ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

 

 

Το να είσαι αθεράπευτα Δοξαίος, χωρίς να διακατέχεσαι από το σύνδρομο του παρωπιδισμού, το να μη φοράς παραμορφωτικούς φακούς, το να παρακολουθείς συνετά και με εχεφροσύνη τις αναμετρήσεις του αθλήματος, το να έχεις τη δύναμη να αναγνωρίζεις τις μέτριες εμφανίσεις της ομάδας σου και τέλος να έχεις τη δύναμη να χειροκροτείς τον αντίπαλο, κατά την αναμέτρηση, όταν αυτός φτάνει επάξια στη νίκη, τότε είσαι ένας ενδεδειγμένος φίλαθλος, κάτι που μαρτυρεί εύγλωττα την ποιότητα του χαρακτήρα σου.

Και είσαι κοινωνικά ευαίσθητος φίλαθλος, όταν διατηρείς στη μνήμη στου το ήθος που δίδαξε στο πανελλήνιο η επαρχιακή ομάδα του Βορρά, οι Μαυραετοί, οι οποίοι κάνανε γνωστή στον ευρύτερο Ελλαδικό χώρο τον τόπο, που τους γέννησε μέσα από τη φτώχεια, την αφανή ασημότητα, την ισχυρή θέληση και την ηπιότητα του χαρακτήρα.

Δικαιούσαι λοιπόν να σεμνύνεσαι, όταν διατηρείς στο ερμάριό σου εικόνες, που δεν τις ξεθώριασε ο παντοκαταλύτης χρόνος και που τις ανασύρεις κάθε τόσο για να γευτείς γλυκές αναμνήσεις, που δεν χάσανε, μα ούτε και θα χάσουν ποτέ την ομορφιά τους.

Δεν θα ήθελα να χαρακτηρισθώ, φίλε αναγνώστη, ως ρετροϊκός και αναπολητής του ανέφικτου. Αν νομίζεις ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει, δικαίωμά σου, όμως και δικαίωμά μου είναι να καυχώμαι για την ανίατη αγάπη μου προς τη θρυλική ομάδα των Μαυραετών, που θεωρούσαν ασυγχώρητη γι’ αυτούς ενέργεια να διαμαρτυρηθούν όταν κάποιες αργυρώνητες σφυρίχτρες, χωρίς ερυθριασμό και τύψεις συνειδήσεως, τους αδικούσαν. Είναι υψηλή αρετή το να διδάσκεις και σ’ αυτούς ακόμη, που έχουν διαβρωμένη την ψυχή τους.

Γράφω όλα τούτα αφορμή παίρνοντας από μια επίσκεψη στο σεμνό και σοβαρό κατάστημα του φίλου Κώστα Ιωαννίδη, προκειμένου να προμηθευτώ τα σύνεργα γραφής. Και κοντά σ’ αυτά λίγη συζήτηση για την ασίγαστη αγάπη μας, τους Μαυραετούς. Και τότε ο αξιοπρεπής επιχειρηματίας δεν αντέχει στον πειρασμό. Και με το δίκιο του. Γνωρίζει την ευαισθησία της ταπεινότητάς μου και ευλαβικά και ευλαβικά ανασύρει από το ερμάριο του γραφείου του δυο εικόνες, που αβίαστα κάνουν πληθωρική τη συγκίνηση.

Τούτες τις εικόνες με την άδειά του δίνω σήμερα στη δημοσιότητα. Εξήντα χρόνια ζωής αριθμεί η μία, πενήντα εννέα η άλλη. Πραγματικά μεσήλικες, που εξακολουθούν να συγκινούν στη θέα τους. Η πρώτη προέρχεται από την αναμέτρηση με την κάποτε μεγάλη Νίκη Βόλου, που έληξε με νίκη 2-0 υπέρ των Μαυραετών στις 7 Ιανουαρίου του 1957. Είναι να μην νιώθει κανείς ρίγος συγκίνησης από την αναγραφή της δήλωσης του μεγάλου προπονητή Μαρτίνι «Η ΔΟΞΑ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΟΜΑΣ»;

Τι να πει κανείς, όταν έτσι αβίαστα εκφράστηκε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα του ποδοσφαίρου; Μια δήλωση, που χωρίς αμφιβολία, προκάλεσε το φθόνο των πλουσιοπάροχα αμειβομένων ποδοσφαιριστών και συνάμα των αφεντικών τους.

Και η άλλη εικόνα από την αναμέτρηση της Δόξας με τον Ολυμπιακό, που μονοπωλούσε και εξακολουθεί να μονοπωλεί την πρωτιά, το «ίνδαλμα» του Πειραιά, όπως εξακολουθούν να τραγουδούν τα παιδιά του μεγάλου λιμανιού. Εντυπωσιακό το αποτέλεσμα κι ακόμη πιο εντυπωσιακό το πλακάτ με την ευρηματική επιγραφή: «Η ΔΟΞΑ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΠΕΘΑΙΝΕΙ ΚΑΙ ΣΤΟΝ 2 ΓΥΡΟ ΜΠΡΟΣΤΑ ΠΗΓΑΙΝΗ (sic) – ΑΕΤΟΙ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ ΔΟΞΑΣΤΕ ΤΗΝ ΕΠΑΡΧΙΑ».

Και την αξίωση των αγνών φιλάθλων της μικρής Δράμας, την έκαναν πράξη τα παιδιά της. Την έκαναν γνωστή και τη Δόξασαν. Ταύτισαν την ύπαρξη της πόλης τους με την ομάδα τους. Έτσι τη μάθαμε οι Ελλαδίτες. Και δεν το γράφει η ταπεινότητά μου αυτό. Το διαπίστωσα ως φοιτητής, όταν με ρωτούσαν από πού είμαι και τους απαντούσα: από τη ΔΡΑΜΑ. Και η έκπληξη και ο θαυμασμός τους συμπυκνώνονταν στη λακωνική απάντηση: «Από εκεί πού είναι η Δόξα;».

Ποιος άλλος επαρχιακός Σύλλογος στα πέτρινα χρόνια της ελληνικής οικονομίας είχε μια τέτοια αναγνωρισιμότητα;

Δεν μου αρέσει ο αυτολιβανισμός. Βγάζω σπυράκια. Όμως για τη ΔΟΞΑ της χρυσής εποχής δεν θα διστάσω να γράφω την αλήθεια.