ΑΞΙΟΣ Ο 67ος ΝΕΟΣ ΑΡΧΙΘΥΤΗΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΔΡΑΜΑΣ κ. ΔΩΡΟΘΕΟΣ
Τοῦ Δημητρίου Ἰ. Τσιανικλίδη
Δρος Θ – Νομικοῦ
Προλεγόμενα
Μέσα σέ κλίμα συγκίνησης, βυζαντινῆς μεγαλοπρέπειας καί ἐκκλησιαστικῆς λαμπρότητας, τελέστηκε τήν 16η Ὀκτωβρίου 2022, ἡμέρα Κυριακή στόν Ἱερό Μητροπολιτικό Ναό Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου Ἀθηνῶν, ἡ χειροτονία τοῦ ἐψηφισμένου Μητροπολίτου Δράμας κ. Δωροθέου, ὁ ὁποῖος ἐξελέγη ἀπό τήν Ἱερά Σύνοδο τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τήν Παρασκευή 7η Ὀκτωβρίου ἐ. ἔ., λαμβάνοντας 69 ψήφους διαδεχόμενος τόν Μακαριστό πολυθρήνητο Μητροπολίτη μας κυρό Παῦλο. Στό πολυαρχιερατικό συλλείτουργο προεξάρχοντος τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου συλλειτούργησαν οἱ Σεβασμιώτατοι Μητροπολίτες Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως καί Πολυκάστρου κ. Δημήτριος (ἐφεξῆς, Γουμενίσσης), Ξάνθης καί Περιθεωρίου κ. Παντελεήμων, Τοποτηρητής τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας, Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, Σερρῶν καί Νιγρίτης κ. Θεολόγος, Κορίνθου κ. Διονύσιος, Μαρωνείας καί Κομοτηνῆς κ. Παντελεήμων, Φιλίππων, Νεαπόλεως καί Θάσου κ. Στέφανος καί ὁ Θεοφιλέστατος Ἐπίσκοπος Ὠρεῶν κ. Φιλόθεος, Ἀρχιγραμματέας τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
Ἀπό πολύ νωρίς πλήθη πιστῶν εἶχαν κατακλύσει τούς χώρους τοῦ μεγαλοπρεποῦς Ναοῦ. Κλῆρος καί Λαός, ἐκπρόσωποι τῆς Κυβέρνησης, πολιτικοί ἄνθρωποι τῆς Τοπικῆς Αὐτοδιοίκησης, συγγενεῖς καί φίλοι τοῦ ὡς ἄνω ἐψηφισμένου, μετέβησαν στήν Ἀθήνα ἀπό τήν Δράμα, τό Κιλκίς, τήν Καβάλα, τήν Θεσσαλονίκη, ἀλλά καί ἀπό ἄλλες περιοχές τῆς Ἑλλάδος γιά νά παρακολουθήσουν τήν χειροτονία. Μετά τήν Δοξολογία ἀπό τῆς Ὡραίας Πύλης ὁ κ. Δωρόθεος ἀνέγνωσε τήν ὁμολογία τῆς πίστεως. Πρό τῆς ἀναγνώσεως τοῦ Ἀποστόλου, ἀφοῦ ἐκφωνήθηκε ὁ χειροτονητήριος λόγος τοῦ ἐψηφισμένου κ. Δωροθέου καί ἀμέσως, ἀντιφωνώντας ὁ Μακαριώτατος κ. Ἱερώνυμος, ἔλαβε χώρα ἡ χειροτονία τοῦ ὡς ἄνω ἐψηφισμένου, ἐν μέσῳ γενικοῦ ἐνθουσιασμοῦ τοῦ Λαοῦ, ὁ ὁποῖος μέ τά χειροκροτήματά του καί τίς ἐπευφημίες «Ἄξιος», ἔσεισε τόν Μητροπολιτικό Ναό, ἐνῶ ἀπό τῆς Ὡραίας Πύλης καί φορώντας τήν ἐπισκοπική μίτρα ἐπί τῆς κεφαλῆς του, ὁ νέος Μητροπολίτης Δράμας κ. Δωρόθεος φανερά συγκινημένος καί ἔνδακρυς, εὐλογοῦσε τόν περιούσιο Λαό τοῦ Θεοῦ.
Ο χειροτονητήριος λόγος
Κατά πρῶτον, τόν χειροτονητήριο λόγο του ὁ ἐψηφισμένος Μητροπολίτης Δράμας κ. Δωρόθεος ἄνοιξε μέ τήν ὀπισθάμβωνα εὐχή – ἁγιογραφικό λόγιο: «πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων» (Ἰακώβου 1,17), ἡ ὁποία ἀνακεφαλαιώνει ὅλα τά αἰτήματα τῆς Θείας Λατρείας καί ἀποτελεῖ τόν ἐπίλογό της, τονίζοντας τίς δωρεές, τά δωρήματα καί τά χαρίσματα, πού δίδονται ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο «καί γιά τό παρόν τοῦ βίου καί γιά τήν αἰωνιότητα τῆς ζωῆς». Ἀκολούθως ὁ κ. Δωρόθεος, ἀφοῦ περιέγραψε συνοπτικά τήν ζωή του ὡς κληρικός καί μάλιστα, τήν διαπροσωπική του σχέση μέ τά σωτηριώδη μηνύματα τῆς παραπάνω εὐχῆς, ἀναφέρθηκε στά πρῶτα του βήματα καί ἰδιαιτέρως στήν μοναχική του κουρά, πρίν πολλά χρόνια, κατά τήν ὁποία ὁ σεβαστός Γέροντάς του τόν συμβούλευσε πατρικῶς καί τοῦ ὑπενθύμισε νά μήν ξεχάσῃ τίς δωρεές τοῦ Θεοῦ καί νά εἶναι διαρκῶς εὐγνώμων στόν δωρεοδότη Θεό, νά τόν λατρεύῃ καί νά ὑπακούῃ στό «Ἅγιο θέλημά Του». Γιά τό ἴδιο θέμα τῶν δωρεῶν τοῦ Θεοῦ στόν κληρικό, μᾶς θυμίζει τά πάνσοφα λόγια τοῦ διδασκάλου τῆς ἐρήμου, τοῦ μεγάλου ἀσκητοῦ τοῦ Ἁγίου Ἰσαάκ τοῦ Σύρου πώς: «ἡ ἀφιέρωση τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεό καί νά πολιτευθῇ μέ ἀρετή εἶναι ἕνα ἀπό τά μεγάλα χαρίσματα δωρεές τοῦ Χριστοῦ». Μέ ὁρόσημο τά παραπάνω λόγια ὁ κ. Δωρόθεος θεωρεῖ, ἀκόμη, ὅτι πολύ μεγαλύτερο εἶναι γιά τόν κληρικό: «νά πολλαπλασιάσῃ τό δώρημα στήν ποιμαντική ἀφιέρωση καί εἰδικά στήν ποιμαντορική κλήση». Στή συνέχεια, ὁ κ. Δωρόθεος κάνει λόγο γιά τήν Ἀρχιερωσύνη, ἡ ὁποία «δωρίζεται ἄνωθεν ἀπό τόν Πατέρα τῶν Φώτων» καί σύμφωνα μέ τόν Ἅγιο Συμεών τόν Νέο Θεολόγο καλεῖται ὡς Ἀρχιερεύς καί λειτουργός τοῦ Ὑψίστου νά διδάξῃ «τούς πλησίον μας, ποιό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τό ἀγαθό καί τέλειο καί εὐάρεστο», ὥστε νά μήν ἀποβληθῇ «ἔξω ἀπό τόν νυμφώνα τοῦ Χριστοῦ» καί νά ὁδηγήσῃ, παράλληλα, «τόν Λαό τοῦ Θεοῦ, τό πλήρωμα Κλήρου καί Λαοῦ στό ἀπρόσιτο Φῶς, στό Φῶς Αὐτοῦ πού ἐνοικεῖ στήν αἰώνια κατοικία, δηλαδή τοῦ Πατέρα, στό Φῶς τοῦ Υἱοῦ πού εἶναι ἡ θύρα τῆς φωτισμένης οἰκίας τοῦ Πατέρα καί στό ἴδιο ἀπρόσιτο Φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἀποτελεῖ τό φωτισμένο κλειδί τῆς θύρας, τῆς οἰκίας τοῦ Πατρός». Ὁ ἐψηφισμένος κ. Δωρόθεος ἔχοντας βαθυτάτη συναίσθηση τῆς παραπάνω ἐπισκοπικῆς ἀποστολῆς καί τοῦ βαρυτάτου φορτίου τῆς εὐθύνης τῆς Ἀρχιερατικῆς διακονίας καί μαρτυρίας, πού ἐπωμίζεται, πῶς θά μπορέσῃ, δηλαδή, νά φανῇ ἀντάξιος τῶν δωρεῶν τοῦ Κυρίου, διερωτᾶται: «Πόσο ρεαλιστικό εἶναι αὐτό;». Καί ἀμέσως, δίδει τήν ἀπάντηση διά τῶν χειλέων τοῦ Πρωτοκορυφαίου Ἀπ. Παύλου: «Χάριτι Θεοῦ εἰμι ὅ εἰμι καί ἡ χάρις αὐτοῦ ἡ εἰς ἐμέ οὐ κενή ἐγενήθη, ἀλλά περισσότερον πάντων ἐκοπίασα, οὐκ ἐγώ δέ ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ ἡ σύν ἐμοί» (Α’ Κορινθ. 15,10) διότι «ἡ Ἐκκλησία ὑπηρετεῖ πάντοτε τήν ἐν Χριστῷ δυνατότητα τῆς ἀδύναμης ἀνθρώπινης ὕπαρξης νά γίνεται Ναός τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Συνεχίζοντας τόν ἐμπεριστατωμένο λόγο του, καταθέτει δημοσίως τούς προβληματισμούς του περί τῶν πνευματικῶν του ἐμπειριῶν ἀπό τό γεώργιο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Κυρίου μας, δηλώνοντας ὅτι τόν ἀπασχολοῦσε «μόνο ἡ σύζευξη ἄσκησης καί ποιμαντικῆς δρᾶσις, τό ἀπόλυτο τοῦ ἱερέως ὡς ἀνθρώπου, μέ τό ἀπόλυτο τοῦ κληρικοῦ ὡς ποιμένα» καί διαπίστωσε κατά τήν λειτουργική του πορεία ὅτι δέν ὑπάρχει: «Χριστιανισμός ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία… καί ἐκκλησιαστικός βίος δίχως πνευματική ζωή, οὔτε πάλι βιώνεται ἡ πνευματική ζωή χωρίς ἄσκηση». Ἐπίσης, ὁ κ. Δωρόθεος δέν λησμόνησε νά εὐχαριστήσῃ τόν Θεό γιά τήν γνωριμία του μέ τόν Μητροπολίτη Γουμενίσσης κ. Δημήτριο τόν ὁποῖον χαρακτήρισε «γνήσιο δοῦλο τοῦ Θεοῦ» καί ὅτι θά παραμένῃ στήν ζωή του «παντοτινά μιά ἀρχετυπική μορφή ποιμένα». Ἀκόμη, δέν παρέλειψε νά σημειώσῃ ὅτι ἡ πνευματική του συναναστροφή γιά δεκαετίες μέ τόν κ. Δημήτριο ὑπῆρξε ἀφορμή νά διδαχθῇ τίς μοναχικές ἀρετές, τῆς προσευχῆς, τῆς ἀσκησης, τῆς μετανοίας καί νά κατηχηθῇ στά ζείδωρα νάματα τῆς Θείας Λατρείας, καθώς καί νά γαλουχηθῇ μέ τίς παιδαγωγικές ἀρχές τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Ἐξομολόγησης. Ἀκόμη, σέ μιά ἀποστροφή τοῦ λόγου του ἔδωσε τό στίγμα τῆς γενέτειράς του καί μίλησε γιά προσωπικές ἐκκλησιαστικές στιγμές. Γεννημένος στήν Καβάλα, τήν πόλη ἀπ’ ὅπου διῆλθε ὁ Πρωτοκορυφαῖος τῶν Ἀποστόλων Θεῖος Παῦλος καί ἐξιστορώντας τίς πνευματικές του ἐμπειρίες κατά τά νεανικά του χρόνια, ὅπως π.χ. γνωριμία μέ τόν Ἀρχιεπίσκοπο Ἀθηνῶν Χρυσόστομο Χατζησταύρου, προσκυνηματικές ἐπισκέψεις στίς Μονές Εἰκοσιφοινίσσης, Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος Ταξιαρχῶν Δράμας, κλπ., ἔκανε λόγο γιά ἁγιασμένες μορφές, πού ζοῦν «στήν αἰώνια μέθεξη τοῦ θείου δοξασμοῦ», ὅπως, π.χ. γιά τόν Ἐθνοϊερομάρτυρα Χρυσόστομο Καλαφάτη, τά θύματα τῆς βάρβαρης θηριωδίας στά ὅρια τῆς Μητροπόλεως Δράμας, τόν Παπαχαράλαμπο Διονυσιάτη, μαθητῆ τοῦ ὁσίου Ἰωσήφ τοῦ Ἡσυχαστοῦ καί τόν Ἅγιο Γεώργιο Καρσλίδη. Ὁ κ. Δωρόθεος εἶπε, ἀκόμη, ὅτι ἀπό σήμερα θά πρέπῃ νά ζήσῃ τήν ἀρχόμενη ἐπισκοπική του κλήση καί ἀποστολή καί καλεῖται νά βιώνῃ καί νά μαρτυρῇ «τό διάδοχο δῶρο τῆς Θείας Ἀναλήψεως, τήν Πεντηκοστή, χάρη στήν ὁποία συγκροτεῖται, ὑπάρχει, πορεύεται καί ζεῖ ἡ Ἐκκλησία ὡς Σῶμα Χριστοῦ καί Κοινωνία Θεώσεως». Ἀναφερόμενος στήν πορεία καί τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας μας στάθηκε στά λόγια τοῦ ἀειμνήστου ἐπιφανοῦς θεολόγου Ρώσου τῆς Διασπορᾶς, πατρός Γεωργίου Φλωρόφσκυ πώς «ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ συνέχιση τῆς Πεντηκοστῆς», γιά νά καταλήξῃ στά δύο βασικά συστατικά τῆς ὕπαρξης τῆς Ἐκκλησίας «τό Θεανθρώπινο καί τό Ἁγιοπνευματικό». Στήν συνέχεια, ἀφοῦ μᾶς παραπέμπει γιά δεύτερη φορά στόν ἐνισχυτικό λόγο τοῦ Ἀββᾶ Ἰσαάκ τοῦ Σύρου: «πώς κανένα δῶρο δέν μένει χωρίς προσθήκη, παρά μόνο ἐκεῖνο γιά τό ὁποῖο δεν ὑπάρχει εὐχαριστία», ἐξέφρασε τήν εὐγνωμοσύνη του πρός τούς «ἀνθρώπους τοῦ Θεοῦ» καί σέ ὅλους ἐκείνους πού τόν στήριξαν ἠθικά καί πνευματικά στό διάβα τῆς ζωῆς του «εἴτε εὑρίσκονται σήμερα ἐδῶ, εἴτε συμμετέχουν νοερῶς, εἴτε, ἐπιβλέπουν ἀπό τήν Οὐράνια Βασιλεία τῆς Κοινωνίας τοῦ Θεοῦ». Εἰδικότερα, εὐχαρίστησε τόσο, τόν Μακαριώτατο κ. Ἱερώνυμο, γιά τήν ἀγάπη του καί τήν ἀνύστακτη φροντίδα του, κατά τήν διάρκεια τῆς συνεργασίας τους στίς διάφορες ὑπηρεσίες τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, πού προσέφερε ὁ κ. Δωρόθεος, ὅσο καί ὅλους τούς Ἀρχιερεῖς πού τόν ἐτίμησαν «μέ τήν τίμια παρουσία καί μέ τήν τιμία ψῆφο τους». Ἐπίσης, εὐχαριστίες πολλές ἀπηύθυνε πρός τούς γονεῖς, ἀδέλφια, διδασκάλους, συνεργάτες κληρικούς καί λαϊκούς «ζῶντες καί κεκοιμημένους» οἱ ὁποῖοι ὑπῆρξαν συνοδοιπόροι καί συμπαραστάτες στήν πνευματική του πορεία καί στήν ἐκκλησιαστική του διακονία, τόσο στήν Ἱερά Μητρόπολη Γουμενίσσης, ὅσο καί στίς ὑπηρεσίες τῆς ὡς ἄνω Συνόδου «διαμένοντας καί λειτουργούμενος στήν Ἱερά Μονή Πετράκη». Δέν παρέλειψε, ὅμως, τόσο γιά τήν παραπάνω διαμονή του νά εὐχαριστήσῃ «τόν πολύ εὐγενικό καί καταδεκτικό Πανιερώτατο Καθηγούμενο Μητροπολίτη Θαυμακοῦ κ. Ἰάκωβο καί τούς ἐξαιρετικά φιλόξενους πατέρες τῆς ἱστορικῆς αὐτῆς Μονῆς», ὡς καί τούς ὑπηρεσιακούς παράγοντες τῆς Ἱερᾶς Συνόδου μέ πρῶτον τόν «πολυτάλαντο Ἅγιο Ἀρχιγραμματέα Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Ὠρεῶν κ. Φιλόθεο», καθώς καί τούς συνεφημερίους του Συνοδικούς ὑπαλλήλους «ἐκλεκτούς συγγραμματεῖς» του. Συμπεριέλαβε, ἀκόμη, στίς εὐχαριστίες του, τούς συνεφημερίους του, καθώς καί τά Διοικητικά Συμβούλια τῶν διαφόρων Φιλανθρωπικῶν, Κοινωνικῶν καί Πολιτιστικῶν Συλλόγων καί Φορέων τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γουμενίσσης. Στή συνέχεια, ὁ κ. Δωρόθεος μέσα σέ κλίμα βαθιᾶς συναισθηματικῆς φόρτισης, ἄνοιξε τά φυλλοκάρδια τῆς ψυχῆς του καί μέ λόγια ἁγνά καί θερμά εἶπε γιά τήν Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τά κάτωθι: «Αὐτήν ὅμως, τήν ὥρα ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά μου συναρπάζονται νοερά καί κατευθύνονται στό σεπτό μας Κέντρο, στήν πολύπαθη καί ὁλοζώντανη καρδιά τῆς οἰκουμενικῆς Ρωμιοσύνης. Συλλογίζομαι τό μαρτύριo καί τίς θυσίες τοῦ Οἰκουμενικοῦ μας Πατριαρχείου, στό παρελθόν καί μέχρι σήμερα, πού ἀποτυπώνονται στούς μακρούς κόπους καί τούς ἀκάματους ἀγῶνες τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, τοῦ ὁποίου ταπεινά ἐξαιτοῦμαι σήμερα τίς θεοπειθεῖς προσευχές καί τίς πολύτιμες σεπτές εὐλογίες. Καλοῦμαι, μετά τήν δική Σας ἐκλογή καί ἐντολή, μέ τήν εὐλογία τοῦ Παναγιωτάτου νά διακονήσω μία Μητρόπολη ἱστορική, μαρτυρική, μέ ἔντονο τό θρησκευτικό καί ἐθνικό σφρίγος. Ἡ εὐλογημένη διακονία καί ἡ ἐργώδης προσπάθεια τῶν προκατόχων μου Ἱεραρχῶν, ἐξαιρέτως τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης, ἀλλά καί τῶν μακαριστῶν Ἀγαθαγγέλου, Λαυρεντίου, Γεωργίου, Φιλίππου, Διονυσίου καί τοῦ πολυκλαύστου Παύλου, ἀποτελοῦν λαμπρότατο παράδειγμα ποιμαντικῆς ἀναλώσεως γιά χάρη τοῦ εὐλογημένου Λαοῦ τοῦ Θεοῦ». Ἀκολούθως, ἀφοῦ ἔκανε ἐπιγραμματική ἱστορική ἀναδρομή στήν μαρτυρική πορεία τῆς Μητροπόλεως Δράμας, τονίζοντας «πέρα ἀπό τά ἀφόρητα χρόνια τῆς ὀθωμανικῆς δουλείας», τήν βάρβαρη στάση τῶν βορείων γειτόνων μέ τά ἀπεχθῆ ἐγκλήματά τους «κατά τῆς ἀνθρωπότητος» καί τοῦ πολιτισμοῦ μέ τίς γνωστές «διαρπαγές ἱερῶν κειμηλίων ἀνυπολόγιστης σημασίας καί ἀξίας» ἐξῆρε τήν συμβολή τοῦ μακαριστοῦ προκατόχου του Παύλου γιά τήν ἐπιστροφή τῶν κειμηλίων τῆς Μονῆς Εἰκοσιφοινίσσης. Ἀκόμη, στήν ὁμιλία του ἔκανε ἀναφορά γιά τόν Δραμινό πληθυσμό τῶν «ξεριζωμένων προσφύγων ἀπό τόν Πόντο, τήν Μ. Ἀσία, τήν Θράκη καί τήν Καπποδοκία, οἱ ὁποῖοι μπόλιασαν τόν γηγενῆ μαρτυρικό πληθυσμό μέ τήν δική τους βαθιά χριστιανική εὐλάβεια καί τό ἀπέριττο ἦθος τοῦ ἀπαράμιλλου πολιτισμοῦ τῶν ἀλησμόνητων πατρίδων». Ὑποσχέθηκε, ἐπίσης, «στούς τιμίους Ἄρχοντες, στόν εὐλαβέστατο ἱερό Κλῆρο καί στόν ἡρωϊκό καί δημιουργικό Λαό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δράμας», ὅτι θά ἀναλωθῇ «γιά τήν πνευματική πρόοδο ὅλων, κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου μας» καί ζήτησε ὅλων «τή φιλοτιμία, τή συμπαράσταση, τίς προσευχές καί τή συνεργασία τους στήν ἱερή ἀποστολή» του.
Περαίνοντας τήν ὁμιλία του ὁ κ. Δωρόθεος κάλεσε Κλῆρο καί Λαό νά προσευχηθοῦν γιά τήν ταπεινότητά του, ὥστε νά ἔχῃ τόν «νοῦ καί τήν καρδιά» του, στήν παραγγελία τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τόν μαθητή του Ἀπόστολο Τιμόθεο: «Σοῦ παραγγέλλω ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πού δίνει ζωή σ’ ὅλα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος μαρτύρησε ἐπί Ποντίου Πιλάτου νά δώσῃς τήν καλή ὁμολογία καί νά τηρήσῃς τήν ἐντολή του ἄσπιλη καί ἀνεπίληπτη μέχρι τήν Ἐπιφάνεια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α’ Τιμ.6,13 -14). Τέλος, ὁ κ. Δωρόθεος, ἀφοῦ ἐξεζήτησε ἀπό τόν Πανοικτίρμονα Θεό, τήν Παναγία τήν Εἰκοσιφοίνισσα καί τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας νά τοῦ χαρίσουν τόν θεῖο φωτισμό καί νά τόν ἀξιώσουν τῆς θείας φιλανθρωπίας καί τοῦ ἐλέους, ὥστε νά καταστῇ εὐάρεστος «Θεῷ καί ἀνθρώποις» κατά τήν ἐνάσκηση τῶν Ἀρχιερατικῶν του καθηκόντων, σφράγισε τόν χειροτονητήριο λόγο του. Ἀπαντῶν στήν προσφώνηση τοῦ ἐψηφισμένου κ. Δωροθέου ὁ Μακαριώτατος κ. Ἱερώνυμος καί ἀποφεύγοντας κάθε ἀναφορά σέ γνωστά πράγματα, ὅπως π.χ., τά βιογραφικά τοῦ νεοχειροτονηθέντος, τήν ἱστορία τῆς Δράμας καί στούς φιλοπρόοδους κατοίκους της, μνημόνευσε μέ τόν μεστό θεολογικό του λόγο χρήσιμες καί ὠφέλιμες πνευματικές ὑποθῆκες γιά τήν νέα πορεία τοῦ Μητροπολίτου κ. Δωροθέου. Συνέστησε στόν νέο Ἐπίσκοπο νά συνεχίσῃ τόν ἀγῶνα του κατά τῆς φιλαυτίας καί νά φροντίζῃ συνεχῶς, γιά τήν ἐνίσχυση τῆς εὔρυθμης λειτουργίας τῆς λατρευτικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας μας, περιφρουρώντας τήν θρησκευτική συναγωγή ἡ ὁποία θά καταστῇ Σῶμα Χριστοῦ μέ πρώτη ἐμπειρία τήν Θεία Λειτουργία, μέσῳ τῆς ὁποίας θά βιώνεται ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐλπίδας, ἡ Καινή Κτίση, «ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ὑπέδειξε, ἀκόμη, στόν νεοχειροτονηθέντα, πώς τό κήρυγμά του θά πρέπῃ νά ἔχῃ χαρακτῆρα Χριστοκεντρικό, νά διακονῇ μακράν τοῦ κοσμικοῦ φρονήματος καί νά ἐπαγρυπνῇ γιά τήν πιστή τήρηση τῶν θείων δογμάτων καί τῶν ἱερῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας. Κλείνοντας τήν ὁμιλία του ὁ κ. Ἱερώνυμος, ἀφοῦ τόνισε ὅτι ὁ κ. Δωρόθεος ἔχει ὅλες τίς προϋποθέσεις γιά νά πετύχῃ στό ποιμαντορικό του ἔργο, ἀναδεικνύοντας τήν σωτηριώδη σημασία τῆς Θείας Λατρείας στήν Ἐπαρχία του, εὐχήθηκε στόν νέο Μητροπολίτη καρποφόρα Ἀρχιερατεία πρός δόξαν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ.
Σκέψεις και κρίσεις
Ἱστορική παραμένει ἡ ἡμερομηνία τῆς 16ης Ὀκτωβρίου 2022, ἡμέρα Κυριακή γιά τήν Μητρόπολη Δράμας καί γιά τήν Περιφερειακή Ἑνότητα Δράμας, ἀφοῦ κατά τήν παραπάνω ἡμέρα πραγματοποιήθηκε ἡ χειροτονία τοῦ κ. Δωροθέου στό ὕπατο ἀξίωμα τῆς ἱερωσύνης, στόν βαθμό τοῦ Ἐπισκόπου. Μέ τήν παραπάνω χειροτονία ἀνοίγει, ἕνα νέο κεφάλαιο μέ βαρύνουσα σημασία τόσο, γιά τόν ἴδιο, ἀφοῦ ἐβίωσε τήν προσωπική του Πεντηκοστή λαμβάνοντας τήν Χάρη τῆς Ἀρχιερωσύνης, ὅσο καί γιά τήν μελλοντική πορεία τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας, ἡ ὁποία πιστεύουμε ὅτι θά γνωρίσει μεγάλες στιγμές πνευματικοῦ μεγαλείου καί κοινωνικῆς προσφορᾶς. Μνημειώδη θά μποροῦσε νά χαρακτηρίσῃ κανείς τόν χειροτονητήριο λόγο, πού ἐκφώνησε ὁ Ποιμενάρχης μας κ. Δωρόθεος πρό τῆς χειροτονίας του, συγκινώντας τόν φιλόχριστο Λαό τοῦ Θεοῦ. Σέ γλῶσσα τήν ἁπλή καθαρεύουσα καί μέσα ἀπό τήν ἀκριβῆ διατύπωση τῶν θείων νοημάτων καί τῶν ἱεροπρεπῶν ἐκφράσεων ἐξιστόρησε τούς κυριότερους σταθμούς τῆς ἐκκλησιαστικῆς του διακονίας. Μελετώντας βαθύτερα τόν λόγο του διακρίνει κανείς, τά ἀτομικά του χαρίσματα, χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τά ὁποῖα γίνονται πνευματική διακονία, προτερήματα γιά τόν Ἀρχιποιμένα τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ, πού ὀφείλει νά καθοδηγῇ τίς ἀνθρώπινες ψυχές καί νά τίς ἀνεβάζῃ σταδιακά στήν γνώση καί τήν μέθεξη τῆς οὐράνιας πραγματικότητας. Μέσα ἀπό τήν βιβλιογραφική τεκμηρίωση, ἁγιογραφική καί πατερική καί μέ τρόπο γλαφυρό καί παραστατικό, ζωντάνεψε περιληπτικά ἡ ζωή καί τό ἔργο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας, δίδοντας παράλληλα, περιεχόμενο στίς μοναχικές ἀρετές, νόημα στήν Θεία Λατρεία, σκοπό στόν ἀσκητικό βίο καί ἐνδιαφέρον στήν κατά «Χριστῷ ἐλευθερία». Ὁ λόγος του ὁ ὁποῖος προκάλεσε ψυχική κατάνυξη, πνευματική ἀγαλλίαση καί χαρά, ὑπῆρξε προϊόν τοῦ πνεύματος καί τῆς καρδιακῆς του εὐαισθησίας, πού ἀποκάλυψε τό ἀνεπανάληπτο ὕφος, τή μοναδική προσωπικότητα καί τήν ἐπιστημονική του κατάρτιση, εἶχε ἀμεσότητα καί ἐνάργεια, γιατί εἶναι ἀπότοκος τῆς βιωματικῆς ἐμπειρίας καί τῆς μακρᾶς κηρυκτικῆς του διακονίας. Στόν λόγο του ἐπικαλέστηκε τόν θεῖο φωτισμό, ἐνισχύοντας τό ἠθικό καί τήν πίστη τῶν ὀρθοδόξων, προβάλλοντας ὡς λύση στά προβλήματα τῆς ἐποχῆς μας τήν λατρευτική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἄριστος γνώστης τῆς θύραθεν παιδείας καί δόκιμος σκαπανεύς τῶν θεολογικῶν γραμμάτων, ἀναδεικνύεται δεξιός χειριστής τοῦ λόγου καί ὑπέρμαχος κήρυκας τῆς πίστης μας. Ὁ χειροτονητήριος λόγος του ὑπῆρξε ὑψηλῆς πνευματικῆς στάθμης μέ κύρια χαρακτηριστικά τήν σαφήνεια τῶν ἱστορικοθεολογικῶν ἐννοιῶν, τήν πρωτοτυπία καί τόν ἐπανευαγγελισμό τῶν παραδόσεων τῆς ὀρθοδοξίας. Τά λόγια του θά μποροῦσαν νά θεωρηθοῦν, ὡς μιά κατάθεση ψυχῆς, ὡς μιά καρδιακή ἐξομολόγηση ἐνώπιον Θεοῦ καί ἀνθρώπων, ὡς μιά ἔκφραση εὐχαριστίας, ὡς μιά ἀναγνώριση τῆς ποιμαντικῆς του εὐθύνης, πού ἀναλαμβάνει σέ χαλεπούς καιρούς τήν διαποίμανση τῆς ἱστορικῆς καί μαρτυρικῆς Μητρόπολης Δράμας τῆς ὁποίας καθίσταται ὁ 67ος Μητροπολίτης της (βλ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ Κ. ΚΥΡΑΤΣΟΥ, Μητροπολίτου Δράμας, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΔΡΑΜΑΣ ἀπό τις ἀπαρχές της μέχρι σήμερα, ΔΡΑΜΑ 1995, σ. 93).
Αντί επιλόγου
Ἀντιπαρέρχομαι τίς ὧρες αὐτές τήν πρόκληση ἀπό τήν φήμη τοῦ νέου Ποιμενάρχου μας, πού προέτρεξε τῆς ἐκλογῆς, νά ἐξυμνήσω τίς ἀρετές καί τίς ἱκανότητές του. Καί τοῦτο διότι, ἀφ’ ἑνός μέν διατρέχω τόν κίνδυνο τοῦ κόλακος καί ἀφετέρου δέ καί τή φρόνηση τοῦ Μητροπολίτου μας νά συμπαρασύρω στήν ὑπερφροσύνη. Στήν ἐποχή μας καί μάλιστα κάτω ἀπό αὐτές τίς συνθῆκες διαβίωσης, πού ζοῦμε καί πολύ δέ περισσότερο, γιά τόν ὀρθόδοξο χριστιανό, δέν συνάδει ἡ ὑπερφροσύνη, ἀλλά περίσκεψη ἀληθινή καί συνετή γιά τό προτέρημα, γιά τό χάρισμα τῆς πίστης καί τῆς θέσης μας, πού ὁ πολυεύσπλαχνος Θεός κατά τό δίκαιο μέτρο μᾶς ἔχει χαρίσει, ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ Ἀπ. Παῦλος: «μή ὑπερφρονεῖν, παρ’ ὅ δεῖ φρονεῖν, ἀλλά φρονεῖν εἰς τό σωφρονεῖν, ἑκάστῳ ὡς ὁ Θεός ἐμέρισε μέτρον πίστεως» (Ρωμ. 12, 3). Θά παρακολουθοῦμε ἀδιαλείπτως τό ἔργο, πού θά ἐπιτελεῖται στήν Μητρόπολή μας καί θά εἴμαστε ἀρωγοί καί συμπαραστάτες στόν στίβο τῶν δραστηριοτήτων της. Ὀφείλουμε νά ἀναλάβουμε ὅλοι τίς εὐθύνες μας. Εὐθύνες θρησκευτικές καί ἐθνικές καί πράττοντας κατά συνείδηση, ὥστε οἱ ἑπόμενες ἡμέρες νά εἶναι περισσότερο καλύτερες γιά ὅλους μας. Νά συστρατευθοῦμε στόν κοινό ἀγῶνα, στίς αὐλές τοῦ Κυρίου μας, ὥστε ἡ Ἐκκλησία νά ἀνταποκριθῇ στό πολύπλευρο καί πολυδιάστατο ἔργο της, νά ὑπηρετήσῃ τό εὐσεβές Γένος καί νά δώσῃ λύσεις στά πνευματικά, κοινωνικά καί ἀγχώδη μεταφυσικά ζητήματα τοῦ νεοέλληνα. Στόν παραπάνω ἀγώνα κρίνεται ἀναγκαῖο νά προχωρήσῃ σέ πλήρη καί ἀντικειμενική ἐνημέρωση γιά τά θρησκευτικά, ἠθικά, κονωνιολογικά, ἱστορικά καί ἐθνικά θέματα, πού ἀπασχολοῦν τήν ἑλληνική κοινωνία. Ἡ παραπάνω ἐνημέρωση καί διαφώτιση θά ἔχῃ χαρακτῆρα ἱεραποστολικό. Θά ἐξικνεῖται, ὄχι μόνο μέχρι τήν Εὐρώπη, ἀλλά καί σ’ ὁλόκληρο τόν κόσμο, γιατί ἔχουμε χρέος καί ἱερή παρακαταθήκη, μέ ἐθνική ὁμοψυχία νά ἐργαστοῦμε, μέσα στήν μεγάλη εὐρωπαϊκή οἰκογένεια γιά τήν διάδοση τοῦ ἑλληνορθοδόξου πνεύματος. Μιά Εὐρώπη ἡ ὁποία παραπαίει ἀνάμεσα στό ἡγεμονικό πρωτεῖο τῆς λογικῆς καί στήν σχολαστική ἀναζήτηση τῶν αὐξανόμενων οἰκονομικῶν μεγεθῶν καί στήν προσπάθειά της νά ἐξισορροπήσῃ, ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχει τήν δυνατότητα τῆς ἐπιτυχοῦς παρέμβασης, μέ τόν θεολογικό της λόγο καί τήν ἀνεκτίμητη πνευματική της παράδοση. Μόνο κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δύναται ἡ Ἐκκλησία νά ἀνταποκριθῇ πλήρως στήν ὑψηλή της ἀποστολή, νά διαπαιδαγωγήσῃ καί νά οἰκοδομήσῃ ψυχές «εἰς Χριστόν», νά χριστοποιήσῃ τά ἤδη ὑπάρχοντα δισεπίλυτα προβλήματα τῆς καταναλωτικῆς ἐποχῆς μας, νά καυτηριάσῃ τόν προκλητικό εὐδαιμονισμό καί νά στηλιτεύσῃ τήν ἀνομία, ἀφοῦ «πάντες ἐξέκλιναν, ἅμα ἠχρειώθησαν» (Ψαλμ.52,4) κατά τόν προφητάνακτα Δαβίδ, νά ὑπηρετήσῃ τά μεγάλα ἰδανικά τῆς φυλῆς μας καί τέλος, νά ἐμπνεύσῃ ἀφοσίωση στίς ἐκκλησιαστικές καί πολιτιστικές παραδόσεις, καθώς καί στά ἤθη καί ἔθιμα τοῦ λαοῦ μας. Μέ τίς σκέψεις αὐτές ὑποδεχόμαστε τόν νέο μας ἱεράρχη καί εὐχόμενοι καί προσευχόμενοι «Δωροθέου τοῦ Σεβασμιωτάτου καί Θεοπροβλήτου Μητροπολίτου τῆς Ἁγιωτάτης Μητροπόλεως Δράμας πολλά τά ἔτη».