ΑΡΘΡΟ

του Παναγιώτη Χατζηγεωργίου

Δικηγόρου Δράμας

 

 

(«κι αν σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές, είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα» Γ.Σεφέρης)

(«γιατί εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδελφέ μου απ’ τον κόσμο, εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο» Γ. Ρίτσος)

 

 

Το λοιπόν ήταν μια φορά κι ένα καιρό ένα χωριουδάκι κοντά στη Δράμα, που το ‘λεγαν Κουδούνια. Οι κάτοικοι λιγοστοί. Θρακιώτες, Μικρασιάτες, Πόντιοι. Δύσκολα χρόνια. Ξεριζωμός, Προσφυγιά, καινούργια σπίτια, νέα ζωή, λιγοστός κλήρος, φτώχια.

Ρίζωσαν στη νέα τους πατρίδα. Δούλεψαν τη γης, την αυγάτισαν. Κάνανε παιδιά κι αυτά με τη σειρά τους παντρεύτηκαν, γεννοβόλησαν, μεγάλωσε το χωριό, προόδευσε.

Η νέα γενιά είχε στο αίμα της τις παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα των προγόνων της. Ανάμεσα σε αυτά και τη βαθιά πίστη στο Θεό. Αυτή που κράτησε όρθιους ακόμα και στα πιο δύσκολα χρόνια το χωριό και τους κατοίκους του.

Κάθε των Φώτων όλο το χωριό εκκλησιάζονταν. Χοροστατούντος του παπά, πορεύονταν προς το ποταμάκι, που περνούσε από την άκρη του χωριού, δίπλα στα τελευταία σπίτια. Ανάβλυζαν τα γάργαρα νερά από τις ονομαστές πηγές της Αγίας Βαρβάρας.

Από το γεφυράκι ρίχνονταν ο Σταυρός στο ποτάμι. Τα παλικάρια πήδαγαν στα νερά, διαγκωνίζονταν να τον πιάσουν. Όλο το χωριό έπινε αγιασμό από το ποτάμι. Κάθε οικογένεια έπαιρνε στο σπίτι ένα μπουκαλάκι από τα αγιασμένα ύδατα, να ‘χουν να πίνουν.

Με τον καιρό ο τόπος «πρόκοψε». Η πόλη απέκτησε αποχετευτικό δίκτυο και τα λύματά της έπεφταν στο ποτάμι, που κυλούσε δίπλα στο χωριό. Για βιολογικούς καθαρισμούς τότε ούτε λόγος. Κτίσθηκε δίπλα στο χωριό και εργοστάσιο. Τα λύματα της Σόφτεξ επίσης ρίχνονταν μέσα στο ποταμάκι αυτό. Τα φίλτρα καθαρισμού προφανώς ήταν τότε πολυτέλεια και θα ήταν ασύμφορη για την εταιρία η τοποθέτησή τους.

Κατά διαστήματα ξεβράζονταν ψόφια ψάρια, αλλά οι χωριανοί αρχικά δεν έδωσαν σημασία. Όταν όμως παιδιά που κολυμπούσαν, αλλά κι όσοι ψάρεψαν κι έφαγαν καραβίδες και ψάρια, έβγαλαν εξανθήματα και φλύκταινες, έγινε αντιληπτό πως τα νερά ήταν πλέον μολυσμένα. Οι χωριανοί έπαψαν να κολυμπούν στο ποταμάκι τους. Σταμάτησαν να ψαρεύουν στα νερά του.

Τα Φώτα πλέον ο Σταυρός δεν ρίχνονταν στα νερά του ποταμού, δεν πήδαγαν πλέον νέοι για να τον πιάσουν. Ο παπάς έριχνε το Σταυρό στην κολυμπήθρα μέσα στο Ναό. Οι χωριανοί παίρνανε αγιασμό από το νερό της βρύσης, που είχε αγιαστεί στην κολυμπήθρα και όχι από το ποταμάκι τους.

Συνέχισαν να πιστεύουν βαθιά στο Θεό. Να λατρεύουν τα Φώτα. Να αγιάζουν τα νερά. Να πίνουν αγιασμό. Αλλά πρόσεχαν και την υγεία τους. Γιατί όπως έλεγαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, δεν πρέπει να αφήνεις την υγεία σου και τη ζωή σου στους θεούς και την τύχη μόνο, αλλά να παίρνεις και εσύ τα μέτρα σου.

Υ.Γ. Αφορμή για να ειπωθεί αυτό το ολότελα αληθινό παραμύθι συμβάντα του καιρού μας:

1. Αρχιμανδρίτης στο Αμύνταιο, που τέλεσε τον αγιασμό σε σχολική μονάδα, δίχως να φοράει μάσκα, ήθελε να φιλήσουν το Σταυρό οι μαθητές βγάζοντας τη μάσκα τους

και δεν το επέτρεψε η Λυκειάρχης. Ο ιερωμένος καταφέρθηκε σκαιότατα εναντίον της, δίχως κανείς από τους παρόντες μεγαλόσχημους προύχοντες να τον επαναφέρει στην τάξη, τονίζοντάς του πως δεν ζούμε στο Ιράν, δεν τελούμε υπό θεοκρατικό καθεστώς και πως δεν καθορίζει αυτός τους κανόνες.

2. Σε αγιασμό, που τελέσθηκε σε μεγάλο Νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, ο ιερέας επίσης άγιαζε ιατρούς, νοσηλευτικό προσωπικό και ασθενείς, που ασπάζονταν το Σταυρό βγάζοντας τη μάσκα, δίχως την τήρηση των απαραίτητων πρωτοκόλλων και μέτρων προστασίας.

Το δίδαγμα από το παραμύθι είναι ότι οι συγχωριανοί μου και ο παπάς του χωριού μας στη μακρινή δεκαετία του ‘70 δεν χρειάζονταν ειδικούς και την Κυβέρνηση για να πεισθούν πως δεν πρέπει να κολυμπούν και να ψαρεύουν στο ποταμάκι, αλλά και να πίνουν αγιασμό από τα νερά του. Αρκούσε η κοινή λογική για να αποκρούσει ταλιμπάν του εθνικισμού και της θρησκοληψίας.