Μέσα στο κοινοβούλιο, σε δημόσιες εκδηλώσεις, έπειτα από απαγωγή και ομηρία ακόμα και εκτελέσεις από στρατιωτικό απόσπασμα, δεν είναι λίγοι οι πολιτικοί ηγέτες που δολοφονήθηκαν σε δημόσια ή μη θέα.
Ζόραν Τζίντζιτς, πρωθυπουργός Σερβίας
Ο πρωθυπουργός της Σερβίας, είχε προβλέψει τη δολοφονία του, έναν περίπου μήνα πριν συμβεί. Ο Τζίντζιτς φέρεται να «ακουμπούσε» το οργανωμένο έγκλημα, το οποίο ήθελε να πάει στα δικαστήρια. Θορυβημένοι οι ηγέτες του οργανωμένου εγκλήματος, σύμφωνα με το κυρίαρχο αφήγημα διατηρούσαν σχέσεις με τη σέρβικη μυστική Αστυνομία.
Με εντολή του Μίλοραντ Ούλεμεκ, πρώην διοικητή της Μονάδας Ειδικών Επιχειρήσεων της μυστικής αστυνομίας της Γιουγκοσλαβίας, ο Τζίντζιτς δολοφονήθηκε από τον στρατιώτη του Ούλεμεκ, Ζβένταν Γιοβάνοβιτς στο Βελιγράδι στις 12 Μαρτίου 2003. Ο Γιοβάνοβιτς τον πυροβόλησε στο στήθος από το κτίριο απέναντι από το κεντρικό κτήριο της κυβέρνησης της Σερβίας στις 12:23 μ.μ.. Η σφαίρα μεγάλης ισχύος ενός τουφεκίου Heckler & Koch G3 διαπέρασε την καρδιά του και τον σκότωσε σχεδόν ακαριαία.
Επικήδειο εκφώνησε στην κηδεία του μεταξύ άλλων ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας, Γιώργος Παπανδρέου. Στις 23 Μαΐου 2007 δώδεκα άνδρες καταδικάστηκαν για τη δολοφονία του Ζόραν Τζίντζιτς.
Βαζγκέν Σαργκσιάν, πρωθυπουργός Αρμενίας
Τον Οκτώβρη του 1999, περίπου στις 17:15 τοπική ώρα Γερεβάν, ο Ναΐρι Χουνανιάν, ο αδερφός του Κάρεν, ο θείος τους Βραμ και δύο ακόμα άτομα, οπλισμένα με καλάσνικοφ κρυμμένα στα μακριά τους παλτά εισέβαλαν στο Κοινοβούλιο της χώρας. Σκότωσαν τον πρωθυπουργό της χώρας Βαζγκέν Σαργκσιάν, αλλά και τον πρόεδρο και αντιπρόεδρο της Βουλής, έναν υπουργό και τρεις ακόμα βουλευτές.
Οι άνδρες τραυμάτισαν συνολικά 30 άτομα μέσα στο κοινοβούλιο. Η μικρή αυτή ομάδα, υποστήριζε ότι πραγματοποιούσε εκείνη την ώρα πραξικόπημα. Περιέγραψαν την πράξη τους σαν «πατριωτική» και «αναγκαία για το έθνος». Κύριος στόχος ήταν ο πρωθυπουργός της χώρας. Όταν οι ένοπλοι έφτασαν σ’ αυτόν, σύμφωνα με τη μαρτυρία δημοσιογράφων που είδαν ζωντανά τη στιγμή της εκτέλεσης, του είπαν «Φτάνει, δεν θα μας πίνεις άλλο το αίμα» και εκείνος ψύχραιμος τους απάντησε «Όλα γίνονται για εσάς και τα παιδιά σας». Οι πέντε ένοπλοι καταδικάστηκαν σε ισόβια, όμως οι συγγενείς των θυμάτων θεωρούσαν πως πρόκειται για μια μεγαλύτερη συνωμοσία, ένας εξ αυτών έλεγε χαρακτηριστικά «Τίποτα δεν έγινε από τις αρχές για να σταματήσει το έγκλημα και αντίθετα έγιναν τα πάντα για να συγκαλυφθεί».
Νικολάε Τσαουσέσκου, πρόεδρος Ρουμανίας
Από τις αρχές του 1989, ο Τσαουσέσκου άρχισε να απομονώνεται με ταχείς ρυθμούς από τους κομμουνιστές πρώην συμμάχους του. Το Νοέμβριο του 1989, το 14ο Συνέδριο του ΚΚΡ εξέλεξε τον 71χρονο Τσαουσέσκου για μια ακόμη πενταετή θητεία ως ηγέτη του. Στην πόλη Τιμισοάρα ξεκίνησαν ταραχές, με μαζική συμμετοχή φοιτητών και πολιτών. Δυνάμεις της αστυνομίας και του στρατού άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών στις 17 Δεκεμβρίου. Στις 21 Δεκεμβρίου διοργανώθηκε από τις Αρχές διαδήλωση συμπαράστασης στον Τσαουσέσκου στο κέντρο του Βουκουρεστίου, η οποία κατέληξε σε χάος.
Ο λαός αποδοκίμασε μαζικά το ζεύγος Τσαουσέσκου, το οποίο, εμφανώς απορημένο, κλείστηκε στα κομματικά γραφεία. Ακολούθησαν μαζικές συγκρούσεις στους δρόμους του Βουκουρεστίου και ο στρατός επενέβη συλλαμβάνοντας εκατοντάδες άοπλους πολίτες. Ο ίδιος με τη σύζυγό του φυγαδεύτηκαν με ελικόπτερο. Συνελήφθησαν από την αστυνομία, παραδόθηκαν στο στρατό, πέρασαν από πρόχειρο στρατοδικείο με πλήθος κατηγοριών (από παράνομο πλουτισμό μέχρι γενοκτονία), καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν την ημέρα των Χριστουγέννων του 1989. Η «δίκη» και η εκτέλεσή τους μαγνητοσκοπήθηκαν και έκαναν το γύρο του κόσμου. Λίγες μέρες αργότερα, παρουσιάστηκαν και στην Κρατική Τηλεόραση, πράγμα που επισφράγισε το τέλος του καθεστώτος του.
Ούλοφ Πάλμε, πρωθυπουργός Σουηδίας
Η πολιτική βία δεν είναι κάτι σύνηθες στη Σουηδία και γι αυτό ο πρωθυπουργός της χώρας, Ούλοφ Πάλμε συχνά κυκλοφορούσε στους δρόμους της Στοκχόλμης χωρίς προστασίας. Σε μια τέτοια νύχτα, στις 28 Φεβρουαρίου του 1986, περπατούσε μαζί με τη σύζυγό του προς το σπίτι του, αφού πρώτα είχαν πάει σινεμά, όταν ένας άνδρας τον πυροβόλησε από μικρή απόσταση και έπειτα άνοιξε πυρ και κατά της συζύγου του. Λίγη ώρα αργότερα, το Νοσοκομείο στο οποίο μεταφέρθηκε, τον κήρυσσε επίσημα νεκρό. Αντίθετα η σύζυγός του, Λίζμπεθ, παρά το σοβαρό τραύμα της κατάφερε να επιβιώσει.
Δύο χρόνια αργότερα ο σεσημασμένος δολοφόνος, Κρίστερ Πέτερσον καταδικάζονταν για τη δολοφονία του Πάλμε. Καταδίκη η οποία όμως ανατράπηκε. Ένας ακόμα ύποπτος, ο Βίκτορ Γκούναρσον, μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου δολοφονήθηκε. Η δολοφονία του Πάλμε παρέμεινε ανεξιχνίαστη. Δύο ακόμα ύποπτοι, αυτοκτόνησαν ο ένας το 2000 και ο δεύτερος το 2008.
Τον Μάρτιο του 2020, Σουηδοί ερευνητές συναντήθηκαν στην Πρετόρια με μέλη των νοτιοαφρικάνικων μυστικών υπηρεσιών. Οι Νοτιοαφρικάνοι παρέδωσαν στους Σουηδούς συναδέλφους τους έναν φάκελο από το 1986, από μια ιδιωτική έρευνα ενός Σουηδού διπλωμάτη σχετικά με τη δολοφονία του Πάλμε. Η έρευνα κατέληγε πως η δολοφονία είχε άμεση σχέση με το ρατσιστικό καθεστώ ςτου Απαρτχάιντ της Νοτίου Αφρικής.
Ίντιρα Γκάντι, πρωθυπουργός Ινδίας
Στις 31 Οκτωβρίου του 1984, δύο από τα μέλη της σωματοφυλακής της Ινδής πρωθυπουργού, Ίντιρα Γκάντι, δύο Ινδοί Σιχ, ο Σατβάντ και ο Μπεντ Σιχ, την πυροβόλησαν με τα υπηρεσιακά τους περίστροφα στην αυλή της πρωθυπουργικής κατοικίας στο Νέο Δελχί, ως αντίποινα για την «επιχείρηση Blue Star» την οποία είχε διατάξει κατά των Σιχ.
Η Ίντιρα κατευθυνόταν σε μια συνέντευξη με τον Βρετανό κινηματογραφιστή Πίτερ Ουστίνοφ. Οι δολοφόνοι της πέταξαν αμέσως τα όπλα τους και παραδόθηκαν. Αμφότεροι καταδικάστηκαν σε θάνατο και απαγχονίστηκαν. Η πρωθυπουργός της Ινδίας είχε δεχτεί συνολικά 30 σφαίρες.
Η δολοφονία της Γκάντι σήμανε και εξελίξεις στην Ινδία. Σχεδόν αμέσως ο γιος της Ρατζίβ διαδέχτηκε τη μητέρα του στη θέση του πρωθυπουργού, ενώ λίγες ώρες μετά τη δολοφονία ξέσπασαν επεισόδια κατά της μειονότητας των Σιχ, που διήρκεσαν μέρες με θύματα σχεδόν 3.000 Σιχ μόνο στο Νέο Δελχί και συνολικά 8.000 σε ολόκληρη την Ινδία. Θεωρίες συνωμοσίας υποστήριζαν ότι αρκετοί βουλευτές πυροδότησαν τη συγκεκριμένη σφαγή μετά τη δολοφονία της Γκάντι.
Ανουάρ Σαντάτ, πρόεδρος Αιγύπτου
Οι τελευταίοι μήνες της προεδρίας του Σαντάτ στην Αίγυπτο περιλάμβαναν ιδιαίτερη ένταση. Μετά από ένα αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούνιο του 1981, ο Σαντάτ διέταξε μαζικές διώξεις αντιπολιτευόμενων. Αν και διατηρούσε υψηλότατα ποσοστά δημοφιλίας, τη στιγμή της δολοφονίας του η δημοφιλία του είχε γνωρίσει μεγάλη κάμψη.
Τον Φεβρουάριο του 1981, οι Αρχές προχώρησαν σε νέο κύμα διώξεων κατά των αντιπάλων του Σαντάτ μεταξύ των οποίων και τζιχαντιστών. Παράλληλα βγήκαν εκτός νόμου οι μη κυβερνητικές εφημερίδες. Αν και οι εκκαθαρίσεις ήταν ευρύτατες δεν κατάφεραν να εντοπίσουν ένα θύλακα Τζιχαντιστών στο στράτευμα, του οποίου ηγούνταν ο Χαλίντ Ισλαμπούλι.
Στις 6 Οκτωβρίου του 1991, ο Σαντάτ δολοφονήθηκε κατά τη διάρκεια της ετήσιας παρέλασης της νίκης στο Κάιρο. Ο Ισλαμπούλι άδειασε το στρατιωτικό τουφέκι πάνω στο σώμα του Σαντάτ, τραυματίζοντας θανάσιμα τον Αιγύπτιο πρόεδρο. Έντεκα ακόμα άνθρωποι δολοφονήθηκαν και άλλοι 28 τραυματίστηκαν κατά τη διάρκεια της επίθεσης. Ο Ισλαμπούλι συνελήφθη, δικάστηκε, κρίθηκε ένοχος και καταδικάστηκε σε θάνατο, ενώ σκοτώθηκε από εκτελεστικό απόσπασμα τον Απρίλιο του 1982.
Άλντο Μόρο, πρωθυπουργός Ιταλία
Στις 16 Μαρτίου 1978 οι Ερυθρές Ταξιαρχίες , ένοπλη οργάνωση της Ιταλίας, εκτελούν τους πέντε σωματοφύλακες του Μόρο και απαγάγουν τον ίδιο.
Οι Ερυθρές Ταξιαρχίες ζητούν ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του πολιτικού και πρώην πρωθυπουργού την απελευθέρωση όλων των ιδρυτικών μελών των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Η τότε κυβέρνηση της Ιταλίας, δεν μπαίνει σε διαπραγματεύσεις. Μετά από 54 ημέρες κράτησης ο Μόρο δολοφονήθηκε μέσα ή κοντά στη Ρώμη στις 9 Μαΐου 1978.
Το πτώμα του βρέθηκε αργότερα την ίδια ημέρα σε ένα παρκαρισμένο αυτοκίνητο.
Τζον Φ. Κένεντι, πρόεδρος των ΗΠΑ
Η πιο γνωστή ίσως δολοφονία πολιτικού ηγέτη, έγινε την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου του 1963. Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζον Κένεντι βρισκόταν στο Ντάλας. Επισκέπτονταν την πολιτεία του Τέξας και κινούνταν με ένα ανοιχτό αμάξι. Η σφαίρα μπήκε από το πίσω μέρος του κεφαλιού και βγήκε από το λαιμό του Αμερικανού προέδρου.
Ο Κένεντι μεταφέρθηκε αμέσως στο Νοσοκομείο Parkland, όπου κηρύχθηκε νεκρός μισή ώρα αργότερα. Ήταν 46 χρονών και είχε γίνει πρόεδρος 1036 μέρες νωρίτερα. Ο άνθρωπος που συνελήφθη για τη δολοφονία του ήταν ο Λι Χάρβι Όσβαλντ, ο οποίος συνελήφθη για τη δολοφονία αστυνομικού όσο προσπαθούσε να ξεφύγει από τη σκηνή του εγκλήματος.
Ο ίδιος ο φερόμενος δολοφόνος του Κένεντι, δολοφονήθηκε ο ίδιος από τον Τζακ Ρούμπι στις 24 Νοεμβρίου την ώρα της μεταγωγής του και πριν προλάβει να δικαστεί για τη δολοφονία του Κένεντι. Ο Ρούμπι συνελήφθη και καταδικάστηκε για τη δολοφονία του Όσβαλντ. Έκανε έφεση για την καταδίκη του σε θάνατο, όμως αρρώστησε και πέθανε από καρκίνο τον Ιανουάριο του 1967. Ο διάδοχος του Τζον Κένεντι πρόεδρος Λίντον Τζόνσον εξέδωσε απόφαση για Εξεταστική Επιτροπή για τη δολοφονία του Κένεντι. Το πόρισμά της ήταν πως ο Όσβαλντ ενήργησε μόνος. Σε μια έρευνα του 2004, το 66% των Αμερικανών πίστευε ότι υπήρξε συνωμοσία για τη δολοφονία του Κένεντι.
Πηγή: dikaiologitika.gr