ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η’ ΠΡΟΣ ΕΥΑΓΡΙΟΝ II
ΑΡΘΡΟ
Του Γ.Κ. Χατζόπουλου
τ. Λυκειάρχη
Σου γράφω και πάλι, λαμπρέ μου φίλε Ευάγριε, από το ερημητήριό μου! Όπως όλα στη ζωή, έτσι και η απομόνωση έχει ημερομηνία λήξης. Δε θα ‘λεγα ότι «γέμισα αρκετά τις μπαταρίες μου». Μεσολάβησαν κάποια γεγονότα, που τάραξαν αρκετά την απομονωτική γαλήνη μου. Συμβαίνουν, δυστυχώς, και οι παρενέργειες, όμως αυτές πολλές φορές λειτουργούν ως ταρακούνημα για να διαπιστώσεις ότι όλα στη ζωή δεν είναι ρόδινα. Είναι συνήθης η κατάσταση να νιώθεις πιο πολλές φορές πικρίες, και λιγότερες φορές χαρές, κι αυτές αδύναμες, που μοιάζουν με φρύγανα, τα οποί, λίγα λεπτά μετά το άναμμά τους, καταλαγιάζουν γεμίζοντας την ψυχή σου με πικρία.
Όσο κι αν η ψυχή σου, καλέ μου φίλε Ευάγριε, είναι σφυρηλατημένη πάνω στο αμόνι της υπομονής και της αισιοδοξίας, έρχονται στιγμές, κατά τις οποίες, λυγίζεις, αγανακτείς και εκρήγνυσαι.
Όμως σ’ αυτές τις στιγμές θα πρέπει να ενισχύσεις την ψυχή σου με δυνάμεις, ώστε να μην καταστείς ρίψασπις.
Η ζωή είναι προκλητική και μάλιστα μερικές φορές είναι τόσο μεγάλη η πρόκληση, ώστε σε απειλεί να σε πάρει από κάτω. Αλλοίμονό σου, αν καταθέσεις τα όπλα. Χάθηκες! Και μαζί σου χάνονται όλα, όσα αρκετά χρόνια έχτισες.
Δεν ξέρω πόσο δίκιο είχε εκείνος ο βουκολικός ποιητής, τον Θεόκριτο εννοώ, που επέμενε να σαλπίζει τον φιλοσοφικό του βαρύγδουπο λόγο: «Θαρσείν χρή τάχ’ αύριον έσσεται άμεινον»!
Και μ’ αυτήν την προτροπή, δεν σου μένει περιθώριο άλλο, από το να συνέλθεις αντιμαχόμενος την ολέθρια απαισιοδοξία και να βροντοφωνάξεις ενδόμυχα! Όχι δεν καταθέτω τα όπλα. Θα παλέψω, δεν θα λυγίσω, δεν θα περιθωριοποιηθώ, δεν θα κάνω τη χάρη σ’ εκείνους, που εύχονται την περιθωριοποίησή μου. Θα τους αφήσω να ζουν με μια τέτοια ψευδαίσθηση. Και δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο για πρώτη φορά. Στις δεκαετίες της ζωής μου δοκίμασα κι άλλες τέτοιες προκλήσεις. Και άντεξα. Ευχαριστώ τον Μεγαλοδύναμο που στις δύσκολες στιγμές, μου στέλνει την αύρα της αισιοδοξίας. Ευχαριστώ ακόμη τον Άγιο μου Γεώργιο, τον βιώσαντα πολύπλαγκτον βίον, που μου έκανε την τιμή να ασχοληθώ με τη ζωή του κοντά μισόν αιώνα και που στις δύσκολες στιγμές, που συνήθως βιώνω, επικαλούμαι την προστασία του. Και δεν μου την αρνείται. Πενιχρό, μα γεμάτο ευλάβεια και επιβεβλημένη ταπεινότητα είναι το υμνητικό πόνημα, που βλέπει το φως της σύνθεσης στο χώρο του θερινού ερημητηρίου.
Στον ευκαιριακό αναλογισμό αντιπαρέρχομαι τις πικρίες, που δοκίμασα από κάποιους ενδεδυμένους το αγγελικό σχήμα, γιατί τόλμησα να καταγράψω, όσο μπορούσα πιο κοντά στην αλήθεια, τον ψυχωφελή του λόγο, έναν λόγο που στήριξε κλυδωνιζόμενες ψυχούλες, τις κράτησε και τις κρατεί στητές κι ολόρθες.
Αλήθεια πόσο άδεια θα ήταν η ζωή μας, αν έλειπαν από το πρόσκαιρο διάβα μας αγιασμένες μορφές;
Αυτές αναμφίλεκτα είναι εκείνες, που μας κρατούν στη ζωή, απαλύνουν το φαρμάκι της πικρίας και κρατώντας μας σφιχτά το χέρι μας βοηθούν να μην τρεκλίζουμε.
Αυτά τα λακωνικά βρήκα την ευκαιρία να σου γράψω από εδώ από το ερημητήριό μου. Δεν ξέρω αν σε βοηθώ. Ένα πράγμα μόνο να ξέρεις. Έχεις πάντα την ειλικρινή μου αγάπη, καλέ μου φίλε Ευάγριε.
Ο Δάσκαλός σου