Έναν χρόνο πριν… Η περίπτωση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δράμας κ.κ. Παύλου

 Ο Αρχιμανδρίτης πατέρας Γεράσιμος Βλατίτσης πριν από ένα χρόνο περίπου εκπόνησε εργασία με τίτλο «Η περίπτωση του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δράμας κ.κ. Παύλου» στο πλαίσιο του Διϊδρυματικού Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Ελλάδα: Εκκλησιαστική Ιστορία και Πολιτισμός» στο μάθημα «Εκκλησιαστική Διπλωματία και Εθιμοτυπία» με σύμβουλο καθηγητή τον κ. Γρηγόριο Λιάντα.

Τιμώντας τη μνήμη του Μακαριστού Μητροπολίτη Δράμας κυρού Παύλου, η εφημερίδα «Εργασία… συν» δημοσιεύει τμηματικά σε αυτό, αλλά και σε επόμενα φύλλα της, την εργασία του Αρχιμανδρίτη πατέρα Γερασίμου, τον οποίο ευχαριστούμε ιδιαίτερα για την παραχώρησή της.

 

Του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Βλατίτση*

Ο χειροτονητήριος και ο ενθρονιστήριος λόγος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Δράμας κ.κ. Παύλου

Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Δράμας, υπέρτιμος και έξαρχος Μακεδονίας, κ. Παύλος (κατά κόσμον Αλέξανδρος Αποστολίδης), γεννήθηκε στη Βέροια το 1963. Από την παιδική του ηλικία είχε συνειδητή κλίση προς τον Θεό, τον μοναχισμό και εν γένει την ιεροσύνη. Επιπλέον, πέραν της χριστιανικής αγωγής και ανατροφής που έλαβε από την οικογένειά του γαλουχήθηκε και με τα ήθη, τα έθιμα και την πνευματική παράδοση του ποντιακού Ελληνισμού λόγω της καταγωγής των προγόνων του από τον Πόντο. Ως επιμελής μαθητής, αποφοίτησε από την Εκκλησιαστική Σχολή της Λαμίας με άριστα και με βραβείο «εξαιρέτου ήθους».

Αφού ολοκλήρωσε τις προπτυχιακές θεολογικές του σπουδές, το 1988, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, χειροτονήθηκε Πρεσβύτερος από τον μακαριστό Μητροπολίτη Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας Παύλο. Το 1995 και το 2002 περάτωσε μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές στο ίδιο πανεπιστημιακό ίδρυμα. Αφού διετέλεσε εφημέριος του Ι.Ν. Οσίου Αντωνίου, πολιούχου της Βέροιας, μεταξύ 1988-1991, διορίστηκε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Παναγίας Σουμελά το 1991. Μητροπολίτης Δράμας εκλέχθηκε στις 5 Οκτωβρίου του 2005 και τέσσερις ημέρες αργότερα χειροτονήθηκε Επίσκοπος από τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Χριστόδουλο και πλειάδα Ιεραρχών.

Ο Σεβασμιώτατος συνέγραψε σημαντικές μελέτες με επίκεντρο την ιστορία του Πόντου ως αναπόσπαστο τμήμα του οικουμενικού Ελληνισμού και προλόγισε ή επιμελήθηκε μία σειρά άλλων εξαιρετικών έργων και αφιερωματικών τόμων υπό την αιγίδα των εκδόσεων της Μητρόπολης Δράμας ή άλλων ιδιωτικών εκδοτικών οίκων.

Ως εξαιρετικής σημασίας αποτιμώνται τα λόγια του Μητροπολίτου Παύλου κατά τον χειροτονητήριο λόγο του, στον Καθεδρικό Ναό των Αθηνών, στις 9 Οκτωβρίου 2005. Δήλωσε ότι «Σήμερον καθίσταμαι Ποιμήν καί Ἐπίσκοπος τοῦ εὐλαβοῦς, εὐγενοῦς, φιλομούσου καί πιστοῦ τῶν πατρίων παραδόσεων λαοῦ τῆς ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Δράμας…» τονίζοντας ότι «Ἡ Ἐκκλησία ἐν ἐπαρχίᾳ τοιαύτης ἐκκλησιαστικῆς καί ἐθνικῆς σημασίας δέν ἔστελλε παρά κληρικούς δεδοκιμασμένης πίστεως καί ἱκανότητος, ἐγγυωμένης τήν εὐδόκιμον ἀρχιερατικήν αὐτῶν δρᾶσιν, ἀπαραίτητον οὖσαν διά τήν ἄμυναν τῶν ἐκκλησιαστικῶν καί ἐθνικῶν ἡμῶν δικαίων κατά τῶν ἐμφανῶν καί ἀφανῶν ξενικῶν προπαγανδῶν».

Στο ίδιο πλαίσιο, της ανάδειξης της ιστορικής και εθνικής σημασίας της Μητρόπολης και του ρόλου που διαδραμάτισε τον προηγούμενο αιώνα για την υπεράσπιση των εθνικών δικαίων, ο κ.κ. Παύλος σημείωνε ότι «Τῆς χορείας ταύτης κορυφαῖος ὑπάρχει ὁ ἱεροεθνομάρτυς Χρυσόστομος, τό καύχημα τῆς Σμύρνης καί συνόλου τοῦ Μικρασιατικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἐλθών εἰς Δράμαν ἠγωνίσθη σθεναρῶς ὑπέρ τοῦ ποιμνίου του προασπίζων καί προστατεύων τούς δεινῶς δοκιμαζομένους χριστιανούς του, μεταβάλλων τούτους ἀπό λαγωούς εἰς λέοντας. Ἅπασα ἡ Ἐκκλησία γνωρίζει πόσον, Σᾶς συνέχει ἡ μεγαλειώδης μορφή καί τό ἡρωϊκόν μαρτύριον τοῦ Χρυσοστόμου, καί ὅτι πρωτοστατήσατε διά τήν ὀφειλομένην πρός αὐτόν ὑπό τῆς Ἐκκλησίας τιμήν διά τῆς κατατάξεώς του εἰς τό ἑορτολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας. Θεωρῶ ἰδιάζουσαν τήν τιμήν τῆς ἐπιλογῆς ὑφ᾿ Ὑμῶν ἐμοῦ τοῦ ἀναξίου νά ἀνέλθω ἐπί τοῦ θρόνου ἐκείνου…».

Με πλήρη συναίσθηση και επίγνωση του ρόλου ο κ.κ. Παύλος αναγνώριζε ότι «Ἔχουσα τ᾿ ἀνωτέρω ἀσφαλῶς ὑπ᾿ ὄψιν ἡ Σεπτή Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν ἐθεώρησεν ὅτι πληρῶ τάς ἀπαιτήσεις Αὐτῆς καί δύναμαι σπασάμενος τήν παρ᾿ Αὐτῆς μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, νά ἵσταμαι φρυκτωρός ἐπί τῶν ἀδαμαντίνων ἐπάλξεων τῆς Ὀρθοδοξίας καί τοῦ Γένους ἐν τῇ περιβλέπτῳ ταύτῃ ἐκκλησιαστικῇ καί ἐθνικῇ ἀκροπόλει».

Απευθυνόμενος προς τον μακαριστό Χριστόδουλο, τότε Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος, και δίνοντας το στίγμα του για τις σχέσεις του με τον οικουμενικό Ελληνισμό και τις προθέσεις του για την προάσπιση της μνήμης του προσφυγικού ελληνορθόδοξου στοιχείου μέσω της εκλογής ενός ποντιακής καταγωγής ιεράρχη, του ιδίου εν προκειμένω, ο κ.κ. Παύλος δήλωνε ότι «Εἰς τήν ὑπερτάτην ταύτην διακονίαν αὐτόκλητος οὐ προσέρχομαι, πρός ἱκανοποίησιν ἔστω καί ἔν τινι μέτρῳ θεμιτῆς προσωπικῆς φιλοδοξίας. Ὑμεῖς, Μακαριώτατε, ὑπήρξατε ἀποδέκτης πληθύος ἐπιστολῶν συμπατριωτῶν μου Ποντίων, γνωστῶν καί ἀγνώστων, ἐπιφανῶν καί ἀφανῶν, Προέδρων καί διοικητικῶν συμβουλίων ἔκ τε τοῦ ἐσωτερικοῦ καί ἐξωτερικοῦ, ἀπό τῆς Εὐρώπης, Αὐστραλίας καί Ῥωσίας, οἵτινες μετά σεβασμοῦ ἐζήτουν τήν προαγωγήν μου, προαγωγήν εἰς τό ἐπισκοπικόν ἀξίωμα, ἑνός Ποντίου κληρικοῦ, θεωροῦντες, ὡς ἐφρόνουν τινές, ὑποτιμητικήν διά τόν Ποντιακόν Ἑλληνισμόν τήν μή ὕπαρξιν Ποντίου εἰς τάς τάξεις τῆς Σεπτῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Διό κατά τήν παροῦσαν ὥραν ἐκ μέσης καρδίας εὐχαριστῶ ἅπαντας τούς καθ᾿ οἱονδήποτε τρόπον ἐκφρασθέντας, ἐνεργήσαντας καί ἐκδηλώσαντας ἁγνόν καί ἀνιδιοτελές ἐνδιαφέρον δι᾿ ἐμέ. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ ποντιακῆς καταγωγῆς κληρικοί διακονοῦν τήν Ἐκκλησίαν εἰς τάς ἐσχατιάς τῆς φιλτάτης πατρίδος ἡμῶν, καί ὡς ἐκ τούτου δέν ἔχουν προσβάσεις εἰς τά κέντρα τῶν ἀποφάσεων. Τό αὐτό θά ἴσχυε καί δι᾿ ἐμέ, ἐάν δέν εἶχον τήν εὐλογίαν καί τήν τιμήν τῆς ἀπό ἐτῶν, καί μάλιστα πρό τῆς ἀνόδου Σας εἰς τόν Ἀρχιεπισκοπικόν θρόνον, γνωριμίας μεθ᾿ Ὑμῶν».

Συνεχίζοντας, στην ίδια κατεύθυνση και αναγνωρίζοντας τη συμβολή του μακαριστού Χριστοδούλου στην εκλογή του ο κ.κ. Παύλος δήλωνε ότι «Μετά Θεόν, εἰς Ὑμᾶς ὀφείλεται ἡ χαρά τῆς παρούσης ἡμέρας, κατά τήν ὁποίαν τιμᾶτε, δικαιώνετε, χαροποιεῖτε καί ἀναγνωρίζετε τήν ἀξίαν, τήν ἱστορίαν, τούς ἀγῶνας καί τάς θυσίας συνόλου τοῦ Ποντίου Ἑλληνισμοῦ».

Στη συνέχεια έκανε υπόμνηση ορισμένων εμβληματικών λεγομένων του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου, εκ Τραπεζούντας ορμώμενου. «Τῇ ἐνόχῳ συνεργίᾳ τῶν συμμάχων χριστιανικῶν δυνάμεων τῆς Δύσεως, κατά τά ἔτη 1919-1922 τό ἐθνικόν κίνημα τῶν Τούρκων τοῦ Μουσταφᾶ Κεμάλ πασᾶ συνεπλήρωσε τό ἔργον τῶν Νεοτούρκων, καί ἐπῆλθεν ἡ ἐρήμωσις Πόντου, Μικρᾶς Ἀσίας, Θράκης, καί ἡ καταστροφή ὁλοκλήρου χριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Αἱ λυχνίαι τῶν ἐκκλησιῶν τῆς Τραπεζοῦντος καί τῶν ἄλλων πόλεων τοῦ Πόντου ἐσβέσθησαν κρίμασιν οἷς οἶδε Κύριος, καί ἡ κληρονομία ἡμῶν μετεστράφη ἀλλοτρίοις, οἱ οἶκοι ἡμῶν ξένοις. Ὁδοί Τραπεζοῦντος πενθοῦσι παρά τό μή εἶναι ἐρχομένους ἐν ἑορτῇ, πᾶσαι αἱ πῦλαι αὐτῆς ἠφανισμέναι, οἱ ἱερεῖς αὐτῆς ἀναστενάζουσι, καί αὐτή πικραινομένη ἐν ἑαυτῇ… Οἱ παραπορευόμενοι ὁδόν, ἐπιστρέψατε καί ἴδετε εἰ ἔστιν ἄλγος κατά τό ἄλγος μου, ὅ ἐγεννήθη” (Ἱερ. Θρ. 5, 2-1, 4-1, 12). Οἱ ὑπολειφθέντες τῶν Ἑλλήνων τοῦ Πόντου κατ᾿ Αὔγουστον τοῦ 1923 ἄραντες ἐπ᾿ ὤμων, ὁμοῦ μετά τοῦ Σταυροῦ τοῦ μαρτυρίου, τά ποντιακά παλλάδια καί λάβαρα καί ἀποκομίσαντες μετ᾿ αὐτῶν ὅλον τόν πλοῦτον τῶν ἀναμνήσεων εἰς δρᾶμα, εἰς τραγῳδίαν, εἰς ἔπος καί εἰς ‘μεμουσωμένην’ λύραν, ἔφθασαν εἰς τήν κοινήν τῶν πανελλήνων μητέρα Ἑλλάδα, μέ τήν στερεάν ἀπόφασιν, ὅπως συμβάλουν «εἰς τήν ἀνοικοδόμησιν» τῶν τειχῶν αὐτῆς. Ὅμως, αἱ ψυχαί των καί αἱ ψυχαί τῶν ἀπογόνων αὐτῶν ἵπτανται πάντοτε νοσταλγικῶς εἰς τούς ἁγίους ἐκείνους τοῦ Πόντου τόπους, καί τά χείλη των ψιθυρίζουν: Ἀνάθεμα καί τά μακρά, ὅθεν ᾿κί πάει λαλίαν τ᾿ ὀμμάτια μ᾿ ἐσκοτείνεψαν ἀς σήν ἀροθυμίαν».

Εμφατικά και τελώντας εν στάσει πλήρους σεβασμού στην ιερή μνήμη των θυμάτων των τουρκικών ωμοτήτων ο ιεράρχης τόνιζε ότι «Τήν ἱεράν ταύτην στιγμήν κλίνω τό γόνυ πρό τῶν 353.000 θυμάτων τῆς γενοκτονίας τῆς μαύρης τραγῳδίας τοῦ Πόντου, ἅτινα ἀπήχθησαν ὁλοκαυτώματα ἀμόλυντα εἰς τούς ἀπαισίους βωμούς τῆς φρίκης, τοῦ πάθους καί τῶν αἱμάτων καί ἀπώλοντο μετά δακρύων, πόνων καί στεναγμῶν, ὑπό τήν πίεσιν ἀπαισίων ἀνοσιουργημάτων, σφάγια γενόμενοι ὑπό τά ξίφη τῶν τυράννων. Αἱ ἱεραί σκιαί των ἀνήσυχοι πτερουγίζουσιν ἀνά τούς θόλους τοῦ Ἀπείρου καί ἐπίμονοι δονοῦσι τάς πύλας τ᾿ οὐρανοῦ, ἐκζητοῦσαι τήν ἀποκατάστασιν τῆς Δικαιοσύνης. Αὐτῆς τῆς ἠθικῆς δικαιώσεώς των ὑπέρμαχος καί ἐκ τῆς θέσεως εἰς τήν ὁποίαν μέ ἀναβιβάζετε θά ὑπάρξω. Αἰωνία των ἡ μνήμη!».

Στη συνέχεια εξέφρασε την ευαρέσκειά του για το γεγονός ότι «…μέγα τμῆμα τοῦ ποιμνίου μου προέρχεται ἐκ τῶν ἱερῶν ἐδαφῶν τοῦ Πόντου, τῆς Μικρᾶς Ἀσίας καί Θράκης, καί μάλιστα μετά πείσματος διακρατεῖ τάς προγονικάς παραδόσεις, εὑρισκόμενον εἰς τήν κορυφήν τοῦ προσφυγικοῦ Ἑλληνισμοῦ. Συνδεθέν ἀρρήκτως μετά τῶν λεοντοκάρδων γηγενῶν κατοίκων ἀποτελοῦν πλέον μίαν σιδηρᾶν πυγμήν προσηλωμένην εἰς τά ἰδεώδη τῆς φυλῆς μας».

Επιπρόσθετα είναι χαρακτηριστική η υπόμνηση της Ι.Μ. Παναγίας Σουμελά συμβόλου του προσφυγικού ποντιακού Ελληνισμού καθώς και μία σύντομη ιστορική επισκόπηση με παράθεση στοιχείων και αφήγηση γεγονότων. Ο ίδιος ο κ.κ. Παύλος δηλώνει ότι «Χάριτι Θείᾳ ἠλεήθην νά διακονήσω τό Ἱερόν Παλλάδιον τοῦ ἐν Ἑλλάδι Ποντίου Ἑλληνισμοῦ, τήν Ἱεράν Μονήν τῆς Παναγίας Σουμελᾶ. Πρό δέκα ἑπτά αἰώνων αἱ βουλαί τοῦ Κυρίου καί τά πεπρωμένα τοῦ Γένους ἐπί πτερύγων ἀνέμων ἔφερον τό ἀποστολοχάρακτον θεομητορικόν ἐκτύπωμα εἰς τά ἀκροτελεύτια σύνορα τῆς Ῥωμαιοσύνης, ἐν τῇ Γῇ τῶν ἀκριτῶν, εἰς τήν χώραν τοῦ Πόντου, καί ἵδρυσαν τό ἀνάκτορον τῆς Ἀθηνιωτίσσης ἐν τῷ Κολχικῷ ὄρει Μελᾶ τῆς Τραπεζοῦντος. Ἐπί 1550 ἔτη τό ἱερόν ἐκεῖνο καθίδρυμα, ἡ Παναγία Σουμελᾶ, ἐφώτισεν, ἐδίδαξεν, ἐδόξασεν, ἐπαρηγόρησε τόν λαόν τοῦ προπυργίου ἐκείνου τοῦ Ἑλληνισμοῦ, ἐμφυτεύουσα εἰς αὐτόν τά ὑψηλότερα καί εὐγενέστερα τῶν συναισθημάτων. Τό αἴσθημα τῆς πίστεως εἰς τόν Χριστόν καί τό αἴσθημα τῆς ἀγάπης εἰς τήν πατρίδα. Σύμβολον, θαῦμα, θρύλος τῆς ποντιακῆς ψυχῆς ἕως τῆς σήμερον ζῇ εἰς τάς καρδίας τῶν Ποντίων ὡς τό «ἆσμα τῶν ἀσμάτων» τοῦ Πόντου, ἆσμα πίστεως καί παιάν ἐθνικός. Ὑπό τήν κραταιάν αὐτῆς σκέπην ὑπέμειναν χιλιάδες Ποντίων τά πικρά τῆς δουλείας βάσανα, καί μέ τήν ἀρωγήν της ἐχαλυβδώνετο ἡ θέλησις καί ἡ δύναμις πρός ἀντίστασιν, ἐπιβίωσιν καί ἐπικράτησιν τοῦ Γένους. Ὑπῆρξε καί ἔμεινεν ἡ συνισταμένη τοῦ θρησκευτικοῦ καί ἐθνικοῦ πιστεύω τῶν Ποντίων. Ὅτε, ὅμως, αἱ βουλαί τοῦ Ὑψίστου καί αἱ ἁμαρτίαι τῶν ἀνθρώπων ἐξεπάτρισαν ἐκ τῶν αἰωνοβίων ἑστιῶν τούς ἀκρίτας τῆς Ῥωμαιοσύνης, καί εὗρον καταφύγιον εἰς τήν ἀγκάλην τῆς μητρός πατρίδος, θλιβερόν παρόν ἑνός ἐνδόξου παρελθόντος, τότε καί ἡ Θεομήτωρ ἀπέβαλε τήν βασιλικήν ἁλουργίδα καί ἠκολούθησεν ἐν σιγῇ καί ἀφανείᾳ, πτωχή πρόσφυξ Παναγία, τούς πρόσφυγας ὑπηκόους της. Ἡ ἀθάνατος ποντιακή μοῦσα ὑπό τούς πενθίμους ἤχους τῆς λύρας ἐθρήνησε τήν καταστροφήν: “Τῆ Σουμελᾶς τό μοναστήρι ἐζβῆεν κι ἐχαλάεν, ἡ Παναΐα ἐπέταξεν σά λίβια ἐταράεν”. Ἐπί εἴκοσι συναπτά ἔτη παρέμεινεν εἰς χῶρον, ὅπου ἐναποτίθενται αἱ ἀναμνήσεις καί ἡ ἱστορία τοῦ παρελθόντος δεομένη διά τά τέκνα της τά ἀγωνιζόμενα ν᾿ ἀποκτήσουν νέον καί ἀξιοπρεπές παρόν. Ὅτε δέ ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου, τά πιστά αὐτῆς τέκνα τονωθέντα ἠθικῶς καί ὑλικῶς ἡτοίμασαν τό νέον της ἀνάκτορον εἰς τό Βέρμιον ὄρος, ὅπερ καίτοι ὑπολειπόμενον τῆς αἴγλης τοῦ παλαιοῦ, ὑπενθυμίζει μέ τήν ἀκτινοβολίαν του τό πρῶτον. Ἴσως τό νέον ἀνάκτορον νά εἶναι προσωρινόν… ἴσως νά μή παραμείνῃ κενόν ἐπ᾿ ἄπειρον τό πρῶτον… Ἄγνωστοι αἱ βουλαί τοῦ Ὑψίστου. Ἴσως ἄλλοι νά χαροῦν τό φῶς ἐκείνης τῆς ἡμέρας…».

Κλείνοντας τον λόγο του, κατά τη χειροτονία του ο κ.κ. Παύλος ζητούσε την ευδοκίμηση και ευλογία των ευσεβών του πόθων «…διά τῶν πρεσβειῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Σουμελιωτίσσης καί Εἰκοσιφοινίσσης…» από την οποία ζήτησε όπως αυτή να «…φρουρῇ τήν καρδίαν μου εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθόν, πρός ἐπιτέλεσιν ἀξίαν τῆς κλήσεως εἰς ἥν ἐκλήθην, τοὐτέστιν τοῦ ποδηγετεῖν τόν λαόν τοῦ Κυρίου τόν περιούσιον, τήν παρά Θεοῦ ἐμπιστευθεῖσαν μοι ποίμνην εἰς νομάς σωτηρίους, φύλαξ ἄγρυπνος τῶν βωμῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἑστιῶν τοῦ ἔθνους, ἕτοιμος τήν ψυχήν μου θῦσαι ὑπέρ αὐτῶν…».

Στον ενθρονιστήριο λόγο του στη Μητρόπολη Δράμας ο κ.κ. Παύλος, στις 19 Νοεμβρίου 2005, δήλωνε περήφανος και ευτυχής «…διά τούς δύο ἀδάμαντας τούς κοσμοῦντας τήν ἀρχιερατικήν μου μίτραν, μοναστικάς ἀδελφότητας τάς ὑπό τῶν γεροντισσῶν Ἀλεξίας καί Ἀκυλίνης ποδηγετουμένας τῶν Ἱερῶν Μονῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τῆς Εἰκοσιφοινίσσης, τῆς ἀρχαιοτέρας ἐν τῇ Βαλκανικῇ μονῆς, καί τῆς Ἀναλήψεως ἐν Σίψᾳ τοῦ Ὁσίου πατρός ἡμῶν Γεωργίου, τάς ὁποίας καί εὐλογῶ…».

Όπως και στον χειροτονητήριο λόγο του έτσι και στον ενθρονιστήριο, και μάλιστα σε πιο εμφατικά και εκτεταμένα, ο κ.κ. Παύλος αναφέρει «…τόν πνευματικόν ὀμφαλόν τῆς καθ᾿ ἡμᾶς Ἀνατολῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, τόν πάνσεπτον καί γεραρόν Οἰκουμενικόν Θρόνον, τόν καθαρθέντα καί καθαγιασθέντα ἐν τῇ χοάνῃ ἱερῶν πόνων, τόν δοξασθέντα καί κραταιωθέντα ἐν τῇ ἱστορικῇ αὐτοῦ πορείᾳ, εὐτόλμως καί ὑπευθύνως ὑπουργοῦντα καί τελεσιουργοῦντα ἄχρι τῆς σήμερον, παρά τάς ἐμπόνους αὐτοῦ δοκιμασίας, τά τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως καί τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν γένους μυστήρια».

Κλείνοντας ο κ.κ. Παύλος στο λόγο του επανέλαβε «…τόν ἐπίλογον τοῦ πρό ἑκατόν τριῶν ἐτῶν ἐκφωνηθέντος ἐνθρονιστηρίου λόγου τοῦ ἐν ἁγίοις ἤδη συναριθμουμένου προκατόχου του Μητροπολίτου Δράμας, ἱεροεθνομάρτυρος Ἁγίου Χρυσοστόμου». Επί λέξει, από το πρωτότυπο του λόγου του κ.κ. παρατίθεται το παρακάτω χωρίο: «Ἡ Ἐκκλησία, ὡς τήν ἐστερέωσαν οἱ ἅγιοι Πατέρες, δέν εἶναι ψυχρά δύναμις ἐπιτάσσουσα οὔτε ὀργάνωσις ὑπολογίζουσα, ἀπειλοῦσα ἤ ἐκδικουμένη μέ τό φόβητρον τῆς ἀνταποδόσεως. Εἶναι μήτηρ ἀγαπῶσα καί συγχωροῦσα καί ἐμπνέουσα τό γλυκύτερον τῶν ἐπί γῆς αἰσθημάτων. Καί οἱ διακονοῦντες αὐτήν ποιμένες ἀποστολήν ἔχουν νά προσεγγίζωσι τά διψῶντα χείλη τῶν χριστιανῶν πρός τούς πλήρεις θείου γάλακτος μαστούς, διά τήν ἀκεραίαν, τήν ἀσάλευτον, τήν ὑπερτέραν ὑγείαν τῆς ζωῆς. Τήν ἀποστολήν μου αὐτήν ἐν μέσῳ ὑμῶν θά ἐπιτελέσω κατά τούς νόμους τῆς θείας ἁρμονίας, ἐάν λειτουργῶν ἐμπνεύσω τήν κατάνυξιν τῆς καρδίας καί οὐχί ἁπλῶς τήν προσευχήν τῶν χειλέων, ἐάν ἐμφυσήσω τό θάρρος καί τήν ἐλπίδα καί οὐχί τήν ἀνίαν καί τό δέος, ἐάν ἀνασύρω τούς μαργαρίτας, τούς ὁποίους ἐγκλείει εἰς τό βάθος πᾶσα ἑλληνική καρδία, ἐάν ἀνοίξω τούς κρουνούς τῆς ἀγάπης, ἐάν δώσω παλμόν θάρρους, ὑπερηφανείας καί θυσίας εἰς ὅλας τάς ψυχάς, ἐάν συντονίσω τά αἰσθήματα καί ὠθήσω εἰς τά ἔργα τοῦ φωτός. Θά ἀνεγείρω οὕτω μεθ᾿ ὑμῶν θημωνιάς καρπῶν, προϊόν τῆς ἐργασίας, καί ἱδρύματα εὐποιΐας, ἀπαύγασμα τῆς ἀγάπης τοῦ πλησίον, καί στερεάς στήλας τῶν εὐγενῶν αἰσθημάτων τοῦ ἀνθρωπισμοῦ καί ἀκατάλυτα τείχη τῶν ἱερῶν ἐθνικῶν δικαίων καί προνομίων. Πάσχα Κυρίου εὐαγγελίζομαι ὑμῖν, ἀγαπητά τέκνα, μέ τήν ποιμαντορικήν ῥάβδον, δᾷδα τῆς Ὀρθοδοξίας. ΑΜΗΝ» (Χρυσοστόμου Δράμας, Ἐνθρονιστήριος).

 

*Ο Αρχιμανδρίτης Γεράσιμος (Δημοσθένης) Βλατίτσης γεννήθηκε το 1973 στον Ξηροπόταμο της Δράμας. Ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του, τόσο στη γενέτειρα του, όσο και στη Δράμα. Σπούδασε Θεολογία στην Ανωτάτη Εκκλησιαστική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Έκανε Πτυχιακή Εργασία, με θέμα: «Το συγγραφικό έργο του Μητροπολίτου Δράμας Διονυσίου Κυράτσου». Ακολούθως, φοίτησε στο Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατόπιν, πραγματοποίησε Μεταπτυχιακές Σπουδές, στον Τομέα της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και του Βυζαντινού Πολιτισμού, του Μεταπτυχιακού Τμήματος Θεολογικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Νεαπόλεως Πάφου Κύπρου. Πραγματοποίησε Μεταπτυχιακή Εργασία, με τίτλο: «Ο Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης και η συμβολή του στον Μακεδονικό αγώνα», η οποία εκδόθηκε.

Σήμερα, είναι Υποψήφιος Μεταπτυχιακός Φοιτητής στο Διϊδρυματικό Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών «Ελλάδα: Εκκλησιαστική Ιστορία και Πολιτισμός». Εκπονεί Μεταπτυχιακή Εργασία, με θέμα: «Η ασκηθείσα εκκλησιαστική εθιμοτυπία και πολιτική του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου του Α’ κατά την 30ετή Πατριαρχία του επί τη βάση των διορθοδόξων, διαχριστιανικών και διαθρησκειακών επαφών του. Συμβολή στην εκκλησιαστική πολιτική και διπλωματία».