ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
ΔΕΥΤΕΡΑ 14 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2020
- «Η απομόνωση μπορεί να υποστηρίζουν πολλοί πως αποτελεί δειλία στην αντιμετώπιση των προβλημάτων της ζωής, όμως συχνά είναι και μια λύτρωση της ψυχής» (Σύγχρονος φιλόσοφος)
Είχαν καιρό να συναντηθούν οι επισκέπτες του δασκάλου τους στο ερημητήριό του. Και ο λόγος τα πρόσθετα προβλήματα, που ανέκυψαν τον τελευταίο καιρό! Όμως αυτή τους η απουσία τους βασάνιζε αρκετά. Θεωρούσαν τον εαυτό τους όχι μόνο αγνώμονα αλλά και λειτουργούντα εις βάρος της ψυχικής τους ανανέωσης.
Κατατρυχόμενος από τύψεις ο πρεσβύτερος της ομάδος, ο Χειρίσοφος, ανέλαβε την πρωτοβουλία να υπομνήσει στους άλλους το χρέος τους.
Έτσι ένα πρωινό, προτού σκάσει ο φωτοδότης στον ορίζοντα, πήραν την άγουσα προς το οικείο και τόσο προσφιλές ερημητήριο του σοφού τους δασκάλου, κυριαρχημένοι από την αγωνία μήπως και διαπιστώσουν την απουσία του.
Αυτό διαλογίζονταν, όσο ανηφόριζαν το κακοτράχαλο μονοπάτι, προσφιλή διαδρομή των ζωηρών τετραπόδων, που το διέσχιζαν καθημερινά αναζητώντας τον επιούσιό τους.
Όδευαν σιωπηλοί με την σκέψη να τους βασανίζει από τύψεις, μα και φοβία.
Που και που τη σιωπηλή πορεία διέκοπτε ο αδύναμος λόγος του Ερατοσθένη πως ο σοφός δάσκαλός τους θα ήταν εκεί και θα τους ανέμενε στητός κι ολόρθος, γλυκαίνοντας τη ψυχή τους και δίδοντάς τους κουράγιο για τη μάχη στη λύση των προβλημάτων τους, που όλο και διογκώνονταν.
Έφτασαν σχεδόν ένοχοι στο ερημητήριο. Κι ο δάσκαλος στητός εκεί στην είσοδο του ερημητηρίου με ανάγλυφη την προαίσθηση για τον ερχομό τους, τους περίμενε μ’ ένα διάπλατο πατρικό χαμόγελο. Ο παντοκαταλύτης χρόνος δεν μπόρεσε ν’ αφήσει τα ολέθρια σημάδια του στη ψυχική του ευεξία.
Τους ασπάσθηκε έναν έναν κι ύστερα τους προέτρεψε να πάρουν τις καθιερωμένες θέσεις τους, χωρίς βέβαια να εκφράσει και το ελάχιστο παράπονό του για τη μακρόχρονη απουσία τους. Αρετή αξεθώριαστη για τους δασκάλους εκείνους, που διαθέτουν περίσσευμα ψυχής.
Τους προσέφερε φρεσκοκομμένο από τον περίγυρό του αφέψημα αναμένοντας την πρωτοβουλία για την έναρξη της ψυχωφελέστατης συζήτησης. Το λόγο έλαβε ο Κτησιφών με την αναντίρρητη συναίνεση των άλλων.
– Πολυσέβαστε δάσκαλέ μας, μας βασανίζει χρόνια τώρα το λακωνικό απόφθεγμα των προγόνων μας: «λάθε βιώσας». Θα θέλαμε τη δική σας θέση. Ορθά αποφάνθηκαν οι σοφοί μας πρόγονοι με τις παλινωδίες και τις συχνές αντιφάσεις τους, χωρίς βέβαια να παρακάμπτουν και τη σοφία του «μέτρον άριστον»;
– Κτησιφώντα, φίλε μου λαμπρέ, θα σου μιλήσω ξεκάθαρα, όπως ρέει το γάργαρο νερό στο φυσικό ρυάκι. Το «λάθε βιώσας» είναι μια από τις εκδοχές της ζωής, όμως δεν θα τη χαρακτήριζα ως την πιο ιδανική. Τηρώντας μια τέτοια αρχή εύκολα οδηγούμαστε στην αποστασιοποίηση. Και η ζωή δεν είναι απραξία. Διαθέτει δυναμικότητα όχι μόνο προς ίδιον όφελος, αλλά πρώτιστα προς όφελος του κοινωνικού συνόλου.
Δεν ήρθαμε στη ζωή για να συμπεριφερόμαστε ως άβουλα όντα μεριμνώντας αποκλειστικά για τη συντήρηση του σαρκίου μας. Αυτό το κάνουν τα άλογα έμβια όντα. Χρέος του εχέφρονος ανθρώπου είναι να μοχθεί για το κοινό καλό, χωρίς να αναμένει την ανταπόδοση. Αν έτσι σκέφτεται και ενεργεί, τότε όχι μόνο ελάχιστα ωφελεί το κοινωνικό σύνολο, αλλά καθίσταται ενίοτε και πρόξενος παρενεργειών.
Έχει χρέος να δρα το άτομο πάντοτε επ’ ωφελεία των συνανθρώπων του, διαθέτοντας τις σωματικές και ψυχικές του δυνάμεις, όμως αυτή του η δράση δεν πρέπει μα συνοδεύεται από τυμπανοκρουσίες και αξιώσεις επιβράβευσης. Αν έτσι ενεργεί, τότε εις μάτην προσφέρει, ελάχιστη σημασία έχει η προσφορά του.
Η προσφορά μας θα πρέπει να ξεκινά από αγνότητα συναισθημάτων με προεξάρχουσα την πρώτιστη των αρετών, την αγάπη. Αυτή είναι το αρραγές θεμέλιο του οικοδομήματος μιας ευνομούμενης κοινωνίας, χωρίς παρενέργειες, συγκρούσεις, έκφραση φτηνών αδυναμιών. Ενεργώντας έξω και μακριά από τα κελεύσματα της άδολης και ειλικρινούς αγάπης, οικοδομούμε ευάλωτους πύργους και ευκατεδαφιστέους. Αυτήν την πυξίδα να έχετε πορευόμενοι στο τρικυμιώδες πέλαγος της ζωής.
Ειλικρινά με δροσισμένη την ψυχή από την ανεξάντλητη σοφία του σοφού τους δασκάλου, πήραν την άγουσα για την πολυτάραχη πολιτεία υποσχόμενοι πύκνωση των επαφών.