ΑΡΘΡΟ

Της Τόλης Καραγιαννίδου – Τσολπίδου

Συνταξιούχου τραπεζικής υπαλλήλου πρώην Α.Τ.Ε.

 

Ορμώμενη από το θεατρικό έργο του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Σερρών που θα πραγματοποιηθεί στις 27 και 28 Ιούλη, θέλησα να βρω επεξηγήσεις κάποιων λέξεων (από το λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής γλώσσας) πηγαίνοντας παραπέρα το θέμα.

Θέση ισχύος: Σωματική ή υλική δύναμη, εξουσία, επιβολή από πλεονεκτική θέση για την επίτευξη ενός σκοπού με πολιτική ή κοινωνική επιρροή και προστασία από νομικό κύρος, προς όφελος και εξουσία. Όμως πολλές φορές στους αγανακτισμένους που ακολουθούν το άτομο αυτό υπάρχουν διαρροές που δεν τις είχε φανταστεί, έτσι για να κάνει την αυτοκριτική του, που δεν θα κάνει…

Κάποιος λοιπόν που είναι σε πλεονεκτική θέση μπορεί να αντλεί δύναμη, ώστε να επιβάλλεται έχοντας μαζί του και τους παρατρεχάμενους.

Τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί δεν έχουν αποδεικτική ισχύ, αλλά λόγω της πλεονεκτικής του θέση τα επιβάλλει με την αλαζονεία που τον κατέχει.

Επιβάλλω – επιβάλλομαι: Κατορθώνω να με υπακούουν. Αναγκάζω να γίνει κάτι, εδραιώνομαι, κάνω πραγματικότητα αυτό που με συμφέρει ή με τη θέση ισχύος στην όποια βρίσκομαι ή και με βία, τρομοκρατία, αναγκάζοντας και υποχρεώνοντας κάποιους να πράξουν σύμφωνα με τις δικές μου επιθυμίες.

Υπόσχομαι: Δίνω ελπίδες, τάζω, αρκεί να πετύχω τον σκοπό μου.

Υπό+ίσχω (αρχαία λέξη): Τάζοντας ή προσφέροντας πολλά χρησιμοποιώ δόλια μέσα.

Ελέγχω (αρχαία ελλ. λέξη): Ελέγχω, παρακολουθώ, επικρίνω, ανασκευάζω, αποδεικνύοντας ως ανακριβές το σωστό για δικό μου όφελος. Ενεργώ δηλαδή έτσι ώστε να μπορώ να διευθύνω, να διευθετώ, να εξουσιάζω, να καθορίζω αυτό που θέλω έχοντας την κυριαρχία.

Διαβάζοντας το κείμενο, κάποιους θα τους αγγίξει, κάποιους όχι, κάποιους ας τους προβληματίσει.