ΑΡΘΡΟ
Του Δημήτρη Βασλή
Από τις 11 Ιανουαρίου ο ποδοσφαιρικός κόσμος είναι φτωχότερος.
Ο Τάκης Λουκανίδης, ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής όλων των εποχών μας άφησε ξαφνικά!
Ο Γίγαντας των γηπέδων γκρεμίστηκε νικημένος από τον θάνατο.
Ήταν ένα μοναδικό δυσεύρετο δείγμα έλληνα ποδοσφαιριστή, που είχε χαρακτηριστεί από όλους τους ειδικούς ως ο πληρέστερος ποδοσφαιριστής, ο οποίος πέρασε από τα ελληνικά γήπεδα, καθώς έπαιζε από τη θέση του τερματοφύλακα έως και σέντερ φορ. Τα προσόντα του αναγνωρίζονταν από όλους συμπαίκτες και αντιπάλους του. Στη θέση όμως που είχε καθιερωθεί από όλους τους προπονητές ήταν μέσος χαφ.
Ο Τάκης Λουκανίδης γεννήθηκε στο Μεσοχώρι Παρανεστίου Δράμας το 1937, παιδί της κατοχής, έζησε τα πιο δύσκολα χρόνια στο χωριό του, τη γενέτειρά του.
Σε ηλικία 7 χρονών έχασε τον πατέρα του Γιώργο από προδοσία ενός συγχωριανού του, του Σερανίδη, αμέσως έγινε η σύλληψή του μαζί με άλλους συγχωριανούς του και μεταφέρθηκαν στις φυλακές των Σερρών τον Ιανουάριο του 1944, και στις 29 Μαΐου εκτελέστηκε με απαγχονισμό. Ο πατέρας του, ο κύριος Γιώργος, ήταν νέος, τολμηρός και πολύ δυνατός, όποιον έπιανε με στα χέρια του δεν του γλύτωνε εύκολα. Την ώρα που τον πήγαιναν στην αγχόνη έπιασε έναν Βούλγαρο που τον συνόδευε από το λαιμό και σε μια εβδομάδα πήγε στον άλλο κόσμο.
Μετά από τα παραπάνω η ηρωίδα μάνα του, η κυρία Χριστίνα, ανέλαβε όλα τα οικογενειακά βάρη προκειμένου να θρέψει τα πέντε ανήλικα παιδιά τους. Αγωνίστηκε σκληρά, δούλεψε ως και καθαρίστρια, έπειτα στην πρόνοια -αν και δεν ήξερε πολλά γράμματα, είχε όμως την καλοσύνη της στοργικής και δυναμικής μάνας, συμμετείχε ακόμα και στις διαπραγματεύσεις των μεταγραφών των δύο παιδιών της. Η κυρία Χριστίνα «έφυγε» πικραμένη, όταν το μαγαζί του Τάκη και του Θανάση καταστράφηκε από φωτιά βραχυκυκλώματος.
Το 1950 είχαν την ατυχία να χάσουν ένα από τα αδέρφια τους, τον Χαράλαμπο στα είκοσι του χρόνια από μηνιγγίτιδα, ξανά πάλι στα μαύρα όλοι. Έτσι καθώς μεγάλωναν στα μεγάλα βάσανα ο Θανάσης στο Γυμνάσιο, ο Τάκης στα Ορφανοτροφεία Δράμας και η αδερφή τους Σοφία στον κλασσικό αθλητισμό.
Ο Τάκης κατόρθωσε και πέρασε στη Μέση Γεωπονική Σχολή Κομοτηνής. Στα χρόνια της εφηβείας τους άρχισαν να παίζουν ποδόσφαιρο και πολύ γρήγορα αναδείχτηκαν σε μεγάλα ταλέντα του ποδοσφαίρου και εντάχθηκαν στη ΔΟΞΑ Δράμας. Αργότερα και ο Νίκος Γρηγορίου αρχικά παίκτης της Ελπίδας και μετά της ΔΟΞΑΣ σύζυγος της Σοφίας Λουκανίδη.
Στην 10ετία του 50-61 η ΔΟΞΑ Δράμας ανέδειξε δύο μεγάλες επαρχιακές ομάδες ποδοσφαίρου.
Η πρώτη με τον Κουϊρουκίδη, Καραλάζο, Ιγνατίου, Πάρη Γρηγοριάδη, Ν. Τόλιο, Βλάχο, Π. Μποϊντάρη, Καλαϊτζή, Ζήση, Κίνκ Κόνκ και άλλοι. Αυτή η ομάδα έδωσε αρκετά διεθνή παιχνίδια στο εθνικό στάδιο και από καμιά δεν έχασε, έφερε ισοπαλία με την Αούστρια Βιέννης 2-2, όταν επέστρεψαν στην Αθήνα δήλωσαν στους Έλληνες δημοσιογράφους «εσείς έχετε ένα χωριό που λέγεται Δράμα: εκεί μόνο παίζεται μοντέρνο ποδόσφαιρο». Η δεύτερη ομάδα ανανεώθηκε με τους παίκτες Θανάση Λουκανίδη, Νίκο Πιστικό, με τον Νίκο Γρηγορίου, Χατζημιχαήλ, Μπέμπη και Ιωάννου, Παύλο Γρηγοριάδη, Σαμλίδη, Δυονισιάδη, Βαγγέλη Σημιτλιώτη, Γ. Κοτρίδη, Ν. Νικολαΐδη και άλλους, από τους οποίους πολλοί έπαιξαν στις εθνικές ομάδες.
Η ΔΟΞΑ Δράμας με τους παραπάνω παίκτες κατόρθωσε να παίξει τελικό κυπέλου τρεις φορές και τρεις έφθασε μέχρι τα προημιτελικά και ανακηρύχθηκε φιναλίστρια.
Αυτή η σπουδαία ποδοσφαιρική ομάδα με τα σπουδαία ντόπια ταλέντα της γειτονιάς και της αλάνας είχαν την τύχη να έχουν έναν Πρόεδρο, τον Κύριο Αντώνη Καστρινό, τον Πάγκαλο και τον Μάρκοβιτς ως προπονητές και αποτελούσαν όλοι μαζί μια φυσική αρμονία γι’ αυτόν τον λόγο κατόρθωσαν τα ακατόρθωτα για τα δεδομένα του σήμερα.
Ο Τάκης Λουκανίδης το Δεκέμβριο του 1961 πέρασε στις δυνάμεις του Παναθηναϊκού όταν βρισκόταν στο αποκορύφωμα της καριέρας του, μέχρι το 1969 κατακτώντας τέσσερα πρωταθλήματα και ένα κύπελλο Ελλάδας. Εκεί γνώρισε την πανελλήνια και διεθνή αναγνώριση με την συμμετοχή του στην Εθνική Ομάδα ως τακτικός παίκτης.
Τελείωσε την καριέρα του στον Άρη της Θεσσαλονίκης κατακτώντας και το κύπελλο Ελλάδας στα 33 του χρόνια. Ήταν το τέλος μιας λαμπρής ποδοσφαιρικής καριέρας.
Έκτοτε ασχολήθηκε με τον αδελφό του Θανάση ως προπονητές ομάδων με πολλές επιτυχίες, το 1979 ανέβασαν τη Δόξα στην Α’ κατηγορία μετά από 15 χρόνια που βρισκόταν στην Β΄ κατηγορία.
Είχα την τύχη να γνωρίσω τον Θανάση και τον Τάκη Λουκανίδη από τότε που διατηρούσαν βιβλιοπωλείο στη Βενιζέλου μαζί με τον Ιγνατίου Φάνη και τον Παύλο Γρηγοριάδη. Ακολουθούσα τη ΔΟΞΑ σε όλα τα παιχνίδια της και στα εκτός έδρας. Την εποχή εκείνη καλό ποδόσφαιρο παιζόταν στο Βόλο με την Νίκη και τον Ολυμπιακό. Στην Κατερίνη με τον Όλυμπο και τον Μέγα Αλέξανδρο, φυσικά στη Θεσσαλονίκη και Αθήνα.
Θυμάμαι σ’ ένα παιχνίδι Μ. Αλέξανδρος – ΔΟΞΑ (0-3) στην επιστροφή μας σε όλα τα χωριά μας υποδεχόταν με χειροκροτήματα σαν να ήμασταν εμείς οι παίκτες της ΔΟΞΑΣ, το γεγονός αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ αφού αισθάνθηκα μεγάλη συγκίνηση και υπερηφάνεια.
Με τον Θανάση, τον Τάκη και τον Ν. Γρηγορίου γαμπρό τους κατοικούσαμε στον ίδιο όροφο στην Πέραμο, στα μπαλκόνια μας παίζαμε τάβλι και πολλές φορές κάναμε δίτερμα με τους παίκτες του Βρασίδα στο γήπεδό τους όπου μαζευόταν και αρκετοί φίλαθλοι, μερικές φορές παίζαμε στην παραλία που είχε αρκετό χώρο, μαζί μας παίζανε και τα παιδιά μας.
Ο Τάκης δεν ήταν μόνο καλός ποδοσφαιριστής διέθετε και μεγάλο χιούμορ, Θυμάμαι πως όταν ανεβαίναμε στην ταράτσα της πολυκατοικίας και παρίστανε με επιτυχία την Ραφαέλα Καρρά όσο γελούσαμε εμείς και ένα ηλικιωμένο ζευγάρι συμμετείχε κι αυτό με το δικό του τρόπο, ο Τάκης τους χάιδευε τα μαλλιά τους και τους φιλούσε στο μέτωπο. Ο Τάκης μας έκανε να γελάμε με δάκρυα μικροί, μεγάλοι. Ένα βράδυ αποφασίσαμε να διασκεδάσουμε στα μπουζούκια. Έκλεισε ο Τάκης τραπέζι. Παίρνει τηλέφωνο στο Αχίλλειον «εδώ Τάκης Λουκανίδης, ένα τραπέζι πρώτη θέση» ΟΚ! Του είπαν. Στις 12 το βράδυ πήγαμε και ήμασταν η μόνη παρέα. Γυρνάει και μας λέει, «εγώ έκλεισα όλο το μαγαζί όχι μόνο τραπέζι». Στο «ΝΗΣΑΚΙ» βγαίνουμε οι δύο μας για χασαποσέρβικο. Χορεύουμε αρκετά δεν ερχόταν κανένας άλλος, του λέω να καθίσουμε, «συνέχισε», μου λέει, «ποιός τολμά να χορέψει μαζί μας;», επακολούθησαν τα πολλά χειροκροτήματα με το τέλος του χορού μας.
Στο Ωνάσειο ήρθαν με τον Θανάση να επισκεφθούν τη σύζυγό μου, όταν βγήκαμε από την κεντρική είσοδο είδαμε τα τοποθετημένα σχοινιά σε σχήμα Π για να συγκρατήσουν τον κόσμο λόγω του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου που νοσηλευόταν κι αυτός εκεί. Προχωρήσαμε προς το κενό τότε έτρεξε ο κόσμος προς την πλευρά μας για να μάθουν για την υγεία του πρωθυπουργού και ο Τάκης τους απάντησε με σοβαρότητα παιδιά «η κατάσταση του πρωθυπουργού είναι σταθερή». Όταν μείναμε μόνοι το γέλιο που επακολούθησε δεν περιγράφεται.
Μια μέρα πήγαν για ψάρεμα ο Τάκης ο γιος του Γιώργος και ο ανεψιός του Κυριάκος έπιασε ένα μπουρίνι όπου τα κύματα καταπίνανε βαρκούλες. Ήμασταν μαζεμένοι σε ένα δωμάτιο γεμάτοι αγωνία για την τύχη τους και έτοιμοι να εκραγούμε στο κλάμα. Ξαφνικά ακούσαμε «σώσον κύριε τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου», αυτά από τα παιδιά Γιώργο και Κυριάκο, να και ο Τάκης εμφανίστηκε αγέρωχος με το πλατύ χαμόγελο, που τον διέκρινε, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Ο Τάκης Λουκανίδης ήταν συμπαθής σε όλους τους Έλληνες φιλάθλους, όταν περπατούσαμε στην Αθήνα όλοι τον χαιρετούσαν και άλλοι γύριζαν προς την πλευρά του να τον καμαρώσουν. Αυτό το θεριό των γηπέδων που είχε αποκτήσει θαυμασμό από όλους τους Έλληνες φιλάθλους φαίνεται ότι τον ζήλεψε ο σκληρός χάρος και έκοψε το νήμα της νεανικής ζωής του μονάκριβου γιού του Γιώργου στα 31 του χρόνια -καθόλα επιτυχημένου, «ευτυχώς» γι’ αυτούς όμως είχαν την κόρη τους Αντιγόνη και τα δύο εγγονάκια τους και παρηγορούταν κάπως.
Από τις 10 Αυγούστου το 1998 η ζωή του Τάκη και της συζύγου του Άννυς άλλαξε και έγινε πιο στενάχωρη και αφόρητη. Αυτήν, την ίδια μέρα του τροχαίου δυστυχήματος, κλαίγοντας και μόνος πήγε στο σημείο όπου συνέβη το μοιραίο κάπου στη Μαλακάσα για να μάθει και να δει, μεγάλη ψυχή και τόλμη. Θυμάμαι στο γάμο του ξαδέλφου του Κυριάκου μου είχε πει ο Γιώργος: «εγώ κύριε Μίμη όταν παντρευτώ θα πάω σε ένα ήσυχο νησί με πέντε φίλους εκεί θα κάνω τη στέψη μου, δίχως πολλούς ανθρώπους».
Δεν πρόλαβε όμως, τον ξεγέλασε ο χάρος και τώρα μαζί με τον πατέρα του αναπαύονται στην Κηφισιά στους κήπους των Αγγέλων.
Στο αεροδρόμιο συνάντησα τυχαία την Ελένη Μενεγάκη όταν της είπα πως είμαι από την Δράμα και είχα φίλο τον Τάκη Λουκανίδη τα μεγάλα γαλάζια και ωραία μάτια της πλημύρισαν με δάκρυα.
Όλοι εμείς οι γνωστοί και άγνωστοι και εγώ προσωπικά δεν θα τους ξεχάσουμε ποτέ όσο θα υπάρχουμε.
Καλό ταξίδι και καλό παράδεισο φίλε Τάκη!