ΑΡΘΡΟ

Του Captain Νικόλαου Κ. Μεταξά

ATPL

AIRLINE PILOT

B737NG AIRBUS 320

Ως πότε, επιτέλους…

 

Απευθύνομαι στους αρσενικούς, όλων των ηλικιών! Ναι, επειδή ακόμα και οι 50αρηδες, 60αρηδες, ακόμα και οι έμπειροι, και οι πιο περπατημένοι της ζωής, δεν ξέρουν τι ακριβώς πράμα είναι η γυναίκα. Και είναι βέβαιο πως δεν πρόκειται να λυθεί και στις επόμενες γενεές το «Μυστήριο» που λέγεται Γυναίκα.

Κύριοι, φθάσαμε μέχρι εδώ. Οι γυναίκες να λένε σήμερα «Δεν υπάρχουν άνδρες…». Όχι όλες, βέβαια. Όχι η κάθε γυναίκα, βέβαια. Ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες πολλές, πολύ περισσότερες από ποτέ γυναίκες προχώρησαν στην εν λόγω… ανακάλυψη. Ένοιωσαν στο πετσί τους την πληροφορία ότι «Δεν υπάρχουν άνδρες αληθινοί.

Γιατί κανένας ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΑΝΔΡΑΣ δεν μπορεί να σκοτώνει μια ΓΥΝΑΙΚΑ, για ένα κύριο και σημαντικότατο λόγο, μιας και ήρθε στην ζωή από μια ΓΥΝΑΙΚΑ.

Συγκλονίζουν οι γονείς κάθε βιασμένης και δολοφονημένης Ελένης, Δώρας, Βασιλικής, Κωνσταντίνας, Καρολάιν, Γαρυφαλλιάς, Εύας, Βίκυς, Άιντας, Κατερίνας, Γεωργίας, Αννίσας…

Δεκαεφτά μέσα μόνο στο 2021. Είκοσι μέσα στο 2022, οι δύο σε λιγότερες από 48 ώρες. Δεν έχει σταματημό η μαύρη λίστα των γυναικών που χάνουν τη ζωή τους από το χέρι κάποιου. Τι και αν το ελληνικό δικανικό σύστημα δεν έχει ακόμα αναγνωρίσει τη «γυναικοκτονία» νομικά ως όρο, η θλιβερή πραγματικότητα τον επαναφέρει σχεδόν μια φορά το μήνα.

Θα το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή, 4 Δεκεμβρίου του 2018, πτήση από Ρόδο για Θεσσαλονίκη, μεταφέροντας ως αποσκευή το φέρετρο της Ελένης Τοπαλούδη.

Γυναίκες μητέρες, σύντροφοι, ερωμένες δολοφονούνται από συζύγους, συντρόφους, γιους, από τα ίδια τα πρώην ή νυν μέλη της οικογένειάς τους ή από ένα πρόσωπο που εμπιστεύονται. Όσο και αν τα τελευταία χρόνια τα Μ.Μ.Ε. χρησιμοποιούν τον όρο «γυναικοκτονία» και δίνουν έμφαση στα εγκλήματά αυτά, η έμφυλη βία δεν φαίνεται να φθίνει. Αντιθέτως, δείχνει πόσο βαθιά ριζωμένη είναι στην ελληνική κοινωνία και στο μυαλό του Έλληνα άντρα.

Όταν η «Λογοτεχνικότητα του Πένθους» προκαλεί ρίγη συγκίνησης.

Αν η αρχαία τραγωδία καλούταν να επέλεγε την προσωποποίησή της ανάμεσα από τη μακρά λίστα με τα ανθρώπινα δεινά, είναι βέβαιο ότι θα επέλεγε το πρόσωπο «Γονέας που χάνει το παιδί του».

Κι όμως, ακόμη και σ’ αυτήν την ακραία συνθήκη, ακόμη και σ’ αυτήν την κορυφαία τραγωδία, υπάρχουν λεπτομέρειες που κάνουν ακόμη πιο δυσβάσταχτη την απώλεια.

Όσο κι αν στην απώλεια δεν χωρά η σύγκριση, είναι βέβαιο ότι αν ένας γονιός ενημερωνόταν από τη μοίρα για την επικείμενη συμφορά του και του δινόταν η μακάβρια δυνατότητα να εδιάλεγε το τέλος του σπλάχνου του, θα αισθανόταν την απόλυτη φρίκη μπροστά στο ενδεχόμενο να έφευγε το παιδί του από τη ζωή με τον τρόπο που έφυγε η Ελένη Τοπαλούδη.

Ένα κορίτσι στο άνθος της ηλικίας του, στο άνθος της ζωής του, με όλα του τα όνειρα σε πλήρη ανάδυση, έμελλε να γίνει σύμβολο του μαρτυρικού θανάτου, δύο νεαρά μιάσματα, δύο εξαμβλώματα της Πατριαρχίας, δύο ψευτόμαγκες που ήταν γαλουχημένοι με τα βάρβαρα φαλλοκρατικά στερεότυπα, διέπραξαν τον βιασμό της, την άγρια σωματική-ψυχική κακοποίησή της, ενώ στη συνέχεια πετάξανε στα βράχια και στη θάλασσα το ημιθανές κορμί της, προκειμένου να απέσειαν τις ευθύνες των αποτρόπαιων πράξεών τους από το σαθρό τομάρι τους.

Έκτοτε, δύο γονείς παλεύουν να δικαιώσουν τη μνήμη τού αδικοχαμένου παιδιού τους, έχοντας τη ψυχοφθόρο επίγνωση ότι η μοναδική αληθινή δικαιοσύνη είναι ανέφικτη.

Η Κάθε Ελένη δεν γυρίζει πίσω.

Η Κάθε Κούλα Μάνα.

Ο Κάθε Γιάννης Πατέρας.

Ο Κάθε Πέτρος Γιος.

Στο καθημερινό προσκλητήριο αυτής της οικογένειας, η Ελένη Τοπαλούδη συνοδεύεται από τις 4 Δεκεμβρίου 2018 με τη λέξη «ΑΠΟΥΣΑ».

Σε μια εξαιρετική εκπομπή της Ναταλίας Γερμανού, οι γονείς της βιασμένης και δολοφονημένης Ελένης έκαναν παρέμβαση -ανήμερα της τέταρτης αποφράδας επετείου τους, και στον απόηχο ακόμα μίας γυναικοκτονίας που συνέβη στον Πειραιά- προκειμένου να μιλήσουν για τα πνιγηρά πρακτικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν στον μακροχρόνιο δικαστικό «Γολγοθά» τους (ένας «Γολγοθάς» που είναι κοινός τόπος μαρτυρίου σε κάθε αντίστοιχη περίπτωση).

Πόνος. Οδύνη. Συντριβή. Πένθος.

Κι όμως, είναι έτσι δομημένες η Ζωή και η Δικαιοσύνη, που δεν επιτρέπουν την απερίσπαστη συναισθηματική προσήλωση, αλλά έρχονται να συνεισφέρουν στην έτι περαιτέρω ταλαιπωρία των ανέφταιγων.

Τεράστια έξοδα απαιτούνται για τις νομικές διαδικασίες, οι δεκαεπτά μετακινήσεις από το Διδυμότειχο στην Αθήνα και η κατοπινή επιστροφή στα οικεία εδάφη γίνονται βασανιστικές ταξιδιωτικές παλινδρομήσεις, το κράτος απόν, η γραφειοκρατία παρούσα, η νομοθεσία -υπό τη μορφή της πρόνοιας- απούσα.

Εντέλει σε αυτήν τη χώρα, δύο είναι οι κατάρες της:

Οι Παρόντες και οι Απόντες.

Και το ακόμη τραγικότερο είναι ότι αμαυρώνεται και κηλιδώνεται η απουσία της κάθε «Τοπαλούδη», καθώς έχουμε επίσης απούσες την Πρόνοια, τη Νομοθεσία, τη Δικαιοσύνη.

Μαγαρίζεται κι η Απουσία.

Η μάνα της Ελένης, η Κούλα.

Ο πατέρας της Ελένης, ο Γιάννης.

Δύο άνθρωποι της διπλανής πόρτας, με ανακτορική αξιοπρέπεια, που απαιτούν και δεν επαιτούν, που αντέχουν κι ας μην αντέχουν, που υπομένουν αγόγγυστα κι ας ουρλιάζουν από άλγος, που μένουν όρθιοι κι ας καταρρέουν.

Η μάνα της Ελένης, η στιβαρή, η συμπαγής, η «κολώνα τού σπιτιού», που παρά την τεράστια και ανεπανόρθωτη ρωγμή της εξακολουθεί να μάχεται και να διεκδικεί χωρίς συνθηκολογήσεις με το Σύστημα και χωρίς ανακωχές με το Πεπρωμένο.

Αυτή η γυναίκα έχει κληροδοτήσει στην Κοινωνία με μία από τις σημαντικότερες φράσεις που έχουν ειπωθεί στη Νεότερη Ελληνική Ιστορία:

«Να είστε άντρες με μπέσα. Μη γίνετε βιαστές και πουτ…ς γιοι».

Όχι, δεν υπάρχει ο παραμικρός σεξισμός και μισογυνισμός σε ετούτην την τοποθέτηση, η οποία -επί της ουσίας- αποτελεί Παγκόσμια Κοινωνική Ηθογραφία.

Εδώ η Ύβρις καθαγιάζεται, εδώ αναδεικνύεται το Ιερό Δικαίωμα στην Ύβρι.

Ο πατέρας της Ελένης, ο πράος και χαμηλών τόνων χαρακτήρας, που έχει τον τρόπο να μετατρέπεται σε μελιστάλαχτο θεριό και να πυροδοτεί τα πιο τρυφερά συλλογικά συναισθήματα με τα λόγια του.

Με αξιοθαύμαστη ταπεινότητα, εκεί στο τέλος της τηλεοπτικής συζήτησης, αιτούταν με υψωμένο τον δείχτη τού χεριού του -ωσάν μικρό παιδί- ένα δευτερόλεπτο, διότι είχε την ανάγκη να πει μία ακόμη κουβέντα για το παιδί του.

Η πάντα ευγενική Ναταλία Γερμανού του έδωσε τον λόγο και εκείνος μετουσίωσε τον Πόνο, την Οδύνη, τη Συντριβή, το Πένθος, σε μία περιγραφή που μας έκανε να αισθανθούμε ρίγη συγκίνησης, η «Λογοτεχνικότητα του Πένθους» εδήλωνε το εκκωφαντικό παρόν της:

«Τέτοια μέρα, πριν τέσσερα χρόνια, στις 4 του Δεκέμβρη, ήμουνα στο αεροπλάνο με τον αδελφό μου, από τη Ρόδο, για να φέρω το φέρετρο του παιδιού μου στο Διδυμότειχο για να κάνουμε την κηδεία.

Και παρακαλούσα πάνω στο αεροπλάνο τον κυβερνήτη να ανέβει λίγο πιο ψηλά, μήπως και το σώμα το άψυχο του παιδιού μου συναντήσει τη ψυχή του και ξαναζωντανέψει.

Κανένας γονιός να μη βρεθεί στη δικιά μου θέση. Κανένας».

Δεν γίνεται να μη δακρύσεις, δεν γίνεται να μην κλάψεις.

Μία κοπέλα στο Διαδίκτυο έγραψε σε σχετική ανάρτηση τη φράση «Χαμηλώνουν τα βλέφαρα…» και –ως συμπλήρωση- έλαβε την απάντηση «…και ανεβαίνουν τα δάκρυα».

Χαμηλώνουν τα βλέφαρα και ανεβαίνουν τα δάκρυα όταν ακούς ένα γονιό που έχει χτυπηθεί από τον θάνατο του παιδιού του, να λέει «Παρακαλούσα στο αεροπλάνο τον κυβερνήτη να ανέβει λίγο πιο ψηλά, μήπως το άψυχο σώμα τού παιδιού μου συναντήσει την ψυχή του και ξαναζωντανέψει…».

Φτωχαίνουν τα λόγια, χάνονται, και την ίδια στιγμή πλουταίνουν τα λόγια κι εμφανίζονται αβιάστως, όπως συμβαίνει κάθε φορά που μάς πλημμυρίζουν τα συναισθήματα και καθάρου την ψυχή μας από τα στεγανά της.

Το στοιχείο δε, που επιτείνει έτι περαιτέρω τη φόρτιση ψυχολογική, είναι ότι εδώ η «Λογοτεχνικότητα του Πένθους», η «Ποίηση του Θανάτου», συμβαδίζει εις διπλούν με την «Τραγική Ειρωνεία» (πώς θα ημπορούσε να λείπει η «Τραγική Ειρωνεία» από την ανά τούς αιώνας Τραγωδία): από τη μία, ο τίτλος της εκπομπής «Καλύτερα δεν γίνεται», από την άλλη, η προαναγγελία που υπάρχει στο πάνω δεξιά μέρος της οθόνης, όπου διαφημίζεται η σειρά «Αυτή η νύχτα μένει».

Εννοείται πως, ούτε ο τίτλος της εκπομπής φταίει, ούτε ο τίτλος της σειράς φταίει, αλλά να, είναι κι αυτές οι κυνικές σημειολογίες που έρχονται να τονίσουν με σαδιστικό τρόπο την Απουσία, και να καταδείξουν ότι ως Κοινωνία έχουμε φτάσει στο «Χειρότερα δεν γίνεται», με τη λίστα των γυναικοκτονιών διαρκώς να μεγαλώνει και με ολοένα περισσότερες γυναίκες να μας στέλνουν τη μεταθανάτια σπαραχτική κραυγή τους από το μνήμα τους: «Αυτή η νύχτα έμενε».

Μεγαλώσαμε μέσα στα σπίτια, δίπλα στα σπίτια, πάνω από τους τάφους των γυναικών που «πέσαν απ’ τη σκάλα», που «κατά λάθος τις χτύπησε διερχόμενο αμάξι», που «σκόνταψαν στο πεζοδρόμιο», που «έπεσαν στο δρόμο». Οι γυναικοκτονίες δεν είναι απλά τίτλοι ειδησεογραφικοί. Είναι οι γυναίκες που ζήσαμε μαζί τους. Ζούμε μαζί τους. Κάθε γυναικοκτονία μιλάει για όλες μας. Μιλάει για τις μητέρες μας, τις γιαγιάδες μας, τις γειτόνισσες μας, τις φίλες μας, τις αδερφές μας. Κάθε γυναικοκτονία είναι η ιστορία μας. Είναι οι ρίζες μας. Είναι οι τάφοι που μας συντρίβουν και μας ενώνουν…