ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Ο πιστός λαός της Δράμας κατακλύζει τον ιερό μητροπολιτικό ναό. Σε λίγο μπαίνει και ο Ιεράρχης του. Τελεί δοξολογία και με δακρύβρεκτα μάτια απευθύνει κήρυγμα πατρικό, συγκινητικό, ενθαρρυντικό, εμψυχωτικό. Το εκκλησίασμα δεν μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του καθώς ακούει τον πατέρα και ποιμενάρχη με παλλόμενη φωνή να λέει: «Βαπταίσθηκα στο θείο νάμα των δακρύων σας. Έσπειρα ολόγερο σπόρο στις ψυχές σας και είμαι βέβαιος ότι γρήγορα θα αποδώσει εύχυμους και εύγεστους καρπούς. Να είσθε βέβαιοι ότι η ψυχή μου θα μείνει εντειχισμένη στο ιερό αυτό τέμενος. Δε θα σας ξεχάσω ποτέ. Θα σας έχω κλεισμένους βαθιά στην ψυχή μου».

Έξω τον περιμένουν οι χωροφύλακες με την άμαξα. Κι ο αγέρωχος Μητροπολίτης διασχίζει το ποίμνιο σιωπηλός, ολοφώτεινος και με τον πόνο στην ψυχή, που αφήνει πίσω του το ποίμνιό του, που τον συνοδεύει μέχρι το σιδηροδρομικό σταθμό, όπου εκτυλίσσονται νέες συγκινητικές στιγμές. Το δράμα στην κορύφωσή του. Τα δάκρυα δεν έχουν σταματημό. Χάθηκε ο ήλιος που φώτιζε τη Δράμα. Ορφάνεψαν οι χριστιανοί.

Η εξορία του Χρυσοστόμου δε θα κρατήσει πολύ. Στις 17 Αυγούστου του 1908 ξαναγυρίζει στη Δράμα. Ημέρα ανάστασης για τους χριστιανούς της Δράμας. Ο σιδηροδρομικός σταθμός κατακλύζεται από το ποίμνιό του. Παρούσες στην υποδοχή και οι Τουρκικές Αρχές.

Την άλλη μέρα ο Χρυσόστομος πιάνει δουλειά. Tιμά πρώτα τη μνήμη των νεκρών παλληκαριών του, ενώ αρχίζει τις περιοδείες για να στηρίξει και πάλι το ποίμνιό του, που τράβηξε τα μύρια όσα βάσανα, όσο καιρό έλειπε. Όμως νέα βαριά σύννεφα εμφανίζονται στον ορίζοντα. Η παρουσία του Χρυσοστόμου στη Δράμα κινεί την οργή των κομιτατζήδων και των Τούρκων. Του απαγορεύουν τις περιοδείες. Η τουρκική Βουλή είναι αναστατωμένη. Ζητεί την εκ νέου εξορία του Χρυσοστόμου. Την κακή κατάσταση στη Δράμα τη χειροτερεύει η δολοφονία του προέδρου του βουλγαρικού κομιτάτου Ηλία Χατζηγκεοργκίεφ στην Ξάνθη από ομοϊδεάτες του. Οι Τούρκοι διαστρεβλώνουν την αλήθεια. Αποδίδουν τη δολοφονία στους Έλληνες, που πίσω τους βρίσκεται τάχα ο Χρυσόστομος. Θέλουν να εξοντώσουν οριστικά το Χρυσόστομο. Ο Μέγας Βεζύρης με έγγραφό του στο Πατριαρχείο ζητάει την άμεση απομάκρυνση του Χρυσοστόμου. Η απειλή του Βεζύρη πιάνει τόπο κι ο Χρυσόστομος εγκαταλείπει οριστικά τη Δράμα και φεύγει για την Κων/πολη.

Η δράση του όμως παίρνει πανελλήνιες διαστάσεις. Γίνεται εθνικό σύμβολο.

Ο σατυρικός ποιητής Γεώργιος Σουρής του αφιερώνει ποιήματα.

Ποίημα του αφιερώνει και ο Διονύσιος Μουστογιάννης.

Τέλος ποίημα, που εξυμνεί τη δράση και την προσφορά του Χρυσοστόμου, συνθέτει και ο υπογράφων.

Ένα δείγμα της απήχησης του πανελλήνιου θαυμασμού στο πρόσωπο του Χρυσοστόμου είναι και το παρακάτω εμπνευσμένο ποίημα του σατυρικού μας ποιητή Γεωργίου Σουρή, που δημοσιεύτηκε στον «Ρωμηόν της 8ης Σεπτεμβρίου 1907

«Στεφάνι και στης Δράμας

τον Παπά τον ήρωά μας.

Άφοβος αντρειωμένος.

για την Πίστη, για το Γένος

δείχνει στήθος μαχητού

μπρος στις λόγχες του στρατού.

Δεν τον σκιάζουν του νιζάμη μήτε λόγχες, και μαχαίρια

μήτε Δεσποτών φοβέρα.

Φτερουγίζουν στη μορφή του πόθοι κι όνειρα μεγάλα

κι αν τον πνίξουν στην κρεμάλα

θ’ αντηχούν αγγελικά του Δεσπότη οι προσευχές

για παλληκαριών ψυχές.

 

Άφοβος ανδρειωμένος

για την Πίστη και το Γένος

Βροντή κάνει την λαλιά του

και πετά με τον αϊτό

που ραγιάδων βογγητό

τον ξυπνά μέσ’ τη φωλιά του.

 

Δόλια Σκλάβα μπρος μας πάλι, φέρε την αυγή την πρώτη

Βγάζε- βγάζε Δεσποτάδες σαν της Δράμας τον Δεσπότη,

Συ προμάχων δείχνε τάφους και στα χώματά σου μέσα

σμίγε λεβεντιές με ράσα Γαβριήλ και Παπαφλέσσα

κι ας ξεπλύνουν στα νερά των ιεροί σου ποταμοί

της σημαίας της γαλάζιας και του Γένους την Τιμή.

 

Μιας ξεφυλλισμένης δάφνης εσύ σκόρπ’ ακόμα φύλλα

μέσ’ την τόση ξεραΐλα

και δυνάμωνε το Γένος, όπως στης σκλαβιάς τα χρόνια

κι ας χαράζουν ίχνη δόξης των Ολύμπων σου τα χιόνια.

Ρόδιζε σε χειμωνιές μ’ αιματωβαμένα κάλλη

κι από θάλασσα και γη να βοά βοή μεγάλη.

Σάτυροι γι’ αυτές που ζούνε μέσ’ της μούχλας τη Μητέρα

Πίνδαροι γι’ αυτές που πήγαν να πεθάνουν εκεί πέρα».

 

(συνεχίζεται…)