Από το ιατρείο ενός πραγματικού γιατρού μέχρι τη διάγνωση ενός ψηφιακού γιατρού τεχνητής νοημοσύνης, ένα… κλικ δρόμος. Πόσο, όμως, θα μπορούσαμε να εμπιστευτούμε μια τέτοια διάγνωση;

Από την πρόληψη του καρκίνου του μαστού μέχρι την ακρίβεια σε διαφορετικές διαγνώσεις και τον εμπλουτισμό των θεραπευτικών επιλογών, έχουμε πλέον διαπιστώσει ιδίοις όμμασι τα πλεονεκτήματα της τεχνητής νοημοσύνης στην ιατρική κοινότητα. Πόσο, όμως, είμαστε τελικά πρόθυμοι να… χτυπήσουμε την πόρτα ενός ψηφιακού γιατρού, παρά ενός κανονικού γιατρού;

Σύμφωνα με νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο PLOS Digital Health, περίπου το 52% των συμμετεχόντων θα επέλεγαν έναν ανθρώπινο γιατρό αντί για την τεχνητή νοημοσύνη, για να λάβουν μια διάγνωση και θεραπεία.

Ειδικότερα, η ερευνητική ομάδα, με επικεφαλής ερευνητές του Πανεπιστημίου Επιστημών Υγείας της Αριζόνα, διαπίστωσε ότι οι περισσότεροι ασθενείς δεν είναι ακόμα πεπεισμένοι για την αξιοπιστία των διαγνώσεων, έτσι ώστε να εμπιστευτούν την τεχνητή νοημοσύνη.

«Αν και πολλοί ασθενείς είναι διστακτικοί στη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης, η ακρίβεια των πληροφοριών και η εξοικείωση των ασθενών με τις διάφορες πλατφόρμες τεχνητής νοημοσύνης θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αύξηση της αποδοχής» ανέφερε σχετικά ο δρ. Marvin J. Slepian, Καθηγητής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο Επιστημών Υγείας της Αριζόνα.

 

Βοηθητικό και διαγνωστικό εργαλείο 

Για τη διεξαγωγή της μελέτης, οι ερευνητές τοποθέτησαν τους συμμετέχοντες σε υποθετικά σενάρια, στα οποία ήταν εικονικοί ασθενείς και τους ρώτησαν εάν θα προτιμούσαν για τη διάγνωση και τη θεραπεία τους ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης ή έναν φυσικό γιατρό και υπό ποιες συνθήκες.

Σε πρώτη φάση, οι επιστήμονες διεξήγαγαν δομημένες συνεντεύξεις με πραγματικούς ασθενείς, δοκιμάζοντας τις αντιδράσεις τους στις τρέχουσες και μελλοντικές τεχνολογίες τεχνητής νοημοσύνης.

Στη δεύτερη φάση, οι ερευνητές εξέτασαν 2.472 συμμετέχοντες από διάφορες εθνοτικές και κοινωνικοοικονομικές ομάδες, χρησιμοποιώντας μια τυφλή, τυχαιοποιημένη έρευνα που εξέτασε οκτώ μεταβλητές.

Συνολικά, οι διαφορές δεν ήταν τόσο μεγάλες ανάμεσα στις δύο ομάδες: το 52% των συμμετεχόντων επέλεξε τα φυσικά πρόσωπα – γιατρούς, σε αντίθεση με περίπου το 47% που επέλεξε μια διαγνωστική μέθοδο που προσφέρει η τεχνητή νοημοσύνη.

Όπως παρατήρησαν όμως, όταν οι συμμετέχοντες είχαν ενημερωθεί ότι οι γιατροί πρωτοβάθμιας περίθαλψης θεωρούσαν την τεχνητή νοημοσύνη ανώτερη και χρήσιμη ως συμπλήρωμα της διάγνωσης ή αν τους ωθούσαν με άλλο τρόπο να βλέπουν θετικά την τεχνητή νοημοσύνη, η αποδοχή της από τους συμμετέχοντες στη μελέτη κατά την επανεξέταση αυξήθηκε. Αυτό σηματοδότησε τη σημασία του ανθρώπινου ιατρού στην καθοδήγηση της απόφασης του ασθενούς.

Σημαντικό θεωρείται επίσης το γεγονός ότι η σοβαρότητα της υποτιθέμενης νόσου δεν επηρέασε την εμπιστοσύνη των συμμετεχόντων στην τεχνητή νοημοσύνη. Όπως -μάλλον- ήταν αναμενόμενο, οι ηλικιωμένοι συμμετέχοντες είχαν λιγότερες πιθανότητες να επιλέξουν την τεχνητή νοημοσύνη, όπως και όσοι αυτοπροσδιορίζονταν ως πολιτικά συντηρητικοί ή θεωρούσαν τη θρησκεία σημαντική.

Εν τέλει, οι ερευνητές καταλήγουν στο γεγονός ότι η ανθρώπινη επαφή θα μπορούσε να βοηθήσει τις κλινικές πρακτικές να χρησιμοποιήσουν την τεχνητή νοημοσύνη προς όφελός τους και να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των ασθενών.

 

Πηγή: ygeiamou.gr