρόλος των εσωτερικών οικονομικών συμφερόντων.

Ο επιχειρηματικός κόσμος στην Ελλάδα είδε από την αρχή τις ευκαιρίες που προσέφερε η Τελωνειακή Ένωση της ΕΕ με την Τουρκία. Τον Ιανουάριο του 1996, και ενώ η κρίση των Ιμίων βρισκόταν σε εξέλιξη, υπογράφηκε στην Αθήνα ένα πρωτόκολλο συνεργασίας μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων τουριστικών πρακτόρων.

Οι δύο συμβαλλόμενες πλευρές δεσμεύτηκαν να λάβουν μέτρα για να σταματήσουν πράξεις που μπορούσαν να οδηγήσουν σε ένταση ανάμεσα στις χώρες τους. Έπειτα, οι Έλληνες τουριστικοί πράκτορες προχώρησαν μέχρι και στην άσκηση πιέσεων στο Υπουργείο Εξωτερικών για την κατάργηση της απαιτούμενης βίζας για τους Τούρκους πολίτες που επιθυμούσαν να επισκεφτούν την Ελλάδα. Ποτέ στο παρελθόν τα ελληνικά οικονομικά συμφέροντα δεν ήταν τόσο έκδηλα σε αντίθεση με την επίσημη πολιτική που ακολουθούσε η χώρα σε ένα τόσο ευαίσθητο τομέα, τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Έκτοτε, παρά το σχετικά τεταμένο κλίμα που επικράτησε μέχρι το καλοκαίρι του 1999, οι ελληνοτουρκικές εμπορικές συναλλαγές σημείωσαν θεαματική αύξηση προσεγγίζοντας το επίπεδο του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων από 273,8 εκατ. δολ. που ήταν το 1994, οι ελληνικές εξαγωγές προς την Τουρκία πέρασαν από 168.7 εκατ. δολ. το 1994 σε 544,2 εκατ. δολ. το 2000 και το 2002 οι ελληνικές επενδύσεις στην Τουρκία έφτασαν τα 100 εκατ. δολ., ποσά που λαμβάνοντας υπόψη το συνολικό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας κάθε άλλο παρά ευκαταφρόνητα μπορούν να θεωρηθούν. H κρίση των Ιμίων φαίνεται όμως να ήταν το σημείο καμπής για την αλλαγή της ελληνικής στρατηγικής απέναντι στην Τουρκία.

Στις αρχές του 1996, όταν η Ελλάδα βρέθηκε μπροστά σε αυτό που θεωρούσε ως μία έμπρακτη απειλή κατά της εδαφικής ακεραιότητας της, αποδείχτηκε πως η Αθήνα δεν διέθετε μια στρατηγική που να μπορούσε να διαχειριστεί τέτοιου είδους κρίσεις χωρίς να τις κλιμακώσει και να οδηγηθεί σε γενικό πόλεμο με την Άγκυρα, ενδεχόμενο που θα έθετε υπό σοβαρή αμφισβήτηση την προοπτική οικονομικής και κοινωνικής σύγκλισης της χώρας με ους υπόλοιπους κοινοτικούς εταίρους της.

Η αμερικανική επέμβαση στην κρίση ήταν σημαντική – και, κατά την άποψή μας, ήρθε ως «μάνα εξ ουρανού» για την ελληνική πολιτική ηγεσία – από τη στιγμή που έθετε ως προϋπόθεση τη μη χρήση στρατιωτικής βίας για την επίλυση της διαφοράς. Η επέμβαση αυτή οδήγησε τελικά σε ένα συμβιβασμό που, αν και δυσμενέστερος για την ελληνική πλευρά, διαφύλαξε την ειρήνη στο Αιγαίο και επέτρεψε στην κυβέρνηση Σημίτη και στον ελληνικό λαό να επιτύχουν το στρατηγικό στόχο της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ.

Εκεί που θέλουμε να καταλήξουμε είναι πως η ελληνική πλευρά από το 1996 και έπειτα αρχίζει να χαμηλώνει τους τόνους, αν και δεν έλειψαν ορισμένα παρατράγουδα (S-300, υπόθεση Οτζαλάν), και όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν (1999: διπλωματία των σεισμών) ξεκινάει ένα διάλογο με την τουρκική πλευρά με σκοπό, όχι μόνο να διαχειριστεί, αλλά κυρίως να αποφύγει κρίσεις και θερμά

επεισόδια τόσο στο Αιγαίο όσο και στη Κύπρο. Σε αυτή την εξέλιξη συνέβαλε και η συμπεριφορά της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την κρίση των Ιμίων. Η ιταλική προεδρία συνέστησε στις δύο αντιμαχόμενες πλευρές να δείξουν μετριοπάθεια και να αποφύγουν κάθε ενέργεια και δήλωση που θα μπορούσε να εντείνει την κατάσταση και εξέφρασε την πεποίθηση ότι η ελληνοτουρκική διαφορά θα μπορούσε να βρει λύση σε νομικό επίπεδο, είτε σε διαιτητικό δικαστήριο είτε στο διεθνές δικαστήριο της Χάγης. Κατόπιν, στα πλαίσια της επικείμενης διεύρυνσης, τα όργανα της ΕΕ ήταν πιο σαφή όταν – πρώτα με την έκθεση της Επιτροπής «Ατζέντα 2000. Για μία ισχυρότερη και ευρύτερη Ευρώπη» που καταρτίστηκε στις 15 Ιουλίου 1997 και έπειτα με τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στο Ελσίνκι του Δεκέμβρη του 1999- υπέδειξαν το ΔΔ της Χάγης ως το καταλληλότερο μέσο διευθέτησης των διασυνοριακών διαφορών των υποψήφιών για ένταξη χωρών, γεγονός που ανταποκρίνεται στην πάγια θέση της Ελλάδας να δίνει νομική διάσταση στα ελληνοτουρκικά προβλήματα του Αιγαίου.

Η συμφωνία του Ελσίνκι είναι ένα στοιχείο που ενδυνάμωσε την ήδη προδιαγραφόμενη πορεία προς την ελληνοτουρκική επαναπροσέγγιση. Στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο η ελληνική κυβέρνηση κατάφερε να αποσυνδέσει το θέμα της επίλυσης του πολιτικού προβλήματος της Κύπρου από την απόφαση για την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ένωση.

Το Ελσίνκι και η εταιρική σχέση της Τουρκίας μπορεί να προσέδωσαν στην Άγκυρα τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό που τόσο πολύ επιθυμούσε, όμως παράλληλα την υποχρέωσαν να διεξάγει το διάλογο με την Αθήνα σε ένα ευρωπαϊκό πλαίσιο όπου η τελευταία έχει σαφές διαπραγματευτικό πλεονέκτημα. Τα πολιτικά κριτήρια, που τέθηκαν για την έναρξη διαπραγματεύσεων για την ένταξη της Τουρκίας δικαιώνουν σε μεγάλο βαθμό την πολιτική που ακολούθησε η Ελλάδα στις Βρυξέλλες από το 1985 και έτσι δεν υπήρχε πλέον λόγος να εμφανίζεται η Αθήνα ως το βασικό εμπόδιο στην ευρωπαϊκή προοπτική της Τουρκίας. Πέρα από τις ελπίδες και τις πραγματικές προοπτικές για ένα «ιστορικό ελληνοτουρκικό συμβιβασμό», ο διάλογος από μόνος του αποτελεί μια ελληνική επιτυχία, αφού επιτρέπει στην Ελλάδα να εμφανίζεται ως μία δημοκρατική ευρωπαϊκή χώρα που προσπαθεί να επιλύσει με ειρηνικό τρόπο τα προβλήματα που αντιμετωπίζει απέναντι σε μια στρατοκρατική και επιθετική Τουρκία.

Με αυτό τον τρόπο η ελληνική πλευρά «ποντάρισε» στο ευρωπαϊκό χαρτί – και την εξωτερική εξισορρόπηση που της προσφέρει – με σκοπό να μπορέσει να εξισορροπήσει καλύτερα την σχετική στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας. Όσο η ελληνική πλευρά συνεχίζει το διάλογο στο Αιγαίο και στην Κύπρο θα είναι πιο δύσκολο για τη Τουρκία να προβεί χωρίς κόστος σε επιθετικές ενέργειες και θα αποτελέσει μεγάλη επιτυχία του διαλόγου και της ελληνικής στρατηγικής αν επιτευχθεί η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ χωρίς να μπορέσει η Άγκυρα να πραγματοποιήσει τις απειλές της. Από τις παραπάνω παρατηρήσεις φτάνουμε στο συμπέρασμα πως η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας άρχισε να εγκαταλείπει την λογική της καθαρά γεωπολιτικής θεώρησης και να υιοθετεί τη λογική της γεωοικονομίας.

Ωστόσο, η αλλαγή προσέγγισης απέναντι στην Τουρκία φαίνεται να είναι προϊόν μιας νέας τακτικής από την στιγμή που στρατηγικός στόχος της Ελλάδας παραμένει η αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, τόσο στον ελλαδικό όσο και στον κυπριακό χώρο. Η τακτική αυτή μπορεί όμως, κατά την γνώμη μας, να μετεξελιχθεί σε

στρατηγική όταν και αν και οι δύο πλευρές του Αιγαίου καταλάβουν πως το «παιχνίδι» στην σημερινή Ευρώπη δεν παίζεται πλέον με απειλές και στρατιωτικές αντιπαραθέσεις και αποφασίσουν πραγματικά να εντάξουν τις διαφορές τους στο ευρωπαϊκό πλαίσιο ειρηνικής επίλυσης των διαφορών.

 

ΠΗΓΕΣ

Ελληνική Εξωτερική Πολιτική Υπουργείο Εξωτερικών

Εγκυκλοπαίδεια Ευρωπαϊκής Ιστορίας

ΝΑΤΟ και Ατλαντική Συμμαχία

Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού

Εγκυκλοπαίδεια. Ελληνικής Ιστορίας