Τα κοσμήματα, πέρα από την ομορφιά, την τεχνική, την τέχνη και την κομψότητά τους, ζωντανεύουν μέσα από την παρουσίασή τους

  • Με κοσμήματα από όλη την Ελλάδα, από τον 18ο έως τις αρχές του 20ου αιώνα, παρουσιάζεται ένα πανόραμα της ελληνικής αργυροχοΐας, τα έργα της οποίας, με την υλική τους υπόσταση και την αισθητική τους ποιότητα, αντανακλούν τις ιδιαίτερες ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που καθόρισαν τη διαμόρφωσή τους και τη χρήση τους
  • Γιώργος Μαγγίνης, Επιστημονικός Διευθυντής Μουσείου Μπενάκη: «Η πρώτη έκθεση που κάναμε “Δια τα κειμήλια της Μικράς Ασίας” είχε 7.000 περίπου επισκέπτες, το οποίο είναι ένα εξαιρετικό νούμερο για το κεντρικό Μουσείο Μπενάκη στην οδό Κουμπάρη, δηλαδή για το Μουσείο Ελληνικού Πολιτισμού στο κέντρο της Αθήνας»
  • Ξένια Πολίτου, Επιμελήτρια του Τμήματος Νεοελληνικού Πολιτισμού του Μουσείου Μπενάκη και Επιμελήτρια της έκθεσης στο Σαντιρβάν: «Δεν ήταν τα κοσμήματα που τα ψώνιζαν σε ένα κοσμηματοπωλείο όποτε τους άρεσε. Ήταν συνυφασμένα με τη στιγμή του γάμου. Ο πλήρης στολισμός της γυναίκας συμπληρωνόταν για τη νυφική της φορεσιά. Άλλες φορές ήταν συμβολή της οικογένειάς της, η οποία έτσι επιδείκνυε την οικονομική ευρωστία της οικογένειας και άλλες φορές ήταν δώρα του γαμπρού που επίσης αντανακλούσε τη δική του οικονομική δυνατότητα. Έχουν πολλά συμβολικά στοιχεία, που έχουν να κάνουν κυρίως είτε με τη γονιμότητα είτε με το κακό μάτι»

Επισκέψιμη για το κοινό στον χώρο Σαντιρβάν είναι η έκθεση του Μουσείου Μπενάκη για το νεοελληνικό κόσμημα με τίτλο «Μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα», φράση που αποτελεί στίχο του ποιήματος του Κωνσταντίνου Καβάφη «Περιμένοντας τους βαρβάρους».

Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν το Σάββατο 17 Ιουνίου και η έκθεση θα φιλοξενείται έως τις 29 Οκτωβρίου στον εκθεσιακό χώρο, ο οποίος ανακαινίστηκε χάρη στην εταιρεία Raycap και τον κ. Κώστα Αποστολίδη. Οι ώρες λειτουργίας είναι Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 10.00 – 14.00 και 18.00 – 21.00 και Κυριακή 11.00-14.00 και 18.00-21.00.

Πρόκειται για μια νέα έκθεση, τη δεύτερη κατά σειρά, του Μουσείου Μπενάκη στη Δράμα, μετά την έκθεση με τίτλο «Διά τα κειμήλια της Μικράς Ασίας», με την οποία ουσιαστικά εγκαινιάστηκε η χρήση του Σαντιρβάν ως χώρου πολιτισμού.

Μέσα από μια επιλογή κοσμημάτων από όλη την Ελλάδα, η έκθεση «Μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα» παρουσιάζει ένα πανόραμα της ελληνικής αργυροχοΐας, τα έργα της οποίας, με την υλική τους υπόσταση και την αισθητική τους ποιότητα, αντανακλούν τις ιδιαίτερες ιστορικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που καθόρισαν τη διαμόρφωσή τους και τη χρήση τους.

Στο εσωτερικό του Σαντιρβάν έχουν τοποθετηθεί 6 προθήκες με κοσμήματα ανά γεωγραφική περιοχή (Τα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου, Μικρά Ασία, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία, Ήπειρος, Βόρεια Ελλάδα: Μακεδονία και Θράκη), καθώς και 1 προθήκη αφιερωμένη στον ανδρικό στολισμό. Ακόμη, 2 οθόνες προβάλλουν βίντεο σχετικά με το θέμα της έκθεσης, ενώ στο κέντρο της έκθεσης είναι τοποθετημένη μια προθήκη με μια παραδοσιακή φορεσιά, η οποία παραχωρήθηκε από το Λύκειο Ελληνίδων Δράμας. Πρόκειται για γυναικεία γιορτινή φορεσιά από τον Βώλακα Δράμας.

«Κοσμήματα που δεν μπορείς εύκολα να τα φανταστείς να μη φοριούνται από ανθρώπους»

Για την έκθεση «Μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλιγμένα» μίλησαν στα τοπικά Μ.Μ.Ε. ο κ. Γιώργος Μαγγίνης, Επιστημονικός Διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, και η κ. Ξένια Πολίτου, Επιμελήτρια του Τμήματος Νεοελληνικού Πολιτισμού του Μουσείου και Επιμελήτρια της συγκεκριμένης έκθεσης.

Αρχικά ο κ. Μαγγίνης αναφέρθηκε στην πρώτη έκθεση του Μουσείου Μπενάκη, η οποία φιλοξενήθηκε στο Σαντιρβάν. Όπως είπε, «η πρώτη έκθεση που κάναμε “Δια τα κειμήλια της Μικράς Ασίας” είχε 7.000 περίπου επισκέπτες. Πήρε βέβαια παρατάσεις γιατί ήταν πολύ επιτυχημένη. 7.000 είναι ένα εξαιρετικό νούμερο για το κεντρικό Μουσείο Μπενάκη στην οδό Κουμπάρη, δηλαδή για το Μουσείο Ελληνικού Πολιτισμού στο κέντρο της Αθήνας, απέναντι από τη Βουλή. Για ένα χώρο που πρώτη φορά έχει κάτι, δεν είχε γίνει κάτι, ο κόσμος έπρεπε να το μάθει, έπρεπε να μάθει πώς να έρχεται, πότε να έρχεται, δεν υπήρχε αυτή η εξοικείωση που έχουν οι άνθρωποι τώρα, για να γίνει αυτό το πράγμα ήταν ένα θαύμα που φτάσαμε σε αυτό τον αριθμό. Είμαστε πάρα πολύ ικανοποιημένοι. Ούτως ή άλλως βέβαια θα συνεχίζαμε το πρόγραμμα. Το είχαμε πει αυτό και στα εγκαίνια. Είναι μια δέσμευση και μια απόφαση τόσο της Raycap όσο και της Διοικητικής Επιτροπής του Μουσείου, και των δύο συνεργατών, αλλά ήταν εξαιρετικό το ότι πέτυχε».

Στη συνέχεια ο κ. Μαγγίνης μίλησε για τις διαλέξεις που πραγματοποιήθηκαν στο Σαντιρβάν από συνεργάτες του Μουσείου Μπενάκη και τους λόγους για τους οποίους έγιναν αυτές. Συγκεκριμένα, σημείωσε: «Ακολούθησαν οι τρεις ομιλίες που έγιναν στον χώρο, γιατί στόχος είναι να τον χρησιμοποιείς εφόσον τον έχεις. Οι εκθέσεις είναι αρκετά δύσκολο πράγμα να στηθούν, θέλουν προετοιμασία, πολύ χρόνο, προγραμματισμό, ασφάλειες, μεταφορές, αρχιτεκτονικές μελέτες. Δεν μπορείς να έχει τη μία μετά την άλλη. Οπότε υπήρξε ένας χρόνος κενός και για αυτό τον λόγο οργανώσαμε και θα συνεχίσουμε να οργανώνουμε στα κενά ανάμεσα στις εκθέσεις κύκλους ομιλιών. Στόχος αυτών των κύκλων είναι να συστήνουμε όχι μόνο το ανθρώπινο δυναμικό του Μουσείου, που δεν έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις και δεν προγραμματίζεται στο άμεσο μέλλον, αλλά και λειτουργίες του Μουσείου που δεν είναι σαφείς σε κάποιον που επισκέπτεται μία έκθεση. Δηλαδή θέλαμε να δείξουμε και το ερευνητικό έργο του Μουσείου, θέλαμε να αναδείξουμε και το εκδοτικό έργο του Μουσείου. Κι αυτό το παρουσιάζουμε κατά έναν τρόπο μέσα από τους ανθρώπους και από την έρευνα που κάνουν. Οπότε, την πρώτη διάλεξη την έδωσα εγώ, ήταν μια εντελώς εισαγωγική διάλεξη για το τι κάνει ένα μουσείο και ποια είναι η ιστορία του Μουσείου Μπενάκη, μια “χειραψία”, “ένα καλώς ήρθατε”. Η δεύτερη διάλεξη δόθηκε από την Ειρήνη Παπαγεωργίου που είναι Επιμελήτρια της Προϊστορικής, Αρχαίας Ελληνικής και Ρωμαϊκής Συλλογής και μοιράστηκε με το κοινό του Σαντιρβάν πρωτότυπη έρευνα που είχε κάνει επάνω σε ένα θησαυρό προϊστορικών κοσμημάτων. Οπότε έπρεπε κάπως να δείξουμε την έρευνα ενός κλασικού αρχαιολόγου. Ξεκινήσαμε δηλαδή με έναν αρχαιολόγο, γιατί συνήθως όταν οι άνθρωποι ακούνε μουσείο, έκθεση, φαντάζονται κάτι αμιγώς αρχαιολογικό. Την τρίτη διάλεξη την έδωσε ο Δημήτρης Αρβανιτάκης για τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν του Διονυσίου Σολωμού. Είναι επίσης και υπεύθυνος όλου του εκδοτικού προγράμματος του Μουσείου. Οπότε είναι ένας ιστορικός, ένας άνθρωπος που δεν φαντάζεσαι ότι ασχολείται με την τέχνη, με τον μουσειακό χώρο, αλλά κι αυτός είναι ένας πάρα πολύ σημαντικός συνεργάτης του Μουσείου.

Οπότε θα συνεχίσουμε και με άλλους κύκλους διαλέξεων, οι οποίοι θα συστήσουν σιγά σιγά και τους ανθρώπους του Μουσείου, αλλά και τις λειτουργίες του Μουσείου, καθώς και την πρωτότυπη έρευνά τους. Είναι και λίγο πιο εξειδικευμένες αυτές οι διαλέξεις και λίγο πιο επιστημονικές στην νοοτροπία τους, στο περιεχόμενό τους».

Όσον αφορά τη νέα έκθεση για το νεοελληνικό κόσμημα, ο κ. Μαγγίνης ανέφερε: «Για δεύτερη έκθεση επιλέχθηκε η συγκεκριμένη, η οποία είναι βασικά κοσμήματα του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, της πρώιμης νεωτερικότητας στην Ελλάδα. Είναι μια έκθεση αμιγώς συνδεδεμένη με το Μουσείο Μπενάκη. Συνήθως όταν σκέφτεσαι Μουσείο Μπενάκη, σκέφτεσαι φορεσιές, κοσμήματα, τα λεγόμενα παραδοσιακά κοσμήματα, και εικόνες. Αυτά είναι οι τρεις πιο γνωστές συλλογές στο ευρύ κοινό. Είναι αλήθεια ότι ίσως η συλλογή είναι η καλύτερη που υπάρχει οπουδήποτε. Είναι εξαιρετικά εκτεταμένη. Στο Μουσείο εκτίθεται ένα πολύ μικρό ποσοστό της. Υπεύθυνη, όπως και για όλη τη συλλογική του Νεότερου Ελληνικού Πολιτισμού είναι η Ξένια Πολίτου, η οποία επιμελήθηκε και αυτήν εδώ την έκθεση.

Σε αυτή την έκθεση δεν είχαμε το συναισθηματικό βάρος που είχε η προηγούμενη. Η προηγούμενη, ενώ είχε πολύ όμορφα αντικείμενα, ασημένια, επίχρυσα, εντυπωσιακά, ήταν όμως τα κειμήλια τω προσφύγων. Ήταν δηλαδή ένα θέμα αρκετά συναισθηματικά φορτισμένο και μάλιστα και στην επέτειο των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή». Στο σημείο αυτό η κ. Πολίτου επεσήμανε πως η Δράμα, όπου φιλοξενήθηκε η έκθεση είναι «μια πόλη με έντονο το προσφυγικό στοιχείο». Όπως επεσήμανε ο κ. Μαγγίνης «ήταν όλο μαζί πολύ φορτισμένο» και συνέχισε λέγοντας: «Η έκθεση βέβαια ήταν μια όμορφη και χαρούμενη έκθεση. Ετούτη εδώ δεν έχει το συναισθηματικό φόρτο. Είναι μια έκθεση αυθεντικά πολύ όμορφα αντικειμένων. Είναι μια έκθεση στην οποία το μάτι αγλαΐζεται, χαίρεται. Πραγματικά είναι όμορφα όλα, πολύτιμα, εντυπωσιακά. Θέλαμε όμως και κάτι ειδικό και αυτό ήταν επιθυμία της Ξένιας Πολίτου, να δώσει ένα πλαίσιο συστηματικό στο πως βλέπουμε τα κοσμήματα, πέρα από την ομορφιά τους, πέρα από την τεχνική τους, την τέχνη τους και την κομψότητά τους, αλλά να τα ζωντανέψει μέσα από τις ενότητες και την παρουσίασή τους. Δηλαδή και να μας μάθει πράγματα για αυτά, αλλά και κάπως να μην είναι απλά αντικείμενα, αλλά να τα φανταστούμε όπως θα φοριόντουσαν». Στο σημείο αυτό η κ. Πολίτου στάθηκε στη σημαντική συμβολή κ. Ναταλίας Μπούρα, αρχιτέκτονα του Μουσείου, η οποία είχε τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό της έκθεσης και η οποία «με τις ιδέες της βοήθησε σε αυτό το ζωντάνεμα».

Ακόμη, ο κ. Μαγγίνης επεσήμανε πως «το βασικό είναι ότι τα κοσμήματα αυτής της περιόδου στον ελλαδικό χώρο είναι κοσμήματα που δεν μπορείς εύκολα να τα φανταστείς να μη φοριούνται από ανθρώπους. Αυτό είναι το πολύ χαρακτηριστικό για μένα, δεν στέκονται χωρίς τη φορεσιά και τον άνθρωπο που τα φορούσε. Ενώ πολλές φορές τα δυτικά κοσμήματα έχουν μια αυτοτέλεια ως αντικείμενο. Στέκονται από μόνα τους». Τέλος, ο κ. Μαγγίνης ευχαρίστησε το Λύκειο Ελληνίδων Δράμας για την παραχώρηση της φορεσιάς.

«Το κόσμημα δίνει πάρα πολλές πληροφορίες»

Η κ. Ξένια Πολίτου, μιλώντας στα τοπικά Μ.Μ.Ε., επεσήμανε: «Το κόσμημα δίνει πάρα πολλές πληροφορίες. Είναι ένα αντικείμενο τέχνης, με πολλή λεπτομέρεια και πολλή δουλειά. Τεχνικής, άρα μπορεί κανείς να μιλήσει για τις διάφορες τεχνικές και από εκεί και πέρα να πάει μέσω των τεχνικών και στους τεχνίτες, στα σινάφια των τεχνιτών που παρήγαγαν όλα αυτά. Μπορεί να μιλήσει φυσικά για τον τρόπο που συμπληρώνει τη φορεσιά. Δεν είναι κάτι αυτόνομο, είναι εξάρτημα της ενδυμασίας. Άρα πρέπει να το δει κανείς εκεί. Μπορεί να μιλήσει για την κοινωνία, η οποία τα χρησιμοποιούσε, δηλαδή τις κοινότητες και τι ήταν στην κοινωνική ζωή. Δεν ήταν τα κοσμήματα που τα ψώνιζαν σε ένα κοσμηματοπωλείο όποτε τους άρεσε. Ήταν συνυφασμένα με τη στιγμή του γάμου. Ο πλήρης στολισμός της γυναίκας συμπληρωνόταν για τη νυφική της φορεσιά. Άλλες φορές ήταν συμβολή της οικογένειάς της, η οποία έτσι επιδείκνυε την οικονομική ευρωστία της οικογένειας και άλλες φορές ήταν δώρα του γαμπρού που επίσης αντανακλούσε τη δική του οικονομική δυνατότητα. Έχουν πολλά συμβολικά στοιχεία, που έχουν να κάνουν κυρίως είτε με τη γονιμότητα είτε με το κακό μάτι».

Ακόμη, η κ. Πολίτου τόνισε πως τα κοσμήματα της έκθεσης «προέρχονται από μια περίοδο που ξεκινάει από τον 18ο αιώνα και φτάνει βέβαια στις αρχές του 20ου » και πρόσθεσε πως «την εποχή που αυτή η τέχνη μορφοποιείται και παίρνει τα χαρακτηριστικά τα οποία βλέπουμε τώρα, δεν υπάρχει ελληνικό κράτος. Υπάρχει ένας κατακερματισμένος χώρος. Κυρίως κατακτημένος από τους Οθωμανούς, ενώ στα νησιά έχουμε και τις περιόδους της Λατινοκρατίας και άλλου τύπου επιδράσεις. Άρα και τα ιστορικά στοιχεία συμβάλλουν στη διαμόρφωση και στο ύφος των κοσμημάτων της έκθεσης.

Οπότε από αυτές τις αφηγήσεις, από όλες αυτές τις πλευρές από τις οποίες μπορούμε να δούμε το κόσμημα, επιλέξαμε ίσως την πιο δεδομένη, την πιο εύκολη, που είναι η γεωγραφική, η οποία μας δίνει όμως κι αυτό το ιστορικό στοιχείο. Προσπαθούμε να συμπληρώσουμε τα υπόλοιπα στοιχεία με βίντεο και με μια φορεσιά».

Τέλος, η κ. Πολίτου εξήγησε πως το στήσιμο της έκθεσης έγινε «με κάποιο πιο αφαιρετικό τρόπο», μέσω της επιλογής να υπάρχει στο βάθος κάθε προθήκης μια φιγούρα της ευρύτερης περιοχής από την οποία προέρχονται τα κοσμήματα της κάθε προθήκης και σε κάθε φιγούρα να είναι στερεωμένα και κάποια κοσμήματα. Όπως είπε, «εξυπηρετεί τη διασάφηση της χρήσης τους και του τρόπου που τοποθετούνται πάνω στο σώμα». Όσον αφορά τον χάρτη της Ελλάδας, στην είσοδο, η κ. Πολίτου επεσήμανε πως «προϊδεάζει ότι θα ταξιδέψουμε στην Ελλάδα».