ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
τ. Λυκειάρχη
«Το νικούν αυτός εαυτόν πασών νικών πρώτη και αρίστη, το δε ηττάσθαι εαυτόν υφ’ εαυτόν πάντων αίσχιστόν τε και κάκιστον = Το να νικάς τον εαυτό σου είναι η πρώτη και άριστη απ’ όλες τις νίκες, ενώ το να νικιέσαι από τον εαυτό σου, είναι το χειρότερο και το πιο ατιμωτικό απ’ όλα» (Πλάτων)
Η αλήθεια αυτήν, την οποία διατύπωσε λακωνικά ο μεγάλος ρηξικέλευθος της φιλοσοφίας, Πλάτων, εξακολουθεί να είναι ανεξίτηλη παρά το διάβα των αιώνων.
Τι σημαίνει όμως νίκη του εαυτού μας και από την άλλη μεριά ήττα από αυτόν;
Και ποιος είναι ο εαυτός μας; Αναμφίλεκτα ο εαυτός μας δεν είναι τίποτε άλλο από το σύνολο των αρετών μας, πνευματικών και σωματικών, καθώς και των παθών μας.
Είναι αποδεκτό από το σύνολο των φιλοσόφων ότι οι αρετές ενός ανθρώπου μειονεκτούν έναντι των παθών του.
Αυτή ακριβώς η μειονεξία μεταξύ των αρετών και των παθών είναι εκείνη που ανατρέπει την ισορροπία ανάμεσα στις ανθρώπινες σχέσεις.
Είναι πασίδηλο το γεγονός ότι ο άνθρωπος ρέπει ευκολότερα προς τη διάπραξη αρνητικών ενεργειών, συγκρούσεων οδυνηρών, οι οποίες συχνά καταλήγουν σε δάκρυα θλιβερά, απώλεια αθώων ψυχών, στασιμότητα της προόδου και της ευημερίας, οπισθοδρόμηση του πολιτισμού, διάσταση και αποξένωση των ψυχών.
Πώς όμως είναι δυνατόν να διαγράφεται όλο αυτό το αρνητικό κλίμα; Γιατί ο άνθρωπος καθίσταται λύκος του εαυτού του, κατά τη ρήση των Λατίνων;
Απλούστατα, γιατί στερείται της αρετής της αυτογνωσίας, δηλαδή την ορθή γνώση όλων εκείνων των στοιχείων, που συνθέτουν την προσωπικότητά του είτε αυτοί ανήκουν στον ψυχικό του κόσμο είτε στη σωματική του υπόσταση.
Δύσκολη μα την αλήθεια η αυτογνωσία, όμως δεν είναι ακατόρθωτη κι ας είναι πολλοί και προκλητικοί οι πειρασμοί, τους οποίους γεννά η λατρεία της ύλης.
Και τη δυσκολία αυτή την κατανοήσανε αιώνες πριν οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι, που για τον περιορισμό της καθιέρωσαν τη διατύπωση κάθε βράδυ του τριπλού ερωτήματος: «Πη παρέβην, τι δ’ έρρεξα, τι δε μοι δέον ουκ ετελέσθη; = Πού πήγα, τι έκανα, τι έπρεπε να κάνω και δεν το έκανα;».
Αυτό λοιπόν το καθημερινό μαστίγωμα της ψυχής, αυτός ο ηθικός αυτοέλεγχος, ήταν εύλογο να ανακαλεί στη μνήμη του καθενός τα σφάλματα, τις παραλείψεις, τις κακίες και τις βλάβες, που διέπραξε όλη την ημέρα. Ενθυμούμενος ειλικρινά όλες τις πιο πάνω παρεκτροπές και με τη συνδρομή της εγρηγορούσας συνείδησής του – απαραίτητος όρος η ύπαρξή της – έβαζε υποθήκη για την αποφυγή της διάπραξής του την επόμενη. Όσο κι αν οι Πυθαγόρειοι σάλπιζαν αυτή τη σωτήρια κάθαρση της ψυχής, δεν έφτανε σε ευήκοα ώτα το μήνυμα που εδραίωνε και σάλπιζε την ανθρωπιά.
Ήταν εύλογο λοιπόν τότε και σήμερα και πάντοτε να επικαλούνται ως θωράκιση της ψυχής τους, όσοι επικαλούνται τη ρήση του Θαλή του Μιλήσιου: «Χαλεπόν εαυτόν γνώναι» ή τη θυμόσοφη λαϊκή ρήση: «Μήτε δένδρο χωρίς ξεράδι μήτε άνθρωπος χωρίς ψεγάδι».
Ελάχιστα ασφαλώς τιμούν το ανθρώπινο γένος τόσο η ρήση του Θαλή του Μιλήσιου, όσο και αυτή του εμπειρικά σοφού λαού μας.
Όμως δεν μας τιμά καθόλου, ασπαζόμενοι τις πιο πάνω ρήσεις, να προσφέρουμε ελαφρυντικά δεκανίκια στον εαυτό μας αποφεύγοντας το μαστίγωμα του αυτοελέγχου και την απαξίωση της εγρηγορούσας συνείδησης.
Εύλογο είναι να εισπράττουμε τις οδυνηρές συνέπειες από τον συγχωρητικό θωρακισμό του εαυτού μας, όταν αποστρεφόμαστε την άδολη και ευεργετική προσφορά της εγρηγορούσας συνείδησης. Θερίζουμε ό,τι σπέρνουμε.