ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
Τ. Λυκειάρχη
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ’: Αδελφέ Χρυσόστομε, η Μακεδονία μας, η καρδιά και η ψυχή της Ορθοδοξίας και της Ελλάδος, περνάει δύσκολες ώρες. Κινδυνεύει με αφανισμό. Οι κομιτατζήδες με την ανοχή των Τούρκων έγιναν αδίστακτοι. Κάθε τόσο δέχομαι αναφορές από το Δεσπότη της Δράμας Φιλόθεο ότι οι αδελφοί μας Έλληνες της Δράμας τρομοκρατούνται, ληστεύονται, δέρνονται χωρίς έλεος, βασανίζονται, δολοφονούνται αγρίως. Οι ναοί μας καταλαμβάνονται και αρκετοί πιστοί μας προσχωρούν στη Βουλγαρική Εξαρχία. Μένω άγρυπνος πολλές νύχτες. Αν χάσουμε τη Μακεδονία, χαθήκαμε ως Ελλάδα. Είναι το καμάρι μας. Είναι το πρόφραγμά μας στο βορρά, που εμποδίζει τα επίβουλα σχέδια των Σλάβων, που διατυμπανίζουν εδώ και καιρό το σύνθημα: «Η Μακεδονία στους Μακεδόνες». Και ασφαλώς με το σύνθημα αυτό κάθε άλλο παρά εννοούν τους Έλληνες Μακεδόνες, αλλά τους Σλάβους, που παράνομα εγκατασταθήκανε στα μακεδονικά εδάφη. Ξέρω καλά ποιος είσαι. Ξέρω καλά την καθαρή πίστη σου στο Θεό της αγάπης. Ξέρω πόσο βαθιά έχεις κλεισμένο στην αγνή ψυχή σου τον Ελληνισμό. Ξέρω καλά πόσο γενναία ψυχή έχεις. Γι’ αυτό και εισηγήθηκα την εκλογή σου ως Μητροπολίτη της Δράμας . Δεν είναι εύκολο το έργο, που αναλαμβάνεις με την ομόφωνη απόφαση των αγίων αδελφών του Πατριαρχείου μας. Είμαι βέβαιος ότι δε θα διστάσεις να επωμισθείς το σταυρό του μαρτυρίου και να ανεβείς στο Γολγοθά της θυσίας.
Χρυσόστομος Καλαφάτης: Παναγιώτατε πάτερ και δέσποτα, βαθιά συγκίνηση με διακατέχει για τη μεγάλη πατρική αγάπη και την εμπιστοσύνη, που με περιβάλλετε. Είναι ύψιστη τιμή για την ταπεινότητά μου να επωμισθώ με χαρά το σταυρό του μαρτυρίου. Έχω ενημερωθεί αρκετά για τους βασανισμούς, που υφίστανται οι αδελφοί μας στη Δράμα. Δεν τον φοβάμαι το θάνατο. Θα θεωρήσω ευτυχία μου να θυσιάσω τη ζωή μου για το Χριστό και την Ελλάδα μας. Με όλη την ψυχή μου και τη σκέψη μου είμαι αποφασισμένος να υπηρετήσω πιστά την Αγία Εκκλησία μας και το Γένος μας και η μίτρα, την οποία τα άγια χέρια σας τοποθετήσανε στην κεφαλή μου, αν είναι μοιραίο να χάσει τη λάμψη των λίθων της, τότε ας γίνει αγκάθινο στεφάνι μαρτυρικού Ιεράρχη.
Πατριάρχης Ιωακείμ o Γ’: Την περίμενα, αδελφέ Χρυσόστομε, μια τέτοια απάντηση. Απάντηση που ταιριάζει σε αληθινούς υπηρέτες του Χριστού. Με την ευλογία του Παναγάθου Κυρίου και την ευχή της Θεομήτορος πήγαινε στη Δράμα. Και πάντοτε να υπολογίζεις στη βοήθειά μου. Γι’ αυτό θέλω συχνή ενημέρωση. Και μην τραβάς το σχοινί στα άκρα. Θα συναντήσεις τεράστιες δυσκολίες, θα σου στήσουν πολλές παγίδες. Δεν θα έχεις να αντιμετωπίσεις μόνο τους αδίστακτους δολοφόνους κομιτατζήδες, αλλά και τους ανθρώπους της οθωμανικής κυβέρνησης. Προστάτευσε τα νώτα σου από τους αντιπροσώπους των Μεγάλων Δυνάμεων. Είναι περισσότερο φίλοι των Τούρκων και λιγότερο των Ελλήνων,
(Αλληλοασπάζονται. Ο Πατριάρχης του χαρίζει έναν πολύτιμο σταυρό. Δώρο συμβολικό.)
Αφήγηση: 22 Ιουλίου 1902. Ο καυτός καλοκαιριάτικος ήλιος φωτίζει ολόλαμπρος όχι μόνο την πόλη της Δράμας, αλλά και τις ψυχές των Δραμινών. Η είδηση του ερχομού του Χρυσοστόμου έφτασε γοργοφτέρουγη, στη Δράμα, αφού διέσχισε τη Θράκη και τη Μακεδονία. Αναστάσιμη η ημέρα. Ο χιλιοβασανισμένος λαός της Δράμας αναμένει με αναπτερωμένο το ηθικό τον πνευματικό του πατέρα και σωτήρα. Όλοι οι χριστιανοί της πόλης και των χωριών σπεύδουν να τον υποδεχθούν και να πάρουν την ευλογία του. Ένα πανηγύρι ατελείωτο απλώνεται σ’ όλη την πόλη. Με φθόνο το αντιμετωπίζουν οι Τούρκοι και οι κομιτατζήδες. Βλέπουν να γίνεται δύσκολο το έργο του αφελληνισμού και σύντομα θα θέσουν σε εφαρμογή τα απάνθρωπα σχέδιά τους.
Ο Χρυσόστομος με τα γαλανά μάτια, τη νεανική δροσιά, και τη μεταλλική φωνή σαγηνεύει τους υπόδουλους Έλληνες. Παλλόμενος από συγκίνηση, αισιοδοξία και αυταπάρνηση απευθύνει από την Ωραία Πύλη λόγια εμψυχωτικά, πατριωτικά, λόγια αγάπης αληθινής. Με δακρυσμένα μάτια τον παρακολουθεί το ποίμνιό του. Η ψυχή του ανταμώνει με τις ψυχές τους και τις κάνει γρανιτένιες: «Ήρθα για να σας εμφυσήσω το θάρρος και την ελπίδα, να ανασύρω από τις ψυχές σας όλες εκείνες τις αρετές, που στολίζουν την ελληνική ψυχή. Δε σας ταιριάζει πια ο φόβος και η απραξία. Θα είμαι κοντά σας και θα σας σκεπάζω με τις φτερούγες μου στις δύσκολες ώρες, όπως οι όρνιθες τους νεοσσούς στην καταιγίδα. Μαζί θα χτίσουμε σχολεία, αναγνωστήρια, ιδρύματα φιλανθρωπικά, χώρους άθλησης, ναούς του Κυρίου».
Και το ποίμνιο δεν κρύβει τα δάκρυα της χαράς που θα ατσαλώσουν την ψυχή του. Τον συνοδεύουν μέχρι την κατοικία του για να αναπαυθεί.
(Την άλλη μέρα καλεί στο γραφείο του τους εφοροδημογέροντες και τους προεστούς).
(συνεχίζεται…)