ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320 

 

Μήπως απλά εννοούν ότι η ζωή είναι ταυτόχρονα η πηγή πλουτισμού μιας και οι υπολογισμοί για κάθε χώρα στον πλανήτη θα επιφέρει κέρδη δισεκατομμυρίων κάθε χρόνο; Και ο στόχος του κοινού σκοπού στην προοπτική επιβίωσης μιας κοινωνίας; θα είναι καθαρά οικονομικός, από τις πολυεθνικές και τις συγγενείς εταιρείες που πλουτίζουν από κάθε κρίση πάνω στην υγεία.

«Στο αποκορύφωμα μιας εποχής υπεροψίας, οικονομικής μεγέθυνσης, υλικής προόδου, επιστημονικών επιτευγμάτων και της ολοένα και περισσότερο εξαπλωνόμενης ευρωπαϊκής κυριαρχίας σε όλη την υφήλιο, εμφανίστηκε μία ασθένεια που προήλθε από την απολίτιστη Ανατολή και αμφισβήτησε τις κοινές παραδοχές της ευρωπαϊκής πολιτισμικής και βιολογικής ανωτερότητας, δείχνοντας πόσο ευάλωτοι ήταν ακόμα και οι πιο πολιτισμένοι λαοί σε μια ασθένεια που συνδέονταν κυρίως με την υπανάπτυκτη Ανατολή. Σε μια περίοδο που η ευρωπαϊκή λογοτεχνία και κουλτούρα υμνούσαν την “εποχή του εξιδανικευμένου θανάτου”, μέσω ασθενειών όπως ο τύφος και η φυματίωση, οι οποίες μεταμόρφωναν και σχεδόν εξωράιζαν τα θύματά τους, στη συγκεκριμένη περίπτωση εμφανίστηκε μια νόσος που σκότωνε γρήγορα, χωρίς αναστολές, προκαλώντας συμπτώματα απαξιωτικά για τη ζωή του θύματος. Το ήμισυ του πληθυσμού που προσβλήθηκε πέθανε».

«Η εξάπλωση της ασθένειας στην Ευρώπη των αρχών της δεκαετίας του 1830, χαρακτηρίστηκε από αλλεπάλληλες εξεγέρσεις και ταραχές σχεδόν σε κάθε χώρα που επλήγη. Σύμφωνα με την κοινή γνώμη, η χολέρα δεν ήταν μια μέχρι πρότινος άγνωστη ασθένεια, αλλά αντιθέτως αποτελούσε μια μεθόδευση με στόχο τη μείωση του πληθυσμού των φτωχών μέσω δηλητηριάσεως. Εξεγέρσεις, σφαγές και βανδαλισμοί μαίνονταν ανά την Ρωσία και σάρωναν την Αυτοκρατορία των Αψβούργων, ξεσπούσαν στην Καινιξβέργη, στο Στετίνο και στο Μερνέλ το 1831, και την επόμενη χρονιά εξαπλώθηκαν στην Βρετανία επηρεάζοντας το Έξετερ και την Γλασκόβη, το Λονδίνο, το Μάντσεστερ και το Λίβερπουλ», Richard J. Evans, Επιδημία και επαναστάσεις: Η χολέρα στην Ευρώπη του 19ου αιώνα Ι. Οι εξεγέρσεις της χολέρας (1830-1831).

Η δεύτερη πανδημία χολέρας στη Ρωσία (1826-1837) και η πέμπτη πανδημία χολέρας στην Ιταλία (1881-1896) είναι αξιοσημείωτες, όχι μόνο λόγω των μεγάλων απωλειών σε ανθρώπινες ζωές και της δυστυχίας που προκάλεσαν, αλλά και εξαιτίας των φαινομένων αντίστασης και λαϊκής εξέγερσης που πυροδότησαν τη στιγμή κατά την οποία ο φόβος του θανάτου (ως συνθήκη) και ο φόβος της μόλυνσης (ως συναίσθημα) κυρίευσαν και διατάραξαν την καθημερινότητα των αντίστοιχων πληθυσμών. Επιπλέον, η ρωσική περίπτωση συνδέεται με την ιταλική καθώς μοιράζονται ομοιότητες ως προς την κρατική αντίδραση και τις πολιτικές αναφορικά με τη διαχείριση της δημόσιας υγειονομικής κρίσης που εφαρμόστηκαν στην κάθε χώρα.

Όπως εξηγεί ο M. Snowden σχετικά με τη ρωσική περίπτωση: «Ανάμεσα στα ευρωπαϊκά κράτη, η περίπτωση της Ρωσίας ήταν η πιο ακραία, καθώς οι συνέπειες της επιδημίας ήταν βιβλικών διαστάσεων. Στη Ρωσία η ασθένεια προκάλεσε τρομακτικές απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, ενώ ταυτόχρονα το καθεστώς κλιμάκωσε την τρομοκρατία με μία βίαιη και αυταρχική στρατηγική στον τομέα της δημόσιας υγείας. Οι Ρομανόφ αναπαρήγαγαν μερικές από τις κοινωνικές συνέπειες που επακολούθησαν της έξαρσης της πανούκλας, επαναφέροντας δημόσιες υγειονομικές πολιτικές καταπολέμησής της, οι οποίες εφαρμόζονταν από τα πρώιμα νεωτερικά καθεστώτα» (Frank M. Snowden, Η Νάπολη στα χρόνια της χολέρας: 1884-1911, 150).

Ακριβώς αυτή η σύζευξη μιας φαινομενικά μη διαχειρίσιμης υγειονομικής κρίσης με τις αρχαϊκές πρακτικές διακυβέρνησης τις οποίες μετήλθαν οι κυβερνήσεις, αποτέλεσε το επιδημιολογικό και κοινωνικοπολιτικό έδαφος για την εμφάνιση των Εξεγέρσεων της Χολέρας, που διήρκεσαν από το 1830 μέχρι το 1831, μία περίοδος κατά την οποία η εξέγερση θα αναδυόταν ως η νέα μορφή αγώνα. Οι Εξεγέρσεις της Χολέρας δεν συνιστούν απλά ένα μέσο με το οποίο ένας πληθυσμός που θεωρείται ως περιττό πλεόνασμα ξεπερνά την κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής, αρπάζοντας ό,τι είναι απαραίτητο για την επιβίωσή του, ταυτόχρονα, οι εξεγέρσεις αυτές αποτέλεσαν απόπειρες για την επίλυση του προβλήματος της αναπαραγωγής σε βιολογικό επίπεδο, αν όχι στο επίπεδο του ίδιου του ανθρώπινου είδους.

Και υπό το πρίσμα αυτής της σύζευξης του βιολογικού και του πολιτικού, που διαμόρφωσε τα βασικά τους χαρακτηριστικά, δεν θα ήταν αδόκιμο να υποστηρίξει κανείς ότι οι εξεγέρσεις της χολέρας αποτέλεσαν μία ακολουθία πολιτικών φαινομένων που καθορίστηκαν από την επίδειξη μαζικής δυσπιστίας και απέχθειας για την κυβέρνηση και τους αξιωματούχους του κράτους καθώς και συλλογικές πράξεις αντίστασης από χωρικούς, στρατιώτες και τμήματα του πληθυσμού των αστικών κέντρων, οι οποίες υιοθετήθηκαν ως αντίδραση στην απόφαση του Τσάρου να ακολουθήσει μια στρατηγική στρατιωτικής αποτροπής (η στρατηγική του Νικολάου Α’ για τον περιορισμό της εξάπλωσης της χολέρας περιλάμβανε μια ποικιλία πρώιμων νεωτερικών μέτρων για τη διαχείριση της πανούκλας, που κυμαίνονταν από τη στρατιωτική επιβολή καραντίνας, τον περιορισμό και την αστυνόμευση της κίνησης στον δημόσιο χώρο, μέχρι και τη χρήση «ένοπλων κλοιών» [τα σημερινά κορδόνια της αστυνομίας] όταν κρινόταν αναγκαίο). Ένας παγκόσμιος Βορράς ήδη εξοικειωμένος με τις συνέπειες πανδημιών όπως η πανούκλα ή, ακόμα, το πρώτο κύμα χολέρας, και ένα όλο και πιο αυταρχικό έθνος-κράτος που αντιμετώπιζε αφενός τη βιολογική απειλή ενός φαινομένου μαζικής μόλυνσης, και αφετέρου τη συνθήκη της ίδιας της καραντίνας που είχε ως ακούσια συνέπεια την επιβάρυνση της οικονομίας, με αποτέλεσμα να επιδεινωθούν οι ήδη υπάρχουσες κοινωνικές ανισότητες. Αυτές ήταν οι κοινωνικο-οικονομικές συνισταμένες που καθόρισαν το πεδίο εντός του οποίου θα πραγματοποιούταν αυτή η (ανα)σύνθεση του λαϊκού ανταγωνισμού, ο οποίος συνίστατο από διαφοροποιημένες υποκειμενικές θέσεις και τις επακόλουθες παρεμβάσεις τους στη σφαίρα της (παραγωγικής) κυκλοφορίας. Αναλογιζόμενος το ξέσπασμα της χολέρας στη Ρωσία, ο ιστορικός Roderick McGrew εύστοχα συνοψίζει τον ρόλο που έπαιξε στην εμφάνιση των αναταραχών σε ολόκληρη τη χώρα εκείνη την εποχή, όταν γράφει: «Η χολέρα συνέβαλε στη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής κοινωνικής συνείδησης, επιδείνωσε τις σύγχρονες εντάσεις [και] εντατικοποίησε τον αντίκτυπο των σύγχρονων κοινωνικών προβλημάτων» (McGrew, Ρωσία και χολέρα, 3).

Και όσο σύντομη και αν ήταν η εμφάνισή τους στη μακρά ιστορία των εξεγέρσεων που ξέσπασαν κατά τη διάρκεια των μεγάλων κρίσεων της δημόσιας υγείας, οι Εξεγέρσεις της Χολέρας σημαδεύτηκαν από τη χρήση ποικίλων πρακτικών εξέγερσης, περιλαμβάνοντας επιδρομές σε αστυνομικά τμήματα και σε δημόσια νοσοκομεία (απαλλοτριώσεις για την επίλυση των προβλημάτων που αφορούσαν στην κοινωνική αναπαραγωγή), καθώς και δολοφονίες γαιοκτημόνων, τοπικών αρχόντων και κρατικών λειτουργών (η άμεση δράση ως αυτοάμυνα). Δύο από τα πιο ενδιαφέροντα, αν όχι τα πιο αξιοσημείωτα συμβάντα αυτής της περιόδου, είναι εκείνα που συνέβησαν στο Ταμπόβ (1830) και στη Σεβαστούπολη (1831): όπως στην πόλη του Ταμπόβ οι πολίτες επιτέθηκαν σωματικά στον κυβερνήτη, μία πράξη αντίστασης που θα καταστελλόταν με την επέμβαση του στρατού, έτσι και αυτοί που εξεγέρθηκαν στους δρόμους της Σεβαστούπολης κατόρθωσαν προσωρινά να συγκροτήσουν αμεσοδημοκρατικές δομές λήψης αποφάσεων, ενισχυμένες με τη δυνατότητα εκλογής δικών τους στελεχών καθώς και με μια διευρυμένη ικανότητα προπαγάνδισης των ιδεών τους σε πλήθος χωρικών και δουλοπάροικων.

Όμως τι προκύπτει από αυτήν την ανάλυση αν φιλοδοξεί να μην περιοριστεί σε μια απλή ιστορική αναδρομή; Συγκεκριμένα: αν η κατανόηση των τρόπων με τους οποίους ο βιολογικός παράγοντας επιδρά στη διαμόρφωση των υφιστάμενων κοινωνικών συνθηκών μιας προηγούμενης εποχής μάς παρέχει τη δυνατότητα να συλλάβουμε σε μεγάλο βαθμό την ιστορική και υλική της ιδιαιτερότητα, έτσι, αντίστοιχα, μόνο αναλογιζόμενοι την επιδημιολογία ως παράγοντα που διαμορφώνει αμφίδρομα την οικονομία και την πολιτική, μπορούμε να στοχαστούμε αυτό που θα θεμελιώσει και θα συγκροτήσει την πολιτική που έρχεται – μόνο έτσι δηλαδή μπορούμε εκ του μη-εισέτι-όντος να συλλάβουμε αυτό που πρόκειται να συμβεί. Όπως το θέτει ο Michael Durey σχετικά με τη μελέτη της χολέρας, η σύλληψη της ιστορικής σημασίας της ασθένειας έχει να κάνει με το να λάβουμε υπόψη τους τρόπους με τους οποίους οι επιδημίες διαταράσσουν «την κανονική λειτουργία της κοινωνίας» ενώ ταυτόχρονα φέρνουν «στην επιφάνεια λανθάνοντες κοινωνικούς ανταγωνισμούς».

Η πανδημική κρίση της χολέρας του τότε και τώρα του κορωνοϊού πυροδότησε ένα νέο κύμα συλλογικών πρακτικών που χειρονομούν προς την ίδια αναγκαιότητα που ανέδειξε το «κίνημα των πλατειών» (συμπεριλαμβανομένης της Αραβικής Άνοιξης, των Αγανακτισμένων και μια άλλη μορφή κοινωνικής οργάνωσης είναι αναγκαία κατεπειγόντως). Διαφορετικές πρωτοβουλίες γειτονιάς, καμπάνιες οργανωμένες από τα κάτω από κινήματα, διάχυτες ριζωματικού χαρακτήρα δράσεις αλληλεγγύης, συλλογική διαχείριση αστικών και αγροτικών εδαφών.

Όλες αυτές οι διαδικασίες και δράσεις εξαπλώνονται σε όλο τον κόσμο κάτω από το ραντάρ των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης και παρακάμπτοντας συνήθως τα κανάλια της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα, άμεσα ή έμμεσα, συγκρούονται με κυβερνητικές προτεραιότητες.

Μέσα από αυτές τις διαδικασίες ανθίζουν διαρκώς πρακτικές μοιράσματος και αναπτύσσεται μια εντατική παραγωγή του κοινού, όχι ως ενός συνόλου από προϊόντα ή υπηρεσίες που πρόκειται να μοιραστούν ή ενός συνόλου από οργανωτικές επιλογές που θα εγγυηθούν μια περισσότερο δίκαιη κατανομή των κρίσιμων μέσων επιβίωσης για εκείνους που τα χρειάζονται. Το κοινό αναδύεται ταυτόχρονα ως η μορφή και το περιεχόμενο άλλων κοινωνικών σχέσεων, σχέσεων που υπερβαίνουν τους περιορισμούς και τον κυνισμό της λατρευτικής εξύμνησης της αγοράς που αναπτύσσει ο σύγχρονος καπιταλισμός.

Τρεις διαφορετικοί παράγοντες δίνουν μορφή στην ανάπτυξη του κοινού, στην ανάπτυξη δηλαδή άλλων κοινωνικών σχέσεων, εντός, εναντίον και πέραν της πανδημικής κρίσης. Δεν είναι ότι αυτοί οι παράγοντες δεν υπήρχαν πριν την κρίση. Και σίγουρα συχνά διασταυρώνονταν στην παραγωγή διαφορετικών καθημερινών συνηθειών για τους πιο στερημένους πληθυσμούς των σύγχρονων μητροπόλεων. Η πανδημική κρίση όμως έχει αποκαλύψει τη δυναμική της σύγκλισής τους και έχει αναδείξει ως επείγουσα την αναγκαιότητα της συλλογικής επινόησης των αποκάτω μέσα από την κινητοποίηση εμπειριών που συνδέονται με αυτούς τους παράγοντες.

Ο πρώτος παράγοντας έχει να κάνει με την επιβίωση. Στις περιφέρειες των μεγαλουπόλεων, στα στιγματισμένα γκέτο και στις κοινότητες των ιθαγενών, στις διαδρομές της επισφαλούς εργασίας και της επισφαλούς ζωής, πολλοί βιώνουν τον αποκλεισμό και την ανασφάλεια. Αν απομεινάρια του κράτους πρόνοιας μοιάζει ακόμα να προσφέρουν ένα δίχτυ προστασίας για μερικούς, για τους περισσότερους η ζωή είναι στο έλεος της αγοράς (και η αγορά είναι ανελέητη) ή εξαρτάται από τις συγκυρίες των παγκόσμιων σχέσεων δύναμης (που περιλαμβάνουν πολέμους, λοιμούς, κύματα προσφυγιάς, εμπορικές αναμετρήσεις κ.λπ.).

(συνεχίζεται…)