Του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Βλατίτση
Το παρόν άρθρο αποτελεί τμήμα του βιβλίου «Ο Άγιος Χρυσόστομος (Καλαφάτης, Μητροπολίτης Σμύρνης ο από Δράμας, και η συμβολή στον Μακεδονικό Αγώνα (1904-1908)» του Αρχιμανδρίτη Γεράσιμου Βλατίτση, εφημέριου στον Ιερό Ναό Αγ. Χρυσοστόμου Δράμας, το οποίο κυκλοφόρησε το 2021 από τη ΔΕΚΠΟΤΑ.
Η εφημερίδα «Εργασία… συν» στο πλαίσιο της επετείου μνήμης για τα 100 χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή δημοσιεύει τμηματικά σημεία από το βιβλίο του Αρχιμανδρίτη πατέρα Γεράσιμου, τον οποίο ευχαριστούμε ιδιαίτερα για τη δυνατότητα αυτή.
Μέσα από το κείμενο αναδεικνύεται η δράση στην περιοχή της Δράμας ενός εκ των πρωταγωνιστών της τραγικής περιόδου για τις Αλησμόνητες Πατρίδες, του Αγίου Χρυσοστόμου Σμύρνης, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο κατά την καταστροφή της Σμύρνης το 1922.
(συνέχεια από το προηγούμενο)
Το κοινωνικό και εκπαιδευτικό έργο του Χρυσοστόμου στη Μητρόπολη Δράμας
Ο Χρυσόστομος, κατά τη διάρκεια της οκταετούς διακονίας του στη Μητρόπολη Δράμας, επωμίσθηκε ένα αξιόλογο και σημαντικό κοινωνικό έργο, το οποίο αποτυπωνόταν στην ανέγερση ναών και ιδρυμάτων. Επί των ημερών του ανεγέρθηκε το μέγαρο της Μητρόπολης, καλλιμάρμαρα εκπαιδευτικά ιδρύματα, ορφανοτροφείο, γηροκομείο, οικοτροφείο μαθητών και αναγνωστήρια. Επιπλέον, ενθάρρυνε την ίδρυση αθλητικών και μουσικών συλλόγων και φιλόπτωχων αδελφοτήτων.
Ο Χρυσόστομος οργάνωσε τις ορθόδοξες κοινότητες που βρίσκονταν εντός των ορίων της Μητρόπολης Δράμας με τέτοιο τρόπο, ώστε η εξουσία να κατανέμεται σε τρεις επιτροπές, της δημογεροντίας, της σχολικής εφορείας και της εκκλησιαστικής επιτροπής. Τα καθήκοντα, οι αρμοδιότητες και ο τρόπος εκλογής των μελών κάθε επιτροπής καθορίζονταν από σχετικό κανονισμό, ο οποίος συντάχθηκε από τον Χρυσόστομο.
Η δημογεροντία είχε γνωμοδοτικό και συμβουλευτικό ρόλο και συνέβαλε στη λήψη αποφάσεων για σημαντικά ζητήματα που αφορούσαν τη θέση της εκάστοτε κοινότητας. Η επιλογή των δασκάλων των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων γινόταν από τη σχολική εφορεία και την εκκλησιαστική επιτροπή, ενώ για τα αμιγώς εκκλησιαστικά ζητήματα η εκκλησιαστική επιτροπή ήταν επιφορτισμένη να φέρει εις πέρας τα ανακύπτοντα ζητήματα.
Στην έδρα της Μητρόπολης, Δράμα, αναπαλαιώθηκαν τα εκπαιδευτήρια της ελληνικής ορθόδοξης κοινότητας σε σχήμα «Π». Για την ολοκλήρωση του έργου συνέδραμαν κάτοικοι της κοινότητας όπως και ευεργέτες με σχετικές χορηγίες. Την περίοδο 1902-1910 στην πόλη αυτή της Ανατολικής Μακεδονίας ανεγέρθηκαν το Παρθεναγωγείο, νοσοκομείο, ένα γυμναστήριο, ο Φιλανθρωπικός Σύλλογος Κυριών ο «Ευαγγελισμός» και ο Μουσικός Όμιλος. Τα εκπαιδευτήρια αποτελούνταν από ένα σύγχρονο για την εποχή διδακτήριο εκτός του ιστορικού κέντρου της πόλης. Οι εργασίες για την ανέγερση του κτιρίου ξεκίνησαν το 1906 και ολοκληρώθηκαν το 1909. Το έργο κόστισε 3.000 χρυσές τουρκικές λίρες, εκ των οποίων τις 100 προσέφερε η Ναταλία Δραγούμη-Μελά, χήρα του ένδοξου μακεδονομάχου και πεσόντα κατά τον Μακεδονικό Αγώνα Παύλου Μελά (1870-1904).
Κατά το πέρας κάθε σχολικού έτους στο γυμναστήριο της πόλης διεξάγονταν οι γυμναστικές επιδείξεις των σχολιαρόπαιδων με συμμετοχή από σχολεία όλης της περιοχής της ευρισκομένης εντός των ορίων της δικαιοδοσίας της Μητρόπολης Τα παιδιά διαγωνίζονταν στον στίβο και οι διακριθέντες βραβεύονταν με απονομή αναμνηστικού μεταλλίου από τον Μητροπολίτη. Ενδεικτικό της επικράτησης του ελληνορθόδοξου στοιχείου της πόλης έναντι του σλαβόφωνου βουλγαρικού ήταν και το γεγονός ότι κατά την πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα, πριν δηλαδή την απελευθέρωση και την κατοπινή αποχώρηση του ντόπιου βουλγαρικού στοιχείου μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (παράμετρος που ρυθμίστηκε με τη συνθήκη του Νεϊγύ για την ανταλλαγή των πληθυσμών), το βουλγαρικό σχολείο της πόλης αριθμούσε μερικές δεκάδες μαθητών (περίπου 30).
Η κωμόπολη της Τσατάλτζας (σημ. Χωριστή Δράμας) απετέλεσε ίσως το σημαντικότερο πνευματικό, πολιτιστικό και εθνικό κέντρο στην ύπαιθρο των ορίων της Μητρόπολης, ενώ υπήρξε και πατρίδα αρκετών επιφανών προσωπικοτήτων και μακεδονομάχων που στάθηκαν ανάχωμα στη διείσδυση της βουλγαρικής επιρροής στην περιοχή. Στην ευόδωση των φιλόδοξων σχεδίων του Χρυσοστόμου για την αναβάθμιση της περιοχής απαραίτητη ήταν η συνδρομή από τη Φιλόπτωχο Αδελφότητα «Άγιος Γεώργιος» Τσατάλτζας. Κοινή επιδίωξη και των δύο ήταν η ανέγερση του Αναγνωστηρίου, η υλική και ηθική υποστήριξη των απόρων και, παράλληλα, η τόνωση του ορθόδοξου και του εθνικού φρονήματος του γηγενούς στοιχείου.
Κατά την τετραετία που ακολούθησε (1903-1906), ολοκληρώθηκαν αρκετά σημαντικά έργα με την ενεργό συμμετοχή και την υλική αρωγή και του ντόπιου στοιχείου. Το Αναγνωστήριο της «Φιλοπτώχου Αδελφότητος» ανηγέρθη δίπλα στο ναό που οικοδομείτο την ίδια περίοδο. Πρόκειται για τον Ιερό Ναό των Εισοδίων της Θεοτόκου, μία τρίκλιτη βασιλική, που οικοδομήθηκε το έτος 1906 και λειτούργησε από το επόμενο έτος. Το σχέδιο για την ανέγερση του οικοδομήματος ανέλαβε ο αυστριακής καταγωγής μηχανικός Κόνραντ φον Βίλλας, ενώ εντυπωσιάζει και το ξυλόγλυπτο τέμπλο του ναού. Την ίδια περίοδο ξεκίνησε η κατασκευή ενός δημοτικού σχολείου στο ύψωμα του Προφήτη Ηλία, στη μεθόριο της κωμόπολης. Σημαντικό μέρος των κεφαλαίων για την αποπεράτωση των έργων προήλθε από τη φορολόγηση της παραγωγής καπνού των δημοτών. Οι εργασίες αποπεράτωσης του σχολείου ολοκληρώθηκαν μόλις το 1912, ενώ το πρώτο έτος λειτουργίας του ήταν το σχολικό έτος 1920-1921.
Με την αποπεράτωση του Αναγνωστηρίου το 1906 ιδρύεται ο Μουσικοδραματικός Όμιλος Ερασιτεχνών «Ο Απόλλων», ο οποίος περιελάμβανε τόσο φιλαρμονική ορχήστρα όσο και θεατρική ομάδα, ενώ για την άθληση της νεολαίας λειτουργούσε και γυμναστικός όμιλος. Μετά την απελευθέρωση της Δράμας (1913) η Φιλόπτωχος Αδελφότης και «Ο Απόλλων» συντόνισαν τη δράση τους με στόχο την τόνωση των ιδιαίτερων πολιτιστικών στοιχείων του τόπου. Το επόμενο έτος (1914) ολοκληρώθηκε η συγχώνευση της Φιλοπτώχου Αδελφότητος «Ο Άγιος Γεώργιος» και του συλλόγου «Ο Απόλλων» με τη δημιουργία του Μουσικοδραματικού Συλλόγου «Η Αναγεννηθείσα Μακεδονία» με έμβλημα το δικέφαλο αετό.
Στην περιφέρεια, ανά κωμόπολη ή χωριό, τα σημαντικότερα έργα επί θητείας του Χρυσοστόμου στη Μητρόπολη Δράμας υπήρξαν ενδεικτικά τα εξής:
Στην Αλιστράτη, τη δεύτερα έδρα της Μητρόπολης μετά τη Δράμα, θεμελιώθηκαν ορφανοτροφείο και γυμναστήριο.
Στην κωμόπολη του Δοξάτου Δράμας επισκευάσθηκε η κεντρική εκκλησία και ιδρύθηκαν το δημοτικό σχολείο σε σχήμα Ε, γυμναστήριο και η τοπική Φιλόπτωχος Αδελφότητα. Επιπλέον, υπήρχαν φιλαναγνωστική λέσχη και Αδελφότητα Κυριών. Στα χωριά Δράνοβα(ο) (μετ. Μοναστηράκι το 1927), Βησσοτσάνη (σημ. Ξηροπόταμο), Πουμπλίτσι (σημ. Πύργοι), Πλεύνα (σημ. Πετρούσα) θεμελιώθηκαν εκκλησίες.
Στο Μπουμπλίτσι ο Ι. Ν. Μεταμορφώσεως του Σωτήρος θεμελιώθηκε το 1905 και στην Πλεύνα ο Ι. Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου το 1905.
Στην Προσοτσάνη ιδρύθηκε το 1909 εκπαιδευτήριο, γυμναστήριο και δημοτικό πανδοχείο-ξενώνας, ενώ υπήρχε η «Φιλεκπαιδευτική Αδελφότητα Ηώς», η οποία ιδρύθηκε το 1873.
Στο Ροδολίβος, στο Κιούπκιοϊ (σημ. Πρώτη) και στη Βιτάστα (σημ. Κρηνίδα) ιδρύθηκαν σχολεία, γυμναστήρια, φιλόπτωχες αδελφότητες και εκκλησίες.
Στην Κορμίστα, σε έκταση που αποτελούσε μετόχι της Ιεράς Μονής Εικοσιφοινίσσης Παγγαίου, ιδρύθηκε πρότυπη Γεωργική Σχολή στην οποία προσλήφθηκαν για διδασκαλία ειδικά καταρτισμένοι γεωπόνοι με σπουδές σε Βέλγιο και Ιταλία, με σκοπό την προώθηση της γεωργικής καλλιέργειας στην ευρύτερη περιοχή.
Στους Φιλίππους ανεγέρθηκε ναΐσκος κατά τα πρότυπα της βυζαντινής αρχιτεκτονικής.
Συνολικά, στα υπόλοιπα μικρότερα χωριά στα όρια της Μητρόπολης θεμελιώθηκαν 34 σχολεία.
Τέλος, στην Καρλίκοβα (σημ. Μικρόπολη) το 1909 ανεγέρθηκε ο Ιερός Ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου επί των ημερών του Χρυσοστόμου. Τα εγκαίνια και τα θυρανοίξιά του τελέσθηκαν από τον διάδοχο του Χρυσοστόμου στον μητροπολιτικό θρόνο, τον Αγαθάγγελο (κατά κόσμον Στυλιανό) Κωνσταντινίδη (1864-1935), που διεποίμανε τη Μητρόπολη έως το 1922.
Ο αγώνας στο σαντζάκι της Δράμας κατά την ιεραρχία του Μητροπολίτη Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών Χρυσοστόμου
Η πρώτη περίοδος του Χρυσοστόμου. Από την ενθρόνιση στη Μητρόπολη έως την έξοδο (1902-1907)
Κατά την περίοδο τόσο της προπαρασκευής του αγώνα για τη διεκδίκηση της Μακεδονίας όσο και κατά τη διάρκεια της ένοπλης φάσης του, εξαιρετικής σημασίας ήταν οι ενέργειες του κλήρου και ιδίως του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των τοπικών Μητροπόλεων. Σε αυτό το πλαίσιο έδρασε και ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, με τις σημαντικότερες επιστολές του να αποστέλλονται είτε στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωακείμ Γ’ (1878-1884 & 1901-1912) είτε σε πιο χαμηλόβαθμους κληρικούς είτε σε κρατικούς αξιωματούχους. Ο ιεράρχης συνέβαλλε στην αναπτέρωση του ηθικού και του εθνικού φρονήματος του ποιμνίου του, στα όρια της Μητρόπολης Δράμας.
Μόλις ο Χρυσόστομος ανήλθε στον μητροπολιτικό θρόνο της Δράμας είχε να αντιπαρέλθει την κίνηση του βουλγαρισμού εντός των ορίων της Μητρόπολής του η οποία αποσκοπούσε στην απόσπαση πιστών από το Πατριαρχείο στην Εξαρχία. Έως το 1900 η εξαρχική προπαγάνδα είχε καταφέρει να αποσπάσει τις κοινότητες του Βώλακα, της Πλεύνας (σημ. Πετρούσας), της Προσοτσάνης, της Βησσοτσάνης (σημ. Ξηροποτάμου) και της Κουμπάλιστας (σημ. Κοκκινογείων). Το έτος 1902, σε σχετική έκθεση του Χρυσοστόμου προς τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αναφερόταν ότι μόνο στην Πλεύνα ήταν ευνοϊκότερες οι συνθήκες για τη μεταστροφή λιγότερων ή περισσότερων κατοίκων που είχαν στο μεταξύ προσχωρήσει στην Εξαρχία, σε αντίθεση με τις πιο σοβαρές περιπτώσεις των κοινοτήτων του Βώλακα, της Προσοτσάνης και της Βησσοτσάνης (σημ. Ξηροποτάμου) όπου η ελληνική προπαγάνδα σημείωσε σημαντική πρόοδο. Στον Βώλακα το σύνολο των ορθόδοξων προκρίτων, υπό την απειλή των όπλων και κατόπιν βίαιου εξαναγκασμού αποσκίρτησαν προς την Εξαρχία, αφού ενώπιον Βούλγαρου ιερέα απαρνήθηκαν το Πατριαρχείο. Η πλειοψηφία, όμως, των κατοίκων αντιστάθηκε και η περίοδος κατά την οποία η λειτουργία γινόταν και στα σλαβωνικά και η γλώσσα διδασκαλίας ήταν και η βουλγαρική παρήλθε, με αποτέλεσμα, εντός εξαμήνου, να αποκατασταθεί η επικυριαρχία του Πατριαρχείου. Σε αυτό συνέβαλε και η καίρια παρέμβαση της οθωμανικής φρουράς στις εκκλήσεις ορισμένων πατριαρχικών για προστασία και επιβολή της τάξης.
Στη Βησσοτσάνη (σημ. Ξηροπόταμο) η κατάσταση ήταν πιο δυσμενής για τα συμφέροντα του Πατριαρχείου δεδομένου ότι από το 1892 περίπου η ορθόδοξη εκκλησία της κοινότητας ήταν κλειστή, ενώ οι άνθρωποι του βουλγαρικού κομιτάτου είχαν καταλάβει και το σχολείο. Οι εκκλήσεις του Χρυσοστόμου προς τις οθωμανικές τοπικές και περιφερειακές αρχές (στον μουτεσαρίφη=νομάρχη, διοικητή του σαντζακίου Δράμας) για την επαναλειτουργία της εκκλησίας δεν ευοδώθηκαν, έως το τέλος του καλοκαιριού του 1902. Παράλληλα, η δημογεροντία της Δράμας ανέλαβε την πρωτοβουλία για την ανακατάληψη του σχολείου. Στην Προσοτσάνη τόσο η τοπική εκκλησία όσο και η ακίνητη περιουσία της, που ήταν ορισμένα κτήματα και το τοπικό καφενείο, επιδικάσθηκαν στους πατριαρχικούς.
Σε μία άλλη κοινότητα, στην Κλεπούσνα του καζά Ζίχνης, όπου από τις 160 οικογένειες μόνο οι 85 παρέμεναν με το Πατριαρχείο και οι υπόλοιπες 75 προσχώρησαν στην Εξαρχία, όπως και η τοπική εκκλησία όπου τελούσαν τη λειτουργία στα σλαβωνικά. Όμως η επίσκεψη του Χρυσοστόμου στις 3 Νοεμβρίου του 1902 έπεισε τους πρόκριτους να επανέλθουν στο Πατριαρχείο, πείθοντας τον ηγούμενο της Ι. Μ. της Εικοσιφοίνισσας να ιερουργεί μόνο ελληνιστί και διώχνοντας τον Βούλγαρο δημοδιδάσκαλο. Η παραπάνω κατάσταση, εν μέρει, ανατράπηκε στις αρχές Δεκεμβρίου, όταν ομάδα οκτώ ένοπλων με τη χρήση βίας αναγκάσθηκαν να υπαναχωρήσουν ως προς την οριστική τους επαναφορά στο Πατριαρχείο. Τελικά το ζήτημα επιλύθηκε ευμενώς για την πλευρά του Πατριαρχείου καθώς ο σουλτάνος διέταξε τον καϊμακάμη Ζίχνης να υποστηρίξει ακόμη και ένοπλα τους πατριαρχικούς της Κλεπούσνας, ενώ το ποινικό δικαστήριο Σερρών καταδίκασε τους τρεις Βούλγαρους της κοινότητας, τον ιερέα, τον δημοδιδάσκαλο και τον ψάλτη σε 6 μήνες κάθειρξη και 60 λίρες αποζημίωση υπέρ του ναού καθώς οι ίδιοι πρωτοστάτησαν στη λαθροχειρία ιερών βιβλίων και άμφιων από την εκκλησία, την οποία διεκδίκησαν εκ μέρους της Εξαρχίας. Επιπλέον, στους 15 ένοπλους εισελθόντες Βούλγαρους στην εκκλησία επιβλήθηκαν ποινές από έξι μήνες έως δύο έτη.
Σε επιστολές διαμαρτυρίας του τόσο προς τον μουτεσαρίφη του σαντζακίου της Δράμας όσο και προς τον σουλτάνο ο Χρυσόστομος ζήτησε την παρέμβαση της δικαιοσύνης για την τιμωρία τόσο των φυσικών όσο και των ηθικών αυτουργών που συμμετείχαν στις δολοφονίες των χωρικών στην Πλεύνα και στην Προσοτσάνη, ώστε να αποτρεπόταν η ασυδοσία στη δράση των βουλγαρικών άτακτων σωμάτων εναντίον του τοπικού πληθυσμού. Επιπλέον, ζητήθηκε η σύσταση μικτών, από ορθόδοξους και μουσουλμάνους, ένοπλων τοπικών πολιτοφυλακών που θα συνεπικουρούσαν τις οθωμανικές στρατιωτικές αρχές στην επιβολή της τάξης στην περιοχή. Μολαταύτα ο παρέχων κάλυψη στο ένοπλο σώμα που εκτέλεσε τον Αθανάσιο Βαλαβάνη, Αθανάς Τσεγκέλεφ (ή Τσινκγενώφ), ενώ, αρχικά, ορίσθηκε να δικασθεί στις 18 Φεβρουαρίου, του απενεμήθη χάρη από τον σουλτάνο, γεγονός που προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια και οργή στην τοπική κοινωνία και στον ίδιο τον Μητροπολίτη Δράμας. Σε επιστολή του υιού του θύματος, Πέτρου Βαλαβάνη, και της δημογεροντίας Δράμας προς τον σουλτάνο αιτούταν η απονομή χάριτος και στο τοπικό ελληνορθόδοξο στοιχείο στις περιπτώσεις όπου συμμετείχαν σε ένοπλες συμπλοκές προκειμένου να υπερασπισθούν τη σωματική τους ακεραιότητα. Επιπλέον, η δημογεροντία ζητούσε, στο πλαίσιο της διασφάλισης της κοινωνικής γαλήνης στην κοινότητα της Πλεύνας, την εξορία του Τσεγκέλεφ στο Μοναστήρι (Μπίτολα ή Βίτολα), όπου είχε υπηρετήσει ως δημοδιδάσκαλος βουλγαρικών, ή αλλού.
Η πρώτη ενέργεια του ιεράρχη, σύμφωνα με αποκαλυπτική του έκθεση προς τον Πατριάρχη Ιωακείμ Γ’, ήταν η συνδρομή του στη μεταστροφή αρκετών οικογενειών του χωριού Βώλακα που είχαν αρχικά προσηλυτιστεί στη βουλγαρική Εξαρχία, ώστε κατόπιν να στραφούν προς το Πατριαρχείο. Σε σύνολο 187 οικογενειών οι 120 είχαν περάσει στη βουλγαρική Εξαρχία και εκ νέου επανήλθαν στην πνευματική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου. Ο ιεράρχης παρέμεινε για τέσσερις ημέρες στο χωριό και κατά την παραμονή του οι μεταστραφείσες στο Πατριαρχείο οικογένειες είχαν λάβει την απόφαση να εγκαταλείψουν την Εξαρχία. Οι πρώην εξαρχικοί κάτοικοι παρέδωσαν με δική τους βούληση στον Ιωακείμ Γ’ αντικείμενα με τα οποία τελούσαν τη λειτουργία, όπως ιερά βιβλία στη σλαβωνική εκκλησιαστική διάλεκτο (παλαιοβουλγαρική), κεριά κ.λπ..
Σε εκτενές υπόμνημα του Χρυσοστόμου προς τον Πατριάρχη ο τότε ιεράρχης της Δράμας εξέφραζε την έντονη ανησυχία του για την έξαρση της βουλγαρικής προπαγάνδας στην Ανατολική Μακεδονία και τις σκληρές διώξεις ακόμη και θανατώσεις φυσικών προσώπων, κληρικών και λαϊκών, τις αρπαγές και λεηλασίες, τις καταστροφές θρησκευτικών μνημείων, τις δηώσεις ιερών τόπων και γενικότερα τις συνθήκες κατατρομοκράτησης του τοπικού πληθυσμού. Οι παραπάνω ενέργειες αποσκοπούσαν στη διά της βίας και του καταναγκασμού μεταστροφή της εθνικής συνείδησης του χριστιανικού ορθόδοξου πληθυσμού που απάρτιζε το ρουμ-μιλλιέτ κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής της βαλκανικής χερσονήσου.
Τα παραπάνω εξηγούνταν λόγω της προσπάθειας της βουλγαρικής πλευράς να προσεταιριστεί ολοένα και περισσότερους οπαδούς για την ενίσχυση της Εξαρχίας. Η στάση της άρνησης αποκήρυξης του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της προσχώρησης στην Εξαρχία συνεπαγόταν τα παραπάνω αντίποινα.
Ο Χρυσόστομος αναγνώρισε την ύπαρξη συμπαγούς σλαβόφωνου στοιχείου μόνο στην επαρχία της Παιονίας και στη γραμμή Στρώμνιστας-Μελένικου-Πετριτσίου και άνω. Στην επαρχία όπου έδρευε η Μητρόπολη Δράμας (η περιοχή που εκτεινόταν νοτιότερα της επαρχίας Νευροκοπίου, βορειότερα του όρους Παγγαίου, δυτικότερα του ποταμού Νέστου και ανατολικότερα του ποταμού Στρυμόνα) η κατάσταση ήταν εξαιρετικά ρευστή. Από εθνολογικής πλευράς ο ιεράρχης σημείωνε την ύπαρξη 50 κοινοτήτων εντός των ορίων της επαρχίας Δράμας, όπου στις 38 επικρατούσε καθολικά η ελληνική, στις 4 η τουρκική και σε 6 κοινότητες ομιλούνταν τόσο η ελληνική, όσο η τουρκική και η βουλγαρική γλώσσα.
Στην ίδια περιοχή, ο Χρυσόστομος ανέφερε την ύπαρξη 6 βουλγαρικών δημοτικών σχολείων αρρένων και θηλέων με 90-100 μαθητές ενώ από την άλλη πλευρά λειτουργούσαν 2 γυμνάσια των τριών πρώτων τάξεων και άλλα 80 αστικά και δημοτικά σχολεία με 3.750 μαθητές και περίπου 120 άνδρες και γυναίκες εκπαιδευτικούς.
Στη συνέχεια ο ιεράρχης της Μακεδονίας εφιστούσε την προσοχή στον Πατριάρχη καθώς υπήρχε ο κίνδυνος επιδείνωσης των διωγμών και λεηλασιών εναντίον του ελληνορθόδοξου τοπικού στοιχείου από τα βουλγαρικά ένοπλα σώματα. Επιπλέον, αναγκαία κρινόταν από τον ιεράρχη της Μακεδονίας η ανάσχεση της βουλγαρικής προπαγάνδας που λυμαινόταν τη μακεδονική ύπαιθρο και δρούσε για τον εκβουλγαρισμό του τοπικού χριστιανορθόδοξου στοιχείου ακόμη και στην κυρίως Μακεδονία όπου οι στατιστικές κατεδείκνυαν την υπεροχή των ελληνόφωνων και ελληνόφρονων πληθυσμών, ανεξαρτήτως εάν η μητρική τους γλώσσα ήταν η βλάχικη ή η σλαβική τοπική διάλεκτος.
Ο Μητροπολίτης Δράμας ανησυχούσε ιδιαίτερα για τις δολοφονίες προκρίτων ανά την ύπαιθρο της Μακεδονίας από τα ένοπλα σώματα των κομιτατζήδων. Στη Γκόρνιτσα και στον Βώλακα σημειώθηκαν τρεις συνολικά δολοφονίες προκρίτων ενώ στο Ζίρνοβο, χωριό μεταξύ Νευροκοπίου και Δράμας, θανατώθηκαν τέσσερις πρόκριτοι από τους Βούλγαρους αντάρτες.
Με πρωτοβουλία του Χρυσοστόμου και του Ίωνα Δραγούμη (1878-1920), ο οποίος από το Μοναστήρι, στη θέση του υποπρόξενου (1902-1903), το 1903, μεταπήδησε στο προξενείο Σερρών μόνο για έξι μήνες, αποφασίσθηκε η ένοπλη αντίσταση στην ευρύτερη περιοχή των Σερρών και της Δράμας. Σε αυτό το πλαίσιο, με τη σύμπραξη του Μακεδονικού Κομιτάτου, που ιδρύθηκε την άνοιξη του 1904, και του κεντρικού ρόλου του γενικού προξενείου της Θεσσαλονίκης, με επικεφαλής τον Λάμπρο Κορομηλά (1856-1923), θέση στην οποία παρέμεινε έως και το καλοκαίρι του 1907, ξεκίνησε με αποφασιστικό τρόπο η αντεπίθεση της ελληνικής πλευράς. Από τη Θεσσαλονίκη, το καλοκαίρι του 1904, εφοδιάζονταν με όπλα και πυρομαχικά όλα τα αντάρτικα σώματα που δρούσαν στη Μακεδονία, συνεπώς πρόκειται για το σημείο τομή στην εξέλιξη του Μακεδονικού Αγώνα λόγω της επίσημης υποστήριξης των κρατικών αρχών. Οι αποστολές όπλων και λοιπών πολεμοφοδίων γινόταν μέσω της Θάσου στις ακτές της Καβάλας, στις θέσεις Ορφάνι, Οφρύνιο, Κάριανη, Ελευθερές αλλά και στα περίχωρα της πόλης, όπως στα σημεία Άσπρη Άμμο, Παναγία (παλιά πόλη Καβάλας) και Άγιο Ιωάννη. Στη μεταφορά των όπλων συμμετείχε ο Χαφούζ Αλή, Τούρκος καπνομεσίτης από τη Δράμα, μυημένος από τον Χρυσόστομο, ο οποίος με τα δικά του ζωντανά, μέσα σε δέματα καπνού, μετέφερε τον οπλισμό στο κεντρικό χάνι του Ντελή Αντώνη, στη Δράμα. Από εκεί μυστικοί μεσολαβητές, απεσταλμένοι της Μητρόπολης και της επιτροπής της πόλης τα διένειμαν στα χωριά της περιφέρειας. Σημαντική ήταν και η συμβολή του Θασίτη αξιωματικού του οθωμανικού στρατού, Νικήτα Δρακόπουλου, ο οποίος ήταν επικεφαλής τοπικής φρουράς. Ο Δρακόπουλος μεριμνούσε έτσι ώστε στα σημεία ελέγχου των κεντρικών διαβάσεων να τοποθετούνται υποτακτικοί του Τουρκαλβανοί τους οποίους δωροδοκούσε.
Επιπλέον, η δημιουργία Μητροπόλεων υπό την Εξαρχία δημιουργούσε περαιτέρω τριβές, δεδομένου ότι ποιμαντικό έργο διεκπεραίωναν και ιεράρχες του Πατριαρχείου στις ίδιες μητροπολιτικές έδρες. Επί παραδείγματι ο διορισμός σχισματικού εξαρχικού Μητροπολίτη στο Νευροκόπι (Βουλγαρίας) και η συναφής ανάδειξη της κωμόπολης σε μητροπολιτική έδρα από το 1893 καθώς και η παράλληλη έλλειψη πατριαρχικού Επισκόπου για να ποιμάνει το ποίμνιο που παρέμενε πιστό στο Πατριαρχείο ώθησε τον Χρυσόστομο Δράμας να αναζητήσει το διορισμό Επισκόπου στο Νευροκόπι από τον Ιωακείμ Γ’. Εξάλλου στα μεγαλύτερα κεφαλοχώρια της περιοχής, το Ζίρνοβο (σημ. Κάτω Νευροκόπι), την Τσιρέσοβα ή Τσερέσοβο (σημ. Παγονέρι) και τη Στάρτσιστα (σημ. Περιθώρι) ο πληθυσμός ήταν μικτός, χωρίς να υπερέχει η Εξαρχία.
Το Ζίρνοβο αριθμούσε περίπου 500 οικογένειες, που ανήκαν τόσο στο Πατριαρχείο όσο και στην Εξαρχία και η εκκλησία, για εννέα συναπτά έτη, παρέμενε κλειστή. Έτσι, συμφωνήθηκε η εναλλάξ λειτουργία της εκκλησίας και από τις δύο πλευρές για την εκτόνωση της κοινωνικής αναταραχής στο χωριό.
Η Τσιρέσοβα αριθμούσε 200 οικογένειες εκ των οποίων οι 95 παρέμειναν με το Πατριαρχείο με τις υπόλοιπες 105 να προσέρχονται στην Εξαρχία. Η επίσκεψη του Χρυσοστόμου Δράμας είχε ως επακόλουθο την επιστροφή των εξαρχικών κατοίκων στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.
(συνεχίζεται…)