ΑΡΘΡΟ

Του Γ.Κ. Χατζόπουλου

Τ. Λυκειάρχη

(συνέχεια από το προηγούμενο)

Ισχυρός αντίπαλος του Χρυσοστόμου ήταν και ο Βούλγαρος οπλαρχηγός Δάεφ ή Ντάιεφ ή Ντόεφ, ο οποίος υπήρξε ο φόβος και ο τρόμος των ορθοδόξων Ελλήνων πατριαρχικών στη δυτική περιοχή του Νομού Δράμας, και κυρίως της Προσοτσάνης. Ευτυχώς για τους ορθοδόξους Έλληνες πατριαρχικούς, ο Δάεφ δολοφονήθηκε από τον Σαντάνσκυ, εκπρόσωπο των Σαντραλιστών, στα πλαίσια εσωτερικών εκκαθαρίσεων, στην περιοχή της Γρατσάνης, αφού προηγουμένως πρόλαβε να ενσπείρει τον θάνατο στους κατοίκους του Εγρί-Δερέ, της Σκρίτζοβας, της Πλεύνας, της Καρλίκοβας και της Γκόρνιτσας. Είναι αυτός που οργάνωσε την κωμική απόδραση του φιλότουρκου και φιλοβούλγαρου Άγγλου συνταγματάρχη Έλιοτ στην περιοχή του Γιουρετζικίου, του σημερινού Γρανίτη.

Δυστυχώς, η εθνωφελής δράση του Χρυσοστόμου και του Θεμιστοκλή Χατζησταύρου, στηρικτών και εμψυχωτών των ορθοδόξων Ελλήνων, κίνησαν πολύ ενωρίς τον φθόνο των Τούρκων, των Εξαρχικών, αλλά και των ιδίων των Άγγλων, οι οποίοι επιδόθηκαν σε έναν λυσσαλέο συκοφαντικό αγώνα κατά του Χρυσοστόμου και του Θεμιστοκλή με στόχο να απαλλαγούν από την παρουσία τους, αφού αυτή ανέτρεπε το σχέδιό τους για αφελληνισμό και εκβουλγαρισμό της περιοχής. Και ο πολυμέτωπος συκοφαντικός αγώνας τους επετεύχθη δυο φορές με οριστική απομάκρυνση του Χρυσοστόμου τη δεύτερη. Την πρώτη το 1907 και τη δεύτερη το 1909. Και των μεν Βουλγάρων στόχος ήταν αυτός που λέχθηκε πιο πάνω, ενώ των Άγγλων ήταν η διατήρηση της οθωμανικής κυριαρχίας, η οποία εξυπηρετούσε τα ποικίλα συμφέροντά τους.

Κατά την οκτάχρονη περίπου παραμονή του στον αρχιερατικό θώκο της θεόσωστης μητρόπολης, στην οποία είχε εκλεγεί ψήφοις κανονικαίς κατόρθωσε να εμψυχώσει, να οργανώσει και να ενισχύσει το σώμα των λεοντόκαρδων Μακεδονομάχων, αποσταθεροποιώντας κάθε ανθελληνική προσπάθεια και θέτοντας αρραγείς τις βάσεις του κορυφαίου εκείνου αγώνα, που υπήρξε η κρηπίδα των Βαλκανικών Πολέμων, οι οποίοι διέσωσαν από τον εκσλαβισμό την ευλογημένη γη της Μακεδονίας, το πρόφραγμα της Ελλάδος.

Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι ο Μακεδονικός Αγώνας, ο οποίος έληξε τυπικά το 1908, δεν ήταν συνηθισμένος πόλεμος, αλλά ένας ιδιότυπος αγώνας, ένας ακήρυκτος πόλεμος που διήρκεσε δεκαετίες. Ήταν ακόμη ένας μεγάλος ιστορικός σταθμός, που έθεσε τις βάσεις για την εθνική εποποιία του 1912-1913.

Ήταν τέλος, ένας αγώνας που δεν στέφθηκε από επιτυχία μόνο από τους λίγους που κατέφθασαν αρκετά αργά από την Αθήνα, αλλά ήταν κυρίως έργο της μακεδονικής ψυχής που φλεγόταν και φλέγεται από την ιδέα της θεόδοτης ελευθερίας, που την πυροδότησαν και τη συντήρησαν τα δύο ράσα, του εθνοϊερομάρτυρα Χρυσοστόμου και του Θεμιστοκλή Χατζησταύρου, με την αρωγή του Ίωνα Δραγούμη και των υποπροξένων Άγγελου Άννινου και Νικολάου Μαυρουδή, καθώς και του ένστολου νεαρού σημαιοφόρου Στυλιανού Μαυρομιχάλη.

Ο Μακεδονικός Αγώνας στα στενά γεωγραφικά όρια του καζά της Δράμας, όπως στην περιοχή της Προσοτσάνης, υπήρξε επίτευγμα της ηθικής και κυρίως της οικονομικής αρωγής των κατοίκων της, που, μολονότι, τα οικονομικά τους δεν ήταν και τόσο ανθηρά, όμως, δεν δίσταζαν, όπως αποτυπώνεται με σαφήνεια στον ακέφαλο και κολοβό κώδικά της, να ανοίξουν απλόχερα τα βαλάντιά τους και να συνεισφέρουν στον βωμό της θεόδοτης ελευθερίας – αντάμα με τη ζωή τους.

*Το άρθρο αποτελεί εισήγηση στο συνέδριο «Η Προσοτσάνη και η ιστορία της» (4-6 Μαΐου 2018)