Πρωταγωνιστής του Γαστρονομικού Φεστιβάλ της Δράμας, αλλά και γενικότερα της προσπάθειας ανάδειξης της γαστρονομικής ταυτότητας της Δράμας, είναι ο σεφ Τζόναθαν Χάρνετ. Ένας πολίτης του κόσμου, ο οποίος γεννήθηκε στον Καναδά, έζησε σε πολλές χώρες, πριν δεθεί με την Ελλάδα, όπου παντρεύτηκε και απέκτησε δύο παιδιά.
Σε δηλώσεις του στα τοπικά Μ.Μ.Ε., ο κ. Χάρνετ, ο οποίος συμμετείχε στο πρόσφατο Master Chef, εξήγησε πως γνωρίστηκε πριν από τρία χρόνια με τον κ. Άγγελο Καλλία, Πρόεδρο της Ένωσης Ξενοδόχων και πως δέχτηκε την πρόταση να συμμετάσχει στην προσπάθεια ανάδειξης της γαστρονομικής ταυτότητας της Δράμας.
«Πιστεύω ότι η Ελλάδα έχει φανταστικά προϊόντα για πρώτες ύλες, που δεν τα φτάνει κανείς. Δεν έχουμε να ζηλέψουμε ούτε την Ιταλία, ούτε τη Γαλλία. Υπάρχει μια σοβαρή έλλειψη οργάνωσης, χωρίς να θέλω να προσβάλλω κανένα, σε αυτά τα πράγματα», ανέφερε ο κ. Χάρνετ και μιλώντας ειδικά για τα προϊόντα που του έκαναν εντύπωση στη Δράμα σημείωσε: «Πρέπει να δείξει τα άγρια μανιτάρια. Τα δάση εδώ, στο Σιδηρόνερο και πιο πάνω στην Ελατιά, είναι από τα πιο καθαρά μέρη, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στην Ευρώπη. Είναι το πιο παρθένο δάσος που έχει μείνει. Είναι προστατευμένο και είναι πολύ καθαρό. Είναι μέρη που δεν τα βρίσκεις εύκολα πουθενά. Οπότε σε αυτό τα μέρος, επειδή είναι τόσο καλό και τόσο καθαρό, παράγονται πάρα πολλά μανιτάρια. Πήγα με τον κ. Παναγιώτη (σ.σ. Γρηγοριάδη) και μέσα σε ένα μισάωρο είχαμε γεμίσει δύο καλάθια με 6-7 διαφορετικές ποικιλίες. Τέτοιο πλούτο από τη φύση δεν βρίσκεις.
Γενικά μου έκαναν εντύπωση τα άγρια προϊόντα. Πήγα στο Παρανέστι και είδα άγρια δαμάσκηνα, κράνα, μήλα, βατόμουρα… Εδώ η γη από μόνη της δίνει πράγματα, για να μαζέψεις άγρια προϊόντα.
Άλλο που μου έκανε εντύπωση και δεν το περίμενα είναι τα βιολογικά προϊόντα που υπάρχουν εδώ. Τυρί, λάδι, λαχανόκηποι. Χαίρομαι που βλέπω ανθρώπους που στηρίζουν τη βιολογική καλλιέργεια της γης. Πιστεύω πως είναι πάρα πολύ σημαντικό. Έχω κι εγώ δύο παιδιά. Θέλω να δουν ένα μέλλον με σεβασμό για τη φύση.
Είδα πολύ ωραία τυριά. Πολύ καλά κρέατα. Είναι εδώ ο κ. Άρης (σ.σ. Αμαραντίδης), ο οποίος έχει γίνει φίλος, πήγα και στη φάρμα του. Είναι ο πρώτος άνθρωπος στην Ελλάδα που έχει φέρει μια ποικιλία Wagyu (μοσχάρι). Είναι ο πρώτος που έχει φέρει αυτή τη ράτσα από τη Γερμανία. Εκτιμώ πάρα πολύ την προσπάθεια και τους ανθρώπους που θέλουν να δουν κάποια προϊόντα λίγο ξεχωριστά, λίγο διαφορετικά, και τολμάνε να λένε ότι εδώ θα τα κάνουμε και θα τα καλλιεργήσουμε».
Ο γνωστός σεφ εξέφρασε τη σιγουριά του η Δράμα μπορεί να αναπτύξει τη γαστρονομική της ταυτότητα, τονίζοντας: «Έχει όλα τα σωστά υλικά για να γίνει. Έχει ορεινά μέρη, έχει κάμπους, έχει πάρα πολύ νερό. Λόγω των βουνών που είναι γύρω – γύρω (Μενοίκιο, Φαλακρό, Παγγαίο) έχει μικροκλίματα. Η Δράμα είναι πολύ γνωστή για τα κρασιά της, λόγω του μικροκλίματος που έχει. Κι αυτό ισχύει και για τα φαγητά. Μπορείς να καλλιεργήσεις πάρα πολλά πράγματα. Πέρα από τη φυσική ομορφιά που δίνει η γη. Επίσης βλέπω ότι η Ελλάδα έχει ιστορία. Όλη η Ελλάδα βέβαια έχει ιστορία. Ως Καναδός, το πιο παλιό κτήριο στη χώρα μου έχει 400 χρόνια. Αλλά από τα αρχαία χρόνια, περνώντας όλες αυτές τις εποχές, έχει περάσει και διάφορα στάδια. Στη Δράμα ήρθαν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία, την Κωνσταντινούπολη, την Καππαδοκία… Έχει επιρροές εννοείται από Θράκη η κουζίνα εδώ.
Οπότε δύο πράγματα μπορούν να γίνουν, όταν βλέπεις ότι υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα. Ή μπορείς να πεις ότι δεν έχει ταυτότητα, είναι διαφορετικά κομμάτια. Ή μπορείς να δεις το σύνολο και να πεις ότι αυτός ο πολύπλευρος χαρακτήρας είναι κι αυτός μια ταυτότητα. Ίσως επειδή ο πατέρας μου ήταν από τη Νέα Υόρκη, περπατάς στη Νέα Υόρκη και βλέπεις κόσμο από παντού, από όλες τις κουλτούρες, με διαφορετικές επιρροές, κι όλα αυτά στο τέλος γίνονται ένα πράγμα.
Πιστεύω ότι η Δράμα μπορεί να στηρίζει λίγο περισσότερο όλες αυτές τις ποικιλίες κουλτούρας που έχουν περάσει από εδώ. Μέχρι και τον μοντερνισμό… Εμένα που είμαι από άλλη χώρα, έχω αποφασίσει να μένω στη Θεσσαλονίκη πολλά χρόνια, αλλά έρχομαι συχνά στη Δράμα, μου αρέσει πάρα πολύ. Οπότε θέλω να φέρω και τις επιρροές τις δικές μου, από διαφορετικές κουζίνες, διαφορετικά πράγματα, να βοηθήσω για να σηκώσω όσο μπορώ όλη την περιοχή».
Όσον αφορά το «Διονυσιακό μενού», ο κ. Χάρνετ εξήγησε: «Είναι κάτι που ξεκινάει τώρα. Είναι κάτι που έχει διάρκεια. Δεν πάμε να κάνουμε ένα φεστιβάλ και να τελειώσουμε. Το διονυσιακό μενού είναι κάτι που έχουμε στήσει μαζί με την Ένωση Ξενοδόχων σαν ένα ζωντανό οργανισμό. Χρησιμοποιώντας τα προϊόντα που έχει η περιοχή, βάζοντας πιάτα, βλέποντας την ταυτότητα από διαφορετικούς συλλόγους, γιατί υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που ξέρουν τις συνταγές από Πόντο, από Θράκη, από Μικρά Ασία. Θέλω να πάρω πληροφορίες και επιρροές από όλα αυτά. Να τα ανακατέψω λίγο με το δικό μου χέρι. Να μην κολλάμε μόνο στην παράδοση, ότι έτσι κάνανε, έτσι τα τρώγανε. Να είναι ζωντανός οργανισμός και όλα αυτά τα προϊόντα να βγαίνουν σε δημιουργικά πιάτα από εδώ και πέρα».