ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

 

 

Όσο πλησίαζε η μεγάλη γιορτή των Γκιαούρηδων, ο Ρεσίτ Αγάς δεν έκρυβε την αγωνία του. Θα του δινόταν άραγε η ευκαιρία της περασμένης χρονιάς ή θα έμενε με την πικρία για ακόμη μια φορά που δεν μπόρεσε να εκπληρώσει το χρέος, που χρόνια τώρα αυτοέβαζε σε κίνδυνο τη ζωή του;

Καλός νοικοκύρης ο Ρεσίτ Αγάς, διατηρούσε ένα μικρό κατάστημα στην άκρη της αγοράς του Τσινίκ’. Με τους πελάτες του ήταν ευγενικός. Φορούσε κάθε μέρα το καλοπλυμένο και περιποιημένο κόκκινο φέσι του, ενώ το στριφτό του πυρόξανθο μουστάκι τού πρόσθετε μιαν αγριάδα στο σκαμμένο από το χρόνο πρόσωπό του, κάτι που ερχόταν σε αντίφαση με την τρυφερή καρδιά του.

Στο μικρό κατάστημά του, που φρόντιζε να το έχει πάντα καθαρό, αφού κάθε πρωί, μόλις έμπαινε μέσα, φρόντιζε να το σαρώνει και να ξεσκονίζει τα ξύλινα ράφια, που σχημάτιζαν καμπύλες από το βάρος της πραμάτειας. Μπαχάρια όλων των ειδών, μυρωδάτο τσάι με βελονωτά φύλλα, μαζεμένο στο τέλος του Αυγούστου από τις πλαγιές του Κελ – Καγιά. Το ξέραινε ευλαβικά στη σκιά και ύστερα το έκανε δεματάκια δεμένα με φλοιούς καλαμποκιάς.

Πουλούσε κι άλλα είδη ο Ρεσίτ: Κορκότα, γιοφκάδες, μακαρόνια κοφτά, βούτυρο ολοκίτρινο αγελάδας, τσιργάντα από μοσχαρίσιο κρέας, ρετσέλι από σύκα δικής του παραγωγής και τσίρια δαμάσκηνων και μήλων.

Τα κορκότα, τα κοφτά μακαρόνια, το ρετσέλι και τα τσίρια ήταν παραγωγής της γυναίκας του Αϊσέ, που φημιζόταν για την καθαριότητα και την αξιοσύνη της. Την έκλεψε ένα βράδυ, γιατί δεν τον συμπαθούσαν οι γονείς της, επειδή δεν ήταν δικός τους. Δεν τον κυνήγησαν όμως για το κακό, πους τους έκανε να τους μαγαρίσει. Μπορούσαν να πάνε στον πασά της περιοχής τους και να διαμαρτυρηθούν. Δεν το έκαναν όμως. Φοβήθηκαν μήπως η ενέργειά τους αυτή θεωρούνταν υβριστική προς τη θρησκεία του προφήτη τους Μωάμεθ.

Η Μαρία, έτσι την έλεγαν τη γυναίκα του, αποδείχτηκε καρπερή. Κάθε δυο χρόνια και φούσκωνε η κοιλιά της. Δέχτηκε ύστερα από την πίεση του Ρεσίτ να τη φωνάζουν Αϊσέ. Γκιαούραινα δεν μπορούσε να μείνει. Θα ήταν σκάνδαλο, μια και το μεγαλύτερο μέρος των συγχωριανών τους ήταν μουσουλμάνοι και δεν μπορούσε αυτός, μουσουλμάνος από γεννησιμιού του να είχε ως γυναίκα του μια γκιαούραινα.

Ένα βράδυ ο Ρεσίτ, λίγο προτού πάνε στον οντά για ύπνο, έσφιξε στην αγκαλιά του την Αϊσέ, την κοίταξε βαθιά στα γκρίζα μάτια της και χαμηλόφωνα της ζήτησε να τον ακούσει με προσοχή και να κρατήσει όσο μπορούσε μυστικά αυτό, που θα της εξομολογούνταν. Αλλιώτικα κινδύνευαν και οι δυο τους. Το κεφάλι τους δεν θα στηριζόταν πια στους ώμους τους, αν της ξέφευγε το μυστικό.

Της ήρθε κεραυνός της Αϊσέ. Τι μυστικό θα ήταν αυτό, αν, όταν θα αποκαλύπτονταν, θα κινδύνευε το κεφάλι τους; Κρύος ιδρώτας την περιέλουσε. Η καρδιά της χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζες ότι θα γινόταν κομμάτια. –Θεέ μου, είπε ενδόμυχα, που έμπλεξα, τι κακό με περιμένει! Αλλαξοπίστησα, τι άλλο χειρότερο θα πάθω;

Έσφιξε τα χείλη, χωρίς να μπορεί να δαμάσει τους χτύπους της καρδιάς της. Ο Ρεσίτ μπήκε στην ψυχή της. Της έπιασε τρυφερά το χέρι και την ανασήκωσε. Είχε σωριαστεί από την αγωνία της. Ύστερα, χωρίς ν’ αφήσει το χέρι της, την οδήγησε στον διπλανό οντά και με πολλή προσοχή κοιτάζοντας με αγωνία γύρω του, λες και φοβόταν την αποκάλυψη, ανασήκωσε μια κουρελού από το πάτωμα και με το δεξί του χέρι τράβηξε το ξύλινο καπάκι, προς τα πάνω, που το κάλυπτε ολόκληρη η κουρελού. Η αγωνία της Αϊσέ όλο και μεγάλωνε. Φοβήθηκε μήπως ο Ρεσίτ την εγκλείσει στο υπόγειο που θα ήταν ο χώρος, όπου θα εκδικούνταν, γιατί ήταν αλλόπιστη. Τη χάιδεψε τρυφερά και την προέτρεψε να τον ακολουθήσει ξεδιπλώνοντας τα σκαλιά. Λίγο προτού πατήσουν το τελευταίο σκαλί, ο Ρεσίτ άναψε μια γκαζόλαμπα, που κρεμόταν από έναν ξύλινο στύλο. Ο χώρος φωτίστηκε αμυδρά και φάνηκε μια σειρά αγίων με παχιές γενειάδες και βλέμμα υπακοής. Ύστερα άναψε ένα καντήλι, που ήταν τοποθετημένο μπροστά στην Παναγία της Γλυκοφιλούσας, που κρατούσε αγκαλιά τον μονογενή της τρυφερά.

Έμεινε βουβή από την έκπληξη η Αϊσέ. Θεέ μου, τι παιχνίδι μού παίζει ο Ρεσίτ; Ποια σχέση μπορεί να έχει ο εχθρός της πίστης μου με την πίστη μου; μουρμούρισε τόσο ψιθυριστά, ώστε μόνο αυτή άκουγε τη φωνή της.

Ο Ρεσίτ, ένας άνθρωπος με ευαίσθητη ψυχή, που ήξερε να διαβάζει τις ψυχές των συνανθρώπων του, έσπευσε να δώσει τέλος στην αγωνία της Αϊσέ.

-Άκουσε, ψυχή μου Αϊσέ, μη νομίσεις ότι όλα όσα βλέπεις είναι μια απάτη. Δεν είμαι αυτός, που νομίζεις. Είμαι κι εγώ σαν εσάς. Δικός σας είμαι! Πλησιάζει η μεγάλη μας γιορτή και πρέπει να δεχτούμε στην ψυχή μας Αυτόν, που ήρθε στον κόσμο να μας σώσει κι εμείς τον σταυρώσαμε. Κανόνισα μέσω του Γιουσούφ, κι αυτός δικός μας είναι, Νικόλα τον λένε, να έρθει ο Ιμάμης Ρεούφ από το Αντρεάντων την παραμονή των Χριστουγέννων να μας λειτουργήσει και να μας μεταλάβει. Και αυτός δικός μας είναι, παπα-Νικόλα τον λένε. Ετοιμάσου. Μέχρι την ημέρα εκείνη ούτε λάδι δεν πρέπει να βάλουμε στο στόμα μας. Πρέπει να καθαρίσουμε την ψυχή μας και το σώμα μας. Μόνο έτσι θα δεχθεί ο Χριστός να μπει στην ψυχή μας. Και όπως σου είπα. Το στόμα σου κλειστό. Τουρκάλα την ημέρα, χριστιανή τη νύχτα. Αϊσέ θα σε φωνάζουν στη γειτονιά, εγώ όμως θα σε λέω Μαρία. Δε συμφωνείς; Τι ευλογία για μένα να έχει το όνομα μιας πονεμένης μάνας! Μα κι εγώ δεν είμαι ο Ρεσίτ. Θόδωρο με λένε. Αυτό το όνομα μού έδωσε μια νύχτα ο Παπα-Καλλίνικος. Δεξάμενός μου ήταν ο Μπεκίρ, Ανέστη τον έλεγαν. Χάθηκε ένα βράδυ χωρίς να μάθει κανείς πώς.

Οι μέρες κύλησαν κι ένα βράδυ, που το χιόνι έπεφτε τούφες – τούφες, ο Ιμάμης Ρεούφ έφτασε με χίλιες δυο προφυλάξεις στο καντάκι του Ρεσίτ Αγά. Τους λειτούργησε κι ύστερα τους κοινώνησε. Η Αϊσέ τρισευτυχισμένη ένιωθε πως ζούσε μια παραμυθένια νύχτα. Κι όμως όλα ήταν αληθινά, μα και επικίνδυνα. Η ζωή τους κρεμόταν από μια κλωστή. Μαρτυρική η ζωή των Κλωστών, όμως επιβεβλημένη. Πώς αλλιώς θα επιβίωνε ο γκιαούρης στα τετρακόσια χρόνια, που του είχαν απαγορεύσει τη θρησκεία και τη γλώσσα του; Δεν τον ένοιαζε όμως, αν έχανε το κεφάλι του για χάρη του γλυκυτάτου Ναζωραίου, του θεμελιωτή της αληθινής Αγάπης. Την πίστη, που του χάρισαν οι γονείς του, την κρατούσε βαθιά στην ψυχή του! Ήταν το εφτασφράγιστο μυστικό του.