Η δεύτερη κοινή δημοσκόπηση στην Ελλάδα και στην Τουρκία έλαβε χώρα το τρίτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου 2021, με τη συμμετοχή 1.008 ελλήνων και 2.731 τούρκων πολιτών. Αυτή ακολούθησε τα βήματα της πρώτης κοινής δημοσκοπήσεως που έλαβε χώρα μεταξύ 19 και 21 Φεβρουαρίου 2021, με τη συμμετοχή 1.022 ελλήνων και 1.163 τούρκων πολιτών. Προϊόν της ερευνητικής συμπράξεως της διαΝΕΟσις, του ΕΛΙΑΜΕΠ και του Istanbul Policy Center (IPC), η δημοσκόπηση διοργανώθηκε από δύο κορυφαίες εταιρείες δημοσκοπήσεων στην Ελλάδα και στην Τουρκία, τη MRB και την KONDA. Το ερωτηματολόγιο ήταν κοινό σε Ελλάδα και Τουρκία, ενώ μεγάλο μέρος των ερωτήσεων παρέμεινε το ίδιο με το ερωτηματολόγιο του πρώτου κύματος, ώστε είτε να επιβεβαιωθούν οι τάσεις που αποτυπώθηκαν στην πρώτη δημοσκόπηση είτε να επισημανθούν οι δυναμικές πιθανών αλλαγών.

 

 

Αμφότερες οι δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν ότι η πλειοψηφία των ελλήνων και των τούρκων πολιτών εξακολουθούν να προκρίνουν την επίλυση των διμερών διαφορών με ειρηνικά μέσα. Το 62,2% των ελλήνων και το 57,7% των τούρκων ερωτηθέντων συμφώνησαν τον Δεκέμβριο με τη θέση ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές μπορούν να επιλυθούν με διάλογο και συνεννόηση. Την ίδια απάντηση είχαν δώσει τον Φεβρουάριο το 59% των ελλήνων και το 70% των τούρκων ερωτηθέντων. Επίσης, το 70,6% των Ελλήνων και το 57,8% των Τούρκων δήλωσαν τον Δεκέμβριο ότι οι Τούρκοι/οι Ελληνες είναι γείτονες και πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος φιλικής συμβίωσης μαζί τους. Τα αντίστοιχα ποσοστά τον Φεβρουάριο ήταν 68% των Ελλήνων και 73% των Τούρκων. Το ποσοστό Ελλήνων και Τούρκων που συμφώνησαν με τη θέση ότι οι ελληνοτουρκικές διαφορές μπορούν να επιλυθούν μόνο με στρατιωτικά κυμαίνεται περί το 16% σε αμφότερες τις έρευνες.

 

Ενδιαφέρουσα είναι και η σύγκλιση ελλήνων και τούρκων ερωτωμένων στην ενοχοποίηση των πολιτικών ελίτ για τις διμερείς διαφορές. Τον Φεβρουάριο, το 79,2% των Ελλήνων και το 58,1% των Τούρκων θεωρούσαν ότι τα προβλήματα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας προκαλούνται από τους πολιτικούς. Τον Δεκέμβριο το ίδιο δήλωσαν το 71,7% των Ελλήνων και το 54,5% των Τούρκων.

Σε αμφότερες τις χώρες παραμένει αξιοσημείωτη η δυσπιστία ως προς τον μεσολαβητικό ρόλο που μπορεί να παίξει ο διεθνής παράγοντας για την επίλυση των διμερών διαφορών. Ισχυρή είναι η αντίληψη ότι τυχόν μεσολάβηση θα λειτουργήσει υπέρ των συμφερόντων της άλλης πλευράς. Η δυσπιστία αυτή παραμένει ισχυρή καθ’ όλον τον άξονα Αριστεράς – Δεξιάς. Τον Φεβρουάριο, το 53,7% των Ελλήνων και το 64% των Τούρκων δήλωσαν ότι η άλλη πλευρά απολαμβάνει άνευ όρων ή/και πολλές φορές άδικη στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ενωση σε σχέση με την Ελλάδα. Τον Δεκέμβριο το 51,5% των Ελλήνων και το 53,9% των Τούρκων συμφώνησαν με την ίδια θέση.

 

Ενδιαφέρουσα είναι και η σύγκριση του βαθμού υπερηφάνειας των δύο λαών. Ελληνες και Τούρκοι αντλούν υπερηφάνεια και αυτοπεποίθηση από την εθνικότητα, την Ιστορία και το φυσικό περιβάλλον και τα επιτεύγματα των πατρίδων τους στις τέχνες και στη λογοτεχνία. Η υπερηφάνεια και η αυτοπεποίθηση Ελλήνων και Τούρκων, ωστόσο, συρρικνώνονται όταν η ερώτηση στρέφεται στην ποιότητα των πολιτικών θεσμών των χωρών τους. Μόνο το 25,2% των Ελλήνων και το 32,4% των Τούρκων δηλώνουν υπερήφανοι για τον τρόπο που λειτουργεί το κράτος δικαίου στη χώρα τους. Σημαίνουσα κοινή εξαίρεση αποτελούν οι Ενοπλες Δυνάμεις για τις οποίες 77,2% των Ελλήνων και 82% των Τούρκων δηλώνουν υπερήφανοι. Μια αξιοσημείωτη απόκλιση σημειώνεται και στην αντίληψη περί ανωτερότητας του οικείου πολιτισμού. Το 83,5% των Τούρκων και το 41,5% των Ελλήνων θεωρούν τον Δεκέμβριο ότι ο πολιτισμός της χώρας τους είναι ανώτερος του πολιτισμού άλλων χωρών.

Η δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου επιβεβαιώνει την παρατήρηση ότι ο ιδεολογικός άξονας Δεξιάς – Αριστεράς λειτουργεί προγνωστικώς σε αμφότερες τις χώρες για τις απόψεις των πολιτών αναφορικά με τις διμερείς σχέσεις. Οι πολίτες που αυτοπροσδιορίζονται ιδεολογικώς αριστερά του κέντρου κατά τεκμήριο τείνουν να διακατέχονται από μετριοπαθέστερες απόψεις αναφορικά με τις διμερείς διαφορές και είναι θετικότερα διακείμενοι προς τους πολίτες της γείτονος. Η αντίθεση εμφανίζεται εντονότερη στην τουρκική κοινή γνώμη. Οταν οι ερωτήσεις όμως αναφέρονται στις σχέσεις της οικείας χώρας με τη διεθνή κοινότητα, τότε οι μετριοπαθέστερες απόψεις απαντούν στο κέντρο του πολιτικού φάσματος, με πιο ακραίες τοποθετήσεις στο αριστερό και δεξιό άκρο του πολιτικού φάσματος. Επίσης είναι σαφής η υιοθέτηση μετριοπαθέστερων θέσεων από τους ψηφοφόρους της αντιπολιτεύσεως στην Τουρκία, παρά τη ρητορική ταύτιση των κομμάτων της τουρκικής αντιπολιτεύσεως με τις θέσεις της κυβερνήσεως Ερντογάν.

Η δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου επαληθεύει την υπόθεση ότι η θρησκεία παραμένει καταλυτικό σημείο ταυτοτικής αναφοράς σε Ελλάδα και Τουρκία που επηρεάζει καίρια και τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για τη γείτονα. Οι δημοσκοπήσεις αναδεικνύουν επίσης και την αυξημένη παρουσία της θρησκευτικότητας σε ταυτοτικού χαρακτήρος αντιπαραθέσεις σε αμφότερες τις χώρες.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η αισιοδοξία και η αυτοπεποίθηση που χαρακτήριζαν την τουρκική κοινή γνώμη κατά τη δημοσκόπηση του Φεβρουαρίου υποχωρούν στη δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου.  Ενώ τον Φεβρουάριο το 78,5% των Τούρκων θεωρούσαν ότι η χώρα τους είναι μια περιφερειακή δύναμη στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο, τον Δεκέμβριο το ποσοστό αυτό ανήλθε στο 63,8% αντιστοίχως. Ενισχύεται επιπλέον η απαισιοδοξία για τη γενική πορεία της χώρας. Το 67% των Τούρκων δηλώνουν ότι τα πράγματα πηγαίνουν αρκετά έως πολύ άσχημα στη χώρα τους έναντι 62,5% που δήλωσαν το ίδιο τον Φεβρουάριο. Αντιστοίχως το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι τα πράγματα πηγαίνουν αρκετά έως πολύ καλά συρρικνώνεται τον Δεκέμβριο στο 17,5% από 24,5% τον Φεβρουάριο. Η διάδοση των απαισιόδοξων προβλέψεων για το μέλλον συνδέεται σαφώς με τις δυσμενείς προοπτικές της τουρκικής οικονομίας, την αύξηση του πληθωρισμού και την ένταση της οικονομικής αβεβαιότητας σε προσωπικό επίπεδο. Αποτελεί επίσης κακό οιωνό για την κυβέρνηση Ερντογάν εν όψει και των εκλογών που πρέπει να λάβουν χώρα το αργότερο ως το φθινόπωρο του 2023.

Ο κ. Ιωάννης Ν. Γρηγοριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης του Πανεπιστημίου Μπίλκεντ και επικεφαλής του Προγράμματος Τουρκίας του ΕΛΙΑΜΕΠ.

Πηγή: tovima.gr